ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΤΟΥ ΓΑΛΛΙΚΟΎ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ
Σοφία
Μωραΐτη, Δρ. Φιλοσοφίας
Στη Γαλλία,
καθ’ όλη τη διάρκεια του αιώνα του Διαφωτισμού υπήρχε έντονο ενδιαφέρον για
θέματα της εκπαίδευσης. Παλαιές αρχές και μέθοδοι τροποποιήθηκαν και τέθηκαν οι
βάσεις νέων αρχών και αντιλήψεων, οι οποίες άρχισαν να εφαρμόζονται στην
εκπαίδευση από τις αρχές του 19ου αιώνα. Στο ομώνυμο άρθρο της Εγκυκλοπαίδειας των Diderot και d’ Alembert αναφέρεται ότι υπάρχει η θέληση της αλλαγής του κόσμου,
κατανοείται η ανάγκη να δοθεί μια νέα μορφή στην κοινωνία και να αναπτυχθούν
διαφορετικοί τρόποι σκέψης. Οι διαφωτιστές πίστεψαν ότι έπρεπε να υπάρξει ο
νέος άνθρωπος του άμεσου μέλλοντος και αυτός έπρεπε να σχηματισθεί κατά τη
διάρκεια της παιδικής ηλικίας.
Όμως και
πριν από τον 18ο αιώνα, ο ρόλος της εκπαίδευσης δεν είχε υποτιμηθεί.
Είχε δοθεί ένας μάλλον περιορισμένος στόχος και περιορισμένο πεδίο εφαρμογής
της, αφού αφορούσε τους πρίγκιπες και τους αρχηγούς κρατών, τους θεολόγους,
τους νομικούς, τους γιατρούς και ίσως κάποιους αξιωματικούς. Μεταξύ των γνωστών
διδασκόντων οι Bossuet και Fénélon. Το πρόγραμμά της οριζόταν εξ
ολοκλήρου από τους Ιησουΐτες μοναχούς, τους Oratoriens και τους Δομινικανούς, οι οποίοι και
δίδασκαν στα εκπαιδευτικά ιδρύματα που είχαν υπό την επίβλεψή τους. Παράλληλα
με την ιδιωτική υπήρχε και η εκπαίδευση για τα παιδιά του λαού. Τα δημοτικά
σχολεία των προαναφερθέντων ταγμάτων μοναχών ήταν δωρεάν και δίδασκαν ανάγνωση,
γραφή και μαθηματικά. Τον πρωτεύοντα ρόλο είχαν τα θρησκευτικά μαθήματα χωρίς
να παραγνωρίζονται τα προαναφερθέντα.
Τα κολλέγια
αποτελούσαν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στεγάζονταν στους χώρους των καθολικών
μοναχών, παρείχαν δωρεάν εκπαίδευση σε
όλους γιατί η άγνοια είναι η αιτία των κακών της κοινωνίας. Σκοπός της
εκπαίδευσης ήταν να δημιουργήσει «πολίτες πιστούς στο Θεό, σωστούς υπηκόους του
Βασιλιά, και σωστούς πολίτες στην πόλη τους». Πρόκειται για μια αποστολή
«πολιτισμού» και με αυτό το δεδομένο τα σχολεία αυτά δέχονταν ακόμη και τα
αλητάκια τα οποία θεωρούσαν τεμπέληδες και άπιστους και για τον λόγο αυτόν η
εκπαίδευση είχε υποχρέωση να τα σώσει. Ο ιερέας – διδάσκαλος Charles Démia
έγραφε : «όταν δεν τα εκπαιδεύουμε, τα παιδιά των πτωχών γίνονται ανυπάκουα,
βλάσφημα, ακόλαστα, φιλόνικα και κατρακυλούν στη μέθη, στη ρυπαρότητα, τις
μικροκλοπές ή τις ληστείες. Τέλος γίνονται οι πιο διεφθαρμένοι του Κράτους». Ο
Βασιλιάς προστάτευε αυτά τα μικρά σχολεία με βασιλικά διατάγματα, ήθελε να
δημιουργηθούν όσα ήταν απαραίτητα και να διορισθούν σε αυτά δάσκαλοι και
δασκάλες που θα μετέφεραν σε όλα τα παιδιά την απαραίτητη γνώση. Μάλιστα το
βασιλικό διάταγμα του 1698 όριζε υποχρεωτική φοίτηση στα σχολεία μέχρι τα 14
χρόνια, κάτι που δεν είχε εφαρμοστεί τότε, αλλά εφαρμόσθηκε σχεδόν 200 χρόνια
αργότερα με τον εκπαιδευτικό νόμο του Jules Ferry.
Στο «παιδεία
για όλους» του 17ου αιώνα αντιτάσσεται η οικονόμο-κοινωνική
επιχειρηματολογία των διαφωτιστών τον 18ο αιώνα. Οι θεωρίες περί
εμπορίου συνδέονται στενά με τον πλούτο του κράτους και την παραγωγή του. Οι
διανοούμενοι με την ευρεία έννοια του όρου : συμβολαιογράφοι, νομικοί, κληρικοί
κ.λπ. θεωρούνται πολίτες που δεν παράγουν τίποτε το συγκεκριμένο. Η εκπαίδευση
του λαού θεωρείται πλέον κίνδυνος, γιατί ένα μεγάλο μέρος του θα απομακρυνθεί
από τις χειρωνακτικές εργασίες (γεωργία και βιοτεχνία) και θα στραφεί σε
επιβλαβείς για το σύνολο της κοινωνίας ασχολίες. Ο Βολταίρος σε επιστολή του
στον Damillaville το
1766, έγραφε χαρακτηριστικά : «Θεωρώ ότι είναι απαραίτητο οι φτωχοί να
παραμένουν αμόρφωτοι… Δεν πρέπει να μορφώνεται ο εργάτης, αλλά ο αστός, ο
κάτοικος των πόλεων». Ο επικεφαλής των διαφωτιστών, αυτός που παρουσιαζόταν ως
ο υπερασπιστής των καταπιεσμένων και αυτός που μαχόταν εναντίον της αμάθειας,
επαναλάμβανε πολλές φορές στην αλληλογραφία του την αντίθεσή του στη μόρφωση
του λαού. Στο ίδιο μήκος κύματος με τον Βολταίρο ο La Chalotais στο έργο του Essai d’éducation nationale επιβεβαίωνε ότι «το καλό της
κοινωνίας επιβάλλει να μη γνωρίζει ο λαός περισσότερα από τις ασχολίες του» !
Η άλλη
μεγάλη φυσιογνωμία του Διαφωτισμού ο Jean-Jacques Rousseau αντιτίθεται στην εκπαίδευση των
μαζών, αλλά για ένα διαφορετικό λόγο : ο άνθρωπος δεν πρέπει να απομακρυνθεί
από τη φύση και το φυσικό του περιβάλλον και η εκπαίδευση τον απομακρύνει. Το
εκπαιδευτικό σύστημα του 18ου αιώνα εστιάζει κυρίως στην ιδιωτική
εκπαίδευση. Ο Αιμίλιος του Rousseau θα είναι πλούσιος και θα έχει ένα
καθηγητή που θα είναι ικανός να τον μυήσει στη γνώση, πάντα όμως μέσα στα όρια
του «παλατιού του». To εκπαιδευτικό του πρόγραμμα δεν αφορά τους εργάτες αλλά τους αστούς.
Γράφει στο έργο του La Nouvelle Héloise: «Μη μορφώνετε το παιδί του χωρικού,
γιατί αυτό δεν πρέπει να είναι μορφωμένο» και προσθέτει : «Αυτοί που
προορίζονται να ζήσουν μέσα στην απλότητα της φύσης δεν έχουν ανάγκη για να
είναι ευτυχισμένοι να έχουν πολλές γνώσεις, τα ταλέντα τους είναι
καταχωνιασμένα όπως τα ορυχεία χρυσού στο Valais, το κοινό όφελος δεν επιτρέπει την
εξόρυξη.» Οι πολιτικές του ιδέες δύσκολα
συμβιβάζονταν με τον αριστοκρατικό περίγυρο των μαθητών του, η μονοτονία όμως,
των collèges οδηγούσε τη νέα εκπαίδευση της
εποχής αποκλειστικά στην ιδιωτική της μορφή.
Ποιο ήταν το
εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής που δημιούργησε τις αντιδράσεις και έδωσε το
έναυσμα για συζητήσεις επί της μορφολογίας του και της αναγκαιότητας
αναμόρφωσής του ; Ο Daniel Mornet στο έργο του Les Origines intellectuelles de la Révolution française (1715-1787) γράφει
ότι οι μαθητές μάθαιναν να διαβάζουν λατινικά μέσα από βιβλία που δεν
καταλάβαιναν. Τους δίδασκαν μόνο λατινική Ρητορική και σχολαστική Φιλοσοφία.
Δεν δίδασκαν καθόλου μαθηματικά και φυσική, καθόλου ιστορία και ηθική, λίγα
μόνο στοιχεία της γαλλικής γλώσσας. Στα
σχολεία του Port Royal και
των Oratoriens οι διδάσκοντες ήταν πιο τολμηροί :
έδιναν περισσότερη προσοχή στη διδασκαλία των μαθηματικών και της ιστορίας,
μαθήματα που δίδασκαν στη γαλλική γλώσσα. Δίδασκαν επίσης τη λατινική γλώσσα
μέσω της μητρικής των μαθητών, δηλαδή της γαλλικής και συμπλήρωναν με τη
μετάφραση κειμένων και την έκθεση ιδεών. Ο Mornet καταλήγει : «τα collèges παρά τους ισχυρισμούς των
παιδαγωγών, παραμένουν κλειστά στο κάθε νέο πνεύμα.»[1]
Μεταξύ των ετών 1750 και 1760 παρά τις
διαμαρτυρίες ορισμένων διαφωτιστών, η κατάσταση μόλις και μετά βίας
καλυτερεύει. Η λατινική παραμένει η κυρίαρχη γλώσσα στην εκπαίδευση τόσο στη
σύνθεση του γραπτού όσο και του προφορικού λόγου. Αλλάζει όμως κατά τι το
εκπαιδευτικό πρόγραμμα των Oratoriens με την είσοδο της γαλλικής γλώσσας, της ιστορίας, στοιχείων
φυσικών επιστημών και βασικών αρχών ξένων γλωσσών. Όλα αυτά αποτελούν
δευτερεύοντα θέματα και όχι τον κορμό του εκπαιδευτικού τους προγράμματος.
Είναι όμως όλοι οι διαφωτιστές
εναντίον της εκπαίδευσης του λαού ; Όχι.
Οι Diderot, d’ Alembert, Helvétius, d’ Holbach θεωρούν ότι η εκπαίδευση του λαού
είναι ένα μέσον προκειμένου αυτός ο λαός να αποκτήσει το κριτικό πνεύμα που θα
βοηθήσει τις μάζες να ξεφύγουν από «την
τυραννία των βασιλέων και των κληρικών».
Οι προτάσεις εισαγωγής των νέων αυτών
εκπαιδευτικών προγραμμάτων συνάντησαν αντίδραση γιατί ήταν αντίθετες στην
παιδαγωγική που προετοίμαζε ηγεμόνες, ήταν αντίθετες στην τέχνη του βασιλεύειν
και πολύ ρεαλιστικές για να αντιμετωπίσουν μια μεθοδολογία, η οποία στηριζόταν
αποκλειστικά στο παρελθόν. Παρόλα αυτά υπήρξαν κάποιοι που πίστεψαν ότι είχε
έλθει ο χρόνος που ο κλήρος και τα εκκλησιαστικά τάγματα θα έπρεπε να
εγκαταλείψουν το μονοπώλιό τους. Συγκεκριμένα κατά τις αρχές του 1753 στο άρθρο
«Collège» της Encyclopédie, ο d’
Alembert αφού
αναφερθεί στη σημασία της λέξης Collège στους αρχαίους Έλληνες και τους Λατίνους, στη δημιουργία αντίστοιχων
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κατά την εποχή τους και στη δημόσια εκπαίδευση που
υπήρχε στους δύο αυτούς λαούς, περνά στην εκπαίδευση της Γαλλίας της εποχής του
και εξετάζει τους δύο τύπους εκπαίδευσης : τη δημόσια και την ιδιωτική.
Κατ’ αρχάς δηλώνει την αντίθεσή του
στις μεθόδους των Ιησουιτών «δεν πολεμώ τους ανθρώπους, γράφει, αλλά τον
παραλογισμό που θλίβει τους περισσότερους από αυτούς που συμβάλλουν στη διατήρησή
του γιατί φοβούνται να πάνε κόντρα στο ρεύμα… σχεδόν όλοι επιθυμούν διακαώς να
δοθεί στην εκπαίδευση των Collèges μια άλλη μορφή : αυτό που κάνω εδώ είναι να εκθέσω αυτά που σκέπτονται
και που κανείς δεν τολμά να γράψει… όχι γιατί θέλω να μιλήσω εναντίον των
δασκάλων μου τους οποίους αναγνωρίζω και τιμώ, αλλά για να συμφωνήσω μαζί τους
ότι είναι θέμα των κυβερνώντων να σταματήσουν την πορεία ενός τόσο μεγάλου
κακού…»
Ο d’ Alembert προτείνει το νέο εκπαιδευτικό
πρόγραμμα : 1. μελέτη της γαλλικής γλώσσας και γραμματικής «… γιατί τα παιδιά
να περνούν 6 χρόνια για να μάθουν μια νεκρή γλώσσα ; … σε τι ωφελεί η εκμάθηση
της γλώσσας του Οράτιου ή του Τάκιτου ; … είναι καλό να τους κατανοούν, αλλά η
σύνταξη κειμένων στη γλώσσα τους είναι χαμένος χρόνος… Αντίθετα αυτός ο χρόνος
πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να μάθουν τη γλώσσα τους, την οποία αγνοούν και
την μιλούν άσχημα, όταν τελειώνουν το Collège…»[2]
2. Μια καλή γαλλική γραμματική είναι
ταυτόχρονα μια πολύ καλή Λογική και μια πολύ καλή Μεταφυσική. Η παραγωγή του
γραπτού λόγου στη λατινική να γίνεται μόνο όταν πρόκειται για τη μελέτη
κειμένων των μεγάλων Λατίνων συγγραφέων.
3. Η διδασκαλία ξένων γλωσσών πρέπει
να μπει στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα των σχολείων[3],
καθώς και τα μαθήματα ιστορίας με σημείον εκκίνησης το παρόν : ιδέα που ο d’ Alembert θεωρούσε ορθή και καθαρά φιλοσοφική.
4. Στη φιλοσοφία περιορίζει τη μελέτη
της Λογικής σε λίγες γραμμές, ορίζει τη μελέτη της Μεταφυσικής και θεωρεί απαραίτητη
μια εισαγωγή στη σκέψη του Locke.
5. Η Ηθική διδάσκεται μέσα από τα
κείμενα του Σενέκα και του Επίκτητου, η χριστιανική ηθική από το κείμενο που
αναφέρεται στην ομιλία του Ιησού Χριστού στο Όρος των Ελαιών[4].
6. Επίσης ο d’ Alembert προσθέτει τη Φυσική και τη
Γεωμετρία, την οποία θεωρεί καλύτερη των φυσικών επιστημών.
7. Τέλος σε αυτά τα εγκύκλια μαθήματα
προσθέτει τις Καλές Τέχνες και τη Μουσική, η μελέτη των οποίων δημιουργεί το
καλό γούστο και απαλύνει τα ήθη.
Εκείνο που εκπλήσσει τον αναγνώστη αυτού
του άρθρου του φιλόσοφου και μαθηματικού είναι η θέση που παίρνει υπέρ της
ιδιωτικής εκπαίδευσης στην εποχή του. Τελειώνοντας συνοψίζει δεχόμενος ότι
προϋπόθεση της αλλαγής του εκπαιδευτικού συστήματος είναι η αύξηση του αριθμού
των διδασκόντων καθώς και η αύξηση των ετών φοίτησης των μαθητών. Φοιτώντας
περισσότερο χρόνο τα παιδιά είναι από κάθε πλευρά κερδισμένα. Πρώτον θα είναι
πιο μορφωμένα, δεύτερον θα έχουν αναπτύξει την εξυπνάδα και την εμπειρία τους
και τρίτον θα έχουν αναπτύξει τα ταλέντα τους και θα έχουν καλλιεργήσει το
πνεύμα τους σε σημείο ώστε και τα παιδιά με αδύνατο πνεύμα με τάξη και μέθοδο
να φθάσουν σε ένα επιθυμητό αποτέλεσμα. Φυσικά όλα τα παιδιά δεν θα μπορούσαν
να δεχθούν ταυτόχρονα όλη την ύλη γι’ αυτό θα τους την έδιναν σταδιακά :
ορισμένα θα περιορίζονταν σε ένα γνωστικό αντικείμενο και ενόψει της πληθώρας
των γνωστικών αντικειμένων κάθε νέος θα είχε μάθει κάτι. Άλλωστε, η ύλη και το
πρόγραμμα σπουδών ήταν θέμα της Κυβερνήσεως.[5]
Η θέση που παίρνει ο
συγγραφέας υπέρ της ιδιωτικής εκπαίδευσης που ήταν καλύτερη από τη δημόσια δεν
σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζει στη δημόσια εκπαίδευση δύο πλεονεκτήματα
συγκεκριμένα : την κοινωνικότητα και την άμιλλα και δύο μειονεκτήματα :
παιδαγωγικά και κοινωνικά. Ως προς τα πλεονεκτήματα ο φιλόσοφος δέχεται ότι
μπορεί να δημιουργηθεί ένα ανάλογο κλίμα και στην ιδιωτική εκπαίδευση με τη
δημιουργία μιας ομάδας παιδιών της ίδιας ηλικίας και της ίδιας δύναμης. Ως προς
τα μειονεκτήματα, ο διδάσκων στη δημόσια εκπαίδευση είναι υποχρεωμένος να
ρυθμίζει τη διδασκαλία του ανάλογα με το επίπεδο νοημοσύνης της πλειοψηφίας της
τάξης του, δηλαδή σε μέτριο βαθμό. Ενώ στην ιδιωτική οι νεαροί αριστοκράτες
ακούγοντας να τους μιλούν διαρκώς για τη γέννησή τους και για την καταγωγή τους
μαθαίνουν άθελά τους, τον εγωισμό και την υπερηφάνεια.
Καταλήγοντας ο d’Alembert αναφέρει ότι ορμώμενος από την αγάπη
για το δημόσιο καλό έγραψε αυτό το άρθρο περί της δημόσιας και ιδιωτικής
εκπαίδευσης, ότι η δημόσια εκπαίδευση απευθύνεται στα παιδιά οι γονείς των
οποίων δεν έχουν τα οικονομικά μέσα ώστε να τους προσφέρουν την ιδιωτική
εκπαίδευση και ότι εκείνος λυπάται για τα χρόνια που έχασε όχι εξαιτίας των
δασκάλων του, αλλά εξαιτίας του κακού εκπαιδευτικού συστήματος.[6]
Ο Diderot έχει τα ίδια επιχειρήματα με αυτά του d’Alembert. Γράφει ότι τα χρόνια του collège ήταν και για εκείνον χαμένος χρόνος.
Ο καλύτερος τελείωνε το σχολείο «βλάξ, ημιμαθής και διεφθαρμένος». Τα παιδιά
των πλουσίων ήταν πάντα ευνοημένα και η συμπεριφορά τους αποθάρρυνε τους
συμμαθητές τους. Όταν ήταν νέος είχε επαναστατήσει εναντίον του συστήματος
αυτού και είχε γράψει : «Ουαί στον πατέρα ο οποίος αν και είναι ικανός να
μεγαλώσει το παιδί του κοντά του, το στέλνει σε ένα δημόσιο σχολείο». Ο Diderot δεν τοποθετείται ενάντια στη δημόσια
εκπαίδευση, αντίθετα κρίνει και κατακρίνει το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα της
εποχής του. Στο έργο του Réfutation suivie de l’ouvrage d’Helvétius intitulé L’Homme αν και θεωρεί ότι τα επιχειρήματα
του Helvétius
δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, συμφωνεί στο ότι η
πραγματικότητα αυτή πρέπει να αλλάξει : «Τι πρέπει να γίνει ; Αλλαγή από την
αρχή μέχρι το τέλος των μεθόδων της δημόσιας εκπαίδευσης». Μετά τη διάλυση των
θρησκευτικών ταγμάτων - Société de Jésus (1762) και Ιησουιτών δύο χρόνια
αργότερα – τα σχολεία που είχαν ιδρύσει έμειναν χωρίς δασκάλους, πράγμα που
συνετέλεσε στην πλήρη παρακμή της εκπαίδευσης. Σε επιστολή του στην Αικατερίνη
της Ρωσίας o Diderot έγραφε : «Νόμιζα ότι βρισκόμασταν κοντά σε μία επανίδρυση
ενός νέου καλού εκπαιδευτικού συστήματος. Δυστυχώς αντικατέστησαν τους κακούς
δασκάλους με άλλους χειρότερους. Είναι λιγότερο έξυπνοι και χωρίς ευπρέπεια».
Αποδοκίμαζε μάλιστα τη «βλακεία» τους και τη διάθεσή τους να λασπολογούν
εναντίον καθενός που διάκειται ευνοϊκά προς τις προσπάθειες ανανέωσης του
εκπαιδευτικού συστήματος.
Παρατηρείται πληθώρα εκδόσεων
σχετικών με τη δημόσια εκπαίδευση και ένα νέο προτεινόμενο εκπαιδευτικό
σύστημα. Έτσι το ίδιο έτος, 1762, μετά από πίεση του Diderot, εκδίδεται από τον Durand το βιβλίο De l’Education publique, χωρίς όνομα συγγραφέως και με ψευδή τόπο έκδοσης το Amsterdam. Το επόμενο έτος (1763), ο πολέμιος των
Ιησουιτών και αργότερα θύμα τους, ο γενικός εισαγγελέας του Κοινοβουλίου της Rennes, Louis-René de la Caradeuc de la Chalotais, δημοσιεύει το Essai d’ éducation nationale, ou plan d’ études pour la jeunesse, έργο το
οποίο εξυμνεί ο Voltaire. Ο Guyton de Morveau δημοσιεύει το Essai d’éducation publique και το 1766 ο Mathias, Διευθυντής του Collège de Langres το έργο
Mémoires sur l’enseignement public.
Τον Μάϊο του 1768 παρουσιάσθηκε στο
Κοινοβούλιο στο Παρίσι το Compte rendu ou Plan d’éducation et de correspondance des universités et des collèges το
οποίο εκδόθηκε το 1783. Ο Abbé Coyer δημοσιεύει το 1770 το Plan d’education publique και τέλος ο φυσιοκράτης Le Mercier de la Rivière γράφει μετά από παραγγελία του Βασιλιά
της Σουηδίας το De l’Instruction publique ou Considérations morales et politiques sur la nécessité, la nature et la source de cette instruction, ouvrage demandé par le roi de Suède, το οποίο δημοσιεύεται
ταυτόχρονα στη Στοκχόλμη και στο Παρίσι το 1775.
Εκτός από
τις προτάσεις για το νέο εκπαιδευτικό σύστημα υπήρξαν και αυτές που μιλούσαν
για την εκπαίδευση των διδασκόντων. Το κοινοβούλιο στο Παρίσι, με τον Πρόεδρό του
Rolland, πρότεινε ένα
είδος σχολείων για τους εκπαιδευτικούς. Το Πανεπιστήμιο όμως των Παρισίων όρισε τον Dominique-François Rivard, ο οποίος παρουσίασε το 1762 το Mémoire sur la nécessité d’établir à Paris une maison d’institution
pour former des maîtres, et quelques collèges pour les basses classes. Ο τελευταίος αυτός, καθηγητής επί σαράντα
έτη στην έδρα της φιλοσοφίας του Collège de Beauvais, ενός από τα κολλέγια που αποτελούσαν το Université de Paris, φαίνεται ότι επηρέασε τον Diderot, ο οποίος τον αποκαλεί «έναν από τους
παλαιούς δασκάλους» του, στο έργο του Plan d’une Université pour le gouvernement de Russie και
στο Réfutation suivie de l’ouvrage d’Helvétius intitulé L’Homme, τιμά τον «έξυπνο
άνδρα ο οποίος εισήγαγε τη μελέτη των μαθηματικών στα δημόσια σχολεία μας και
…πρότεινε τη διδασκαλία στη θέση της σχολαστικής ηθικής, στοιχείων πολιτικής
δικονομίας», θέση που συνάντησε την έντονη αντιδραση της Νομικής Σχολής.
Οι Grimm και Voltaire τίθενται στο πλευρό του La Chalotais τον οποίο θεωρούν «περισσότερο
φιλόσοφο παρά Janséniste» και επικροτούν την πρότασή του για εκκοσμίκευση της παιδείας, ενώ
αντίθετα και οι τρεις τάσσονται εναντίον της λαϊκής εκπαίδευσης. Ο La Chalotais γράφει ότι ο λαός πρέπει να μαθαίνει
μόνο ό,τι του είναι απαραίτητο για το επάγγελμα που εξασκεί. Οι περισσότεροι
από τους διαφωτιστές είχαν κατανοήσει ότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν είναι
δυνατή χωρίς τη μεταβολή του οικονομικού και του πολιτικού πλαισίου. Επειδή
όμως μία τέτοια μεταβολή είναι σχεδόν αδύνατη, ο Rousseau γράφει στο έργο του Emile ότι η δημόσια εκπαίδευση δεν είναι
απαραίτητη στους φτωχούς. Η θέση του αυτή δεν έγινε αποδεκτή και οι
διαφωτιστές, από τους φυσιοκράτες μέχρι τον Helvétius, διακήρυτταν την ελεύθερη, κοσμική
και υποχρεωτική εκπαίδευση.
Ο
Helvétius συμφωνούσε με τον Rousseau στο ότι η σύγχρονή τους εκπαίδευση
δεν διαμόρφωνε πολίτες και πατριώτες. Οι λόγοι όμως γι’ αυτόν ήταν διαφορετικοί
: στις καθολικές χώρες, εάν οι αρχές της εκπαίδευσης είναι αντιφατικές, είναι
γιατί η δημόσια εκπαίδευση έχει ανατεθεί σε δύο δυνάμεις: την Εκκλησία και το
Κράτος. Τα ενδιαφέροντα των δύο είναι ασυμβίβαστα και τα πρότυπά τους διαρκώς
αντίθετα και διαφορετικά. Αυτό το γεγονός αποτελεί έναν από τους λόγους της
δημιουργίας ενός νέου προγράμματος το οποίο θα συντελεί στην κοινή ευτυχία. Το
πρώτο βήμα που προτείνεται είναι οι αμειβόμενοι διδάσκοντες και αυτό για να
αποκτήσουν την εκτίμηση όλων και να προσελκύσουν και άλλους στο επάγγελμά τους.
Με τις προτάσεις του αυτές, ο Helvétius ήταν ίσως το πιο ρεαλιστικό πνεύμα της εποχής του : με το να
αποδοκιμάζει την έλλειψη της διδασκαλίας της ηθικής στο σχολείο, με το να
επιμένει στη φυσική αγωγή, με το να εκλιπαρεί για δημόσια παιδεία προβάλλοντας
ισχυρά επιχειρήματα, κάτι που προϋπέθετε μεγάλες αλλαγές, όπως υγιεινά κτήρια
σχολείων που θα βρίσκονταν έξω από τις πόλεις, σταθερότητα στην πειθαρχική
αγωγή και υψηλή ηθική συμπεριφορά. Ο Helvétius προχωρά περισσότερο και θίγει ένα
θέμα το οποίο δεν είχαν αναφέρει ούτε ο d’Alembert, ούτε ο Diderot : το θέμα του δημόσιου εκπαιδευτικού, ο οποίος είναι
καλύτερα προετοιμασμένος στην προσπάθειά του απ’ ότι ο γονιός. Δεν αισθάνεται
δηλαδή για το μαθητή του ό,τι και ο γονιός, δεν αισθάνεται τη γονική αγάπη και
άρα έχει καλύτερα αποτελέσματα στον μαθητή του. Στο συμπέρασμά του αναφέρει ότι
η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι ταυτόσημη με αυτήν του κράτους, κάτι που
σημαίνει ότι δεν θα γίνει από τη μία ημέρα στην άλλη : «σ’αυτόν τον
δεισιδαίμονα αιώνα οι άρχοντες της Καθολικής εκκλησίας θα παραμείνουν αρκετά
ισχυροί ώστε να εμποδίσουν κάθε χρήσιμη μεταρρύθμιση.» Με το βιβλίο του De l’Homme, το οποίο είναι η πνευματική διαθήκη του Helvétius, γνωρίζουμε τις απογοητευτικές
συνθήκες κάτω από τις οποίες συντάχθηκε.
Ο Helvétius πιστεύει ότι η παιδεία και όχι η
οργάνωση είναι εκείνες που κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στα άτομα. Αυτή η θέση
αποτελεί κοινό σημείο εκκίνησης μεταξύ Helvétius και Diderot αν και ο δεύτερος φιλόσοφος επιμένει
στα όρια της εκπαίδευσης στην οποία επιδρά ο χαρακτήρας κάθε ατόμου. Η μέθοδος
που προτείνει στηρίζεται στα διακριτά ατομικά δεδομένα κάθε μαθητή και
απομακρύνει τη δημιουργία «μέτριων» προσωπικοτήτων. Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι
ίδιοι μεταξύ τους, υπάρχουν οι φυσικές διαφορές, άρα κάθε άνθρωπος είναι ικανός
για κάτι εξ ου οι έννοιες «προσανατολισμός» και «ειδικότητα». Ο κάθε άνθρωπος
διαθέτει τις «φυσικές» ικανότητες και τα «επίκτητα» προσόντα. Αυτή τη διάκριση
την χρησιμοποίησε και ο Claude Lévi Strauss στον 20ο αιώνα, ορίζοντας
και διακρίνοντας το «πολιτισμικό» και το «φυσικό». Το πρώτο είναι ό,τι ο
άνθρωπος πραγματοποίησε με την προσπάθειά του και την εργασία του και το
δεύτερο είναι το «έμφυτο», αυτό για το οποίο δεν έκανε τίποτε. Ορισμένοι
μάλιστα υποστηρίζουν ότι τα αισθήματα όπως η αγάπη, η ζήλια, ο φθόνος κ.λπ. δεν
είναι φυσικά, αλλά προϊόντα της έξης.
Η εκπαίδευση κάνει τα πάντα όπως
ισχυρίζεται ο Helvétius[7] ή το αντίθετο όπως ισχυρίζεται ο Diderot ; Μας δίνει τελικά η εκπαίδευση αυτά
που η φύση μας έχει αρνηθεί ; Σύμφωνα με όσα οι δύο Γάλλοι φιλόσοφοι ορίζουν η
εκπαίδευση βοηθά τον άνθρωπο στην τελείωσή του, συντελεί στη διαμόρφωση του
χαρακτήρα του, όμως δεν του δίνει αυτό που η φύση του έχει αρνηθεί. Το κάθε τι
είναι σχετικό και υπάρχουν όρια. Όρια στην εμπειρία, στην οργάνωση, στην
ιδιοσυγκρασία, στις αισθήσεις, στις κρίσεις. Ο Diderot δεχόταν ότι «κάθε άνθρωπος
χαρακτηρίζεται από την οργάνωσή του, τον χαρακτήρα του και τις φυσικές του
ικανότητες στο να συνδυάζει κατά προτίμηση αυτές τις ιδέες από κάποιες άλλες».
Η διατροφή και η υγιεινή του σώματος
επιδρούν στον χαρακτήρα και στο πνεύμα παράλληλα με το κλίμα που επιδρά στην
ψυχοσύνθεση. Όσο για το ταλέντο αυτό είναι «έμφυτο» κατά τον Diderot, «επίκτητο» κατά τον Helvétius. Και για τους δύο φιλοσόφους, η
διαμόρφωση του χαρακτήρα συντελείται μέσω της εκπαίδευσης. Ο άνθρωπος είναι σαν
τον πηλό που πλάθεται, θέση που ανέφερε
ο γνωστός Γάλλος συγγραφέας του 20ου αι. Antoine de Saint Exupéry στο έργο του Vol de nuit όπου ο άνθρωπος είναι σαν το κερί :
πλάθεται και παίρνει διάφορα σχήματα.
Στις 10 και 11 Σεπτεμβρίου 1791, δύο
χρόνια μετά την έναρξη της γαλλικής επανάστασης του 1789, ο Talleyrand σε ομιλία του στην Συντακτική
Συνέλευση, δικαιώνει τις θέσεις του Diderot : απόρριψη της εκκλησιαστικής παιδείας, δωρεάν βασική
εκπαίδευση για τα παιδιά των μικρών χωριών, αυτονομία στην ηθική διδασκαλία,
δευτεροβάθμια και ανώτατη εκπαίδευση όχι όμως δωρεάν, αλλά με τη δυνατότητα
χορήγησης υποτροφιών. Οι προτάσεις του δεν εφαρμόσθηκαν γιατί τις εισηγήθηκε 4
ημέρες πριν από τη διάλυση της Συνέλευσης.
Ένα ξεχωριστό εκπαιδευτικό πρόγραμμα
εισηγήθηκε στην Εθνοσυνέλευση στις 20 και 21 Απριλίου 1792 ο Condorcet. Οι θέσεις του εκφράζονται στην
σχετική αναφορά του στην Εθνοσυνέλευση Rapport et projet de décret sur l’organisation générale de l’instruction publique καθώς
και σε σχετικό δοκίμιό του. Η εκπαίδευση, γράφει, είναι ο μόνος τρόπος να
αποκτήσει κάθε άνθρωπος τα δικαιώματα που του παρέχει η Επανάσταση. Φυσικά δεν θα παύσει να ισχύει η ανισότητα, αλλά η
πνευματική υπεροχή θα αντικαταστήσει αυτή της περιουσίας. Η ανισότητα των
ταλέντων είναι αποτέλεσμα της φύσεως και όχι της εκπαίδευσης, αυτό δεν σημαίνει
ότι η έλλειψη ταλέντου υποδουλώνει τον άνθρωπο, αντίθετα ενισχύει τον αδύναμο
χωρίς να του επιβάλλει έναν αρχηγό. Ο Condorcet
προτείνει τη δημιουργία νέων ελίτ και την «αύξηση της τάξης αυτής των
ανθρώπων, οι οποίοι με αμεροληψία, ανιδιοτέλεια και εξυπνάδα θα ηγηθούν και θα
οδηγήσουν την κοινή γνώμη»[8].
Από τους μαθητές της εποχής εκείνης το ένα τοις εκατό των παιδιών επωφελήθηκε
αυτού του πλεονεκτήματος. «Είναι σημαντικό να υπάρχει ένας τύπος δημόσιας
εκπαίδευσης, η οποία θα επιτρέπει να αξιοποιείται κάθε ταλέντο και θα παρέχει σε όλους τη
βοήθεια εκείνη που τώρα είναι αποκλειστικό δικαίωμα των πλουσίων».[9]
Όπως οι Voltaire και Diderot έτσι και ο Condorcet φοβάται
τις υπερβολές και τη βία της αναλφάβητης λαϊκής τάξης, η οποία μπορεί πολύ
εύκολα να οδηγηθεί στο φανατισμό. Για τον λόγο αυτό, είναι απαραίτητη η
εκπαίδευσή της για να μη θυσιασθούν «η περιουσία, η ελευθερία και η ασφάλεια
στα καπρίτσια ενός αλλοπρόσαλλου και βλακώδους πλήθους.»[10]
Ο Condorcet είναι ο πρώτος που κάνει διάκριση
ανάμεσα στην «εκπαίδευση» και την «παιδεία», και δέχεται ότι η εκπαίδευση μόνο
ανήκει στη δικαιοδοσία του Κράτους. Παρά τη θέση του όμως αυτή δεν έκρυψε τον
φόβο του μήπως η εκπαίδευση σπιλωθεί από τους πολιτικούς και μήπως το μονοπώλιο
αυτό του κράτους γίνει ότι και η εκπαίδευση που έδινε η Εκκλησία. Γράφει : «η
αποκλειστική επίδραση κάθε δημόσιας αρχής στην εκπαίδευση είναι επικίνδυνη για
την ελευθερία και την πρόοδο της κοινωνικής τάξης. Μία καλή κυβέρνηση … πρέπει
να δημιουργεί πολίτες που είναι όμοιοι με αυτήν. Ο ρόλος της δημόσιας εξουσίας
περιορίζεται στο να ελέγχει και να ρυθμίζει με κανόνες την εκπαίδευση.»
Ο Condorcet προτείνει λοιπόν, ένα δημόσιο
σχολείο σε κάθε χωριό, μεικτά σχολεία, περιορισμό των αρχαίων γλωσσών στο
ωρολόγιο πρόγραμμα με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου αυτές είναι απαραίτητες,
διδασκαλία με βάση τις αρχές του Διαφωτισμού. Είναι μάλιστα ένας από τους
πρώτους που κηρύσσει τη διδασκαλία των τεχνών, η οποία θα βοηθήσει τον λαό να
ανεβάσει το βιοτικό του επίπεδο και έτσι θα προληφθούν οι εξεγέρσεις. Οι
στοχασμοί του αυτοί είναι καταγεγραμμένοι το 1792 στο κείμενο που ήδη
αναφέρθηκε με όλες τις λεπτομέρειες της οργάνωσης μιας δωρεάν εκπαίδευσης σε
όλα τα επίπεδα. Ο σκοπός του είναι ο ίδιος με αυτόν των Διαφωτιστών : «Η
δυνατότητα του καθενός να τελειοποιεί τη δουλειά του, να είναι ικανός να
συμμετάσχει στα κοινωνικά δρώμενα όπου δικαιωματικά έχει κληθεί, να αναπτύσσει
όλο το εύρος των ταλέντων που του χάρισε η φύση και έτσι να δημιουργήσει μεταξύ
των πολιτών την ισότητα και να αναγνωρίζει την πολιτική ισότητα μέσω του νόμου
σαν ένα πραγματικό γεγονός.»[11]
Χωρίς αυτήν την ελεύθερη γενική εκπαίδευση, ο άνθρωπος θα παραμείνει
διαιρεμένος σε δύο τάξεις «των αρχόντων και των σκλάβων».[12]
Γράφει : «Θα έχετε μαθητές, φιλοσόφους, φωτισμένους πολιτικούς, αλλά το σύνολο
του λαού θα κάνει λάθη και μέσα στη λάμψη των φώτων του Διαφωτισμού, θα σας
κυβερνούν οι προκαταλήψεις».[13]
Στρατιωτικοί και πολιτικοί λόγοι
κρατούν μακρυά από την πραγματοποίησή τους τις γενναίες και έξυπνες προτάσεις
των «φιλοσόφων» και των κληρονόμων τους. Πρέπει να έλθει η Τρίτη Γαλλική
Δημοκρατία (1780-1940) και ο Jules Ferry (1879-1885) για να συμπληρώσει, κατά
ένα μέρος, το εκπαιδευτικό και κοινωνικό ιδεώδες το οποίο οι Διαφωτιστές
οραματίσθηκαν για την πατρίδα τους.
Στην
αρχή της μελέτης έγινε αναφορά στο άρθρο
του d’Alembert στην Εγκυκλοπαίδεια και στην αναφορά που έκανε με τον ορισμό του collège στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη. Με αφορμή
το άρθρο του Γάλλου φιλοσόφου, είναι χρήσιμο να γίνει μια μικρή έστω σύγκριση
των θέσεων των δύο Ελλήνων φιλοσόφων Πλάτωνα και Αριστοτέλη και των
κοινών συνισταμένων με τους Γάλλους Διαφωτιστές του 18ου αι. Στους Νόμους και στην Πολιτεία ο Πλάτωνας ορίζει την παιδεία ως την διαπαιδαγώγηση προς
την αρετή, που αρχίζει με την παιδική ηλικία και που αποβλέπει στο να κάνει τον
πολίτη τέλειο, να γνωρίζει να εξουσιάζει και να εξουσιάζεται με δικαιοσύνη. Η
ανατροφή, η διαπαιδαγώγηση, η καλλιέργεια ξεπερνώντας κάθε είδους
ψευδαισθήσεις, αμάθειες και σκοταδισμούς αποτελούν τα σημαντικά εχέγγυα που θα
βοηθήσουν τον άνθρωπο να απομακρυνθεί από τη μεταβλητότητα των αισθήσεων στον
άφθαρτο κόσμο των ιδεών. Η παιδεία που αποβλέπει στον πλούτο ή στην πολιτική
δύναμη ή στην απόκτηση σοφίας χωρίς δικαιοσύνη και φρόνηση, αυτή είναι χυδαία
και ανελεύθερη και δεν αξίζει καθόλου να λέγεται παιδεία (Ν.644 Α).
Ο Πλάτων τονίζει την ισότιμη
παιδαγωγική και πνευματική κατάρτιση των ατόμων, την ύπαρξη δημόσιας εκπαίδευσης,
την κοινή εκπαίδευση για άνδρες και γυναίκες σε όλες τις βαθμίδες, τη
διαμόρφωση ακμαίου πνεύματος και σώματος, την ηθική αναμόρφωση του πολίτη
ενισχύοντας μέσα του τις αρετές της δικαιοσύνης, δηλαδή τη σοφία, την ανδρεία
και τη σωφροσύνη. Τα μαθηματικά κατέχουν σημαντικότατη θέση σε όλο το πλατωνικό
εκπαιδευτικό σύστημα, γιατί εξασφαλίζουν επικυρωμένη γνώση των αιώνιων και
αμετάβλητων όντων και αληθειών. Στα Μαθηματικά συγκαταλέγονται η αριθμητική, η
γεωμετρία, η στερεομετρία, η αστρονομία και η αρμονική. Η Μουσική επίσης, είναι
μάθημα ιδιαίτερης αξίας. Η σύζευξή της με τη γυμναστική θα συμβάλλει στην
υποταγή του σωματικού στοιχείου στο πνευματικό. Το σώμα θα αγγίξει την ψυχή.
Μουσική και γυμναστική θα εναρμονίσουν τη λογική και το πνεύμα γι΄αυτό ο αληθινός
μουσικός είναι εκείνος που καταφέρνει να ενώσει τη γυμναστική και τη μουσική
στις τέλειες αναλογίες της και στη συνέχεια να τις προσφέρει ως μέτρο στην
ψυχή. Ο Πλάτων τονίζει την αξία της εποπτικής διδασκαλίας. Για τον δάσκαλο
πιστεύει ότι πρέπει να τον διακρίνει το ήθος και η επιστημονική κατάρτιση.
Πιστεύει ακόμη ότι ο δάσκαλος διδάσκει περισσότερο με το παράδειγμά του και
λιγότερο με τις συμβουλές και τις υποδείξεις (Νόμοι 729 Β).
Έτσι η εκπαίδευση περιλαμβάνει τρία
στάδια. Το πρώτο καλύπτει την ηλικία των 1-3 ετών. Στόχος της εδώ είναι η
προσαρμογή στο μέτρο, όπου με την καθοδήγηση μιας επόπτριας τα νεαρά άτομα
εξασκούν με ρυθμικές και αυθόρμητες κινήσεις τα μέλη του σώματος. Το δεύτερο
στάδιο αφορά στις ηλικίες 4-6 ετών. Κατ΄αρχήν υπάρχουν οι «νομοφύλακες»,
ελεύθερες γυναίκες που εποπτεύουν τις τροφούς που αναλαμβάνουν τη
διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Έχουν κάθε δικαίωμα για τιμωρία, στα πλαίσια πάντα
του μέτρου και επιτρεπτού. Το τρίτο στάδιο περιλαμβάνει την αγωγή ως την ηλικία
των 10 ετών και διαχωρίζει τα αγόρια και τα κορίτσια όχι όμως ως προς το
περιεχόμενο των μαθημάτων. Μέχρι τώρα η εκπαίδευση είναι μόνο σωματική.
Η εγκύκλια παιδεία αρχίζει από την
ηλικία των 10 και εξής. Από 10-13 τα παιδιά μαθαίνουν ανάγνωση, γραφή, στοιχεία
αριθμητικής, στερεομετρίας και αστρονομίας. Στη συνέχεια μόνο οι καλοί μαθητές
συνεχίζουν και επιπλέον μαθαίνουν λύρα και κιθάρα, μαθηματικά και αστρονομίας.
Αργότερα διδάσκονται φιλοσοφία και λογοτεχνικά κείμενα. Η γυμναστική αποτελεί
αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής εκπαίδευσης τόσο για τη διάπλαση ωραίου
σώματος, όσο και για την ενίσχυση της ψυχής αλλά και την προετοιμασία για
πόλεμο. Η πάλη, τα αγωνίσματα δρόμου, οι δρόμοι ενός και δύο σταδίων, η
ξιφομαχία, το τόξο, το ακόντιο, η σφενδόνη, η ξιφασκία, η στρατοπέδευση και το
αγώνισμα του ίππου καθώς και η διδασκαλία του χορού συγκαταλέγονται στη
γυμναστική των νέων Αθηναίων.
Από την πλευρά του ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά θεωρεί τον άνθρωπο «ζώον
κοινωνικόν» και «φύσει πολιτικόν» γι’αυτό θεωρεί την αγωγή μέρος της πολιτικής.
Η παιδεία θα προσφέρει στον άνθρωπο ό,τι δεν μπορεί να του προσφέρει η φύση :
του παρέχει τις πρακτικές γνώσεις τις απαραίτητες για τις ανάγκες της ζωής. Τον
οδηγεί στην ελευθερία, την καλοσύνη και την αρετή. Καλλιεργεί στην ψυχή του μαθητή την αγάπη προς
το αγαθό και την αρετή, τον βοηθά να
δημιουργήσει καλές έξεις και να γνωρίζει τα καθήκοντά και τα δικαιώματά του
(Πολιτικά 1179 Β) μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Το να ζει κανείς «χάριν της
πολιτείας» σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί δουλεία, αλλά ευδαιμονία τόσο της
πολιτείας όσο και του πολίτη. Χρέος της πολιτείας είναι η δια βίου εκπαίδευση
και διαπαιδαγώγηση των πολιτών περιορίζοντας στο ακέραιο την ατομική
πρωτοβουλία. Εξ άλλου, το άτομο χωρίς την πολιτική κοινωνία είναι άνευ
σημασίας. Γι’ αυτό ο κάθε πολίτης οφείλει να διαπαιδαγωγείται στα πλαίσια μιας
δημοκρατικής πολιτείας, όπου θα ευνοείται η πρόοδος της δημοκρατικής ζωής.
Συνεπώς η αρετή του πολίτη βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από την παιδεία και τους
νόμους (Πολιτικά 1277 Β 13-15). Παρόλο που η εκπαίδευση έχει δημόσιο χαρακτήρα,
ωστόσο το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει να είναι έτσι δομημένο ώστε να
ενισχύει την προδιάθεση και τις φυσικές ιδιότητες του κάθε ατόμου.
Ως προς τη δύναμη της αγωγής ο
Σταγειρίτης φιλόσοφος δέχεται ότι αυτή εξαρτάται από τρείς παράγοντες : τις
κληρονομικές καταβολές – τη φύση του ατόμου, το έθος – την άσκηση και τον λόγο
δηλαδή τη διδασκαλία. Η εκπαίδευση οφείλει να είναι οικογενειακή και δημόσια. Η
οικογενειακή εκπαίδευση αρχίζει από τη γέννηση και διαρκεί μέχρι το 7ο
έτος, οπότε αρχίζει η δημόσια εκπαίδευση. Κατά τη διάρκεια της δημόσιας
εκπαίδευσης η οικογενειακή θα βοηθά και θα συμπληρώνει τη σχολική αγωγή. Η
κοινή εκπαίδευση πρέπει να γίνεται σε δημόσια ιδρύματα. Την όλη φροντίδα θα την
έχει η πολιτεία. Η αγωγή πρέπει να είναι μεν κοινή, αλλά να προσαρμόζεται σε
κάθε περίπτωση προς την αντιληπτική ικανότητα και την ατομικότητα του μαθητή (Ηθικά Νικομάχεια 174).
Της παρεχόμενης από την πολιτεία
εκπαίδευσης προηγείται η εξάσκηση του σώματος, έπεται η καλλιέργεια του άλογου
μέρους της ψυχής, δηλαδή του επιθυμητικού της και ακολουθεί η παίδευση στο
«ορεκτικόν», δηλαδή του νου. Όλη αυτή η εκπαίδευση στοχεύει στο να μάθουν να
κρίνουν σωστά και να χαίρονται με τα ευπρεπή ήθη και τις καλές πράξεις. Τα
βασικά και αναγκαία μαθήματα που πρέπει να διδάσκονται οι νέοι τους βοηθούν να
αποκτήσουν εκείνη τη σωστή αγωγή που ταιριάζει σε ελεύθερους πολίτες,
ευαισθησίες αλλά και εχέγγυα για την κάλυψη πρακτικών, θεωρητικών και
αισθητικών αναγκών τους.
Η εκπαίδευση των παιδιών αρχίζει από
τη γέννησή τους. Έτσι ως την ηλικία των 7 χρόνων υποστηρίζεται η φυσική
κατάσταση των παιδιών με επιλεγμένα κινητικά παιχνίδια, η πνευματική με τη
διήγηση παραμυθιών από παιδονόμους και την παροχή ερεθισμάτων τέτοιων που θα
διεγείρουν το νου τους. Ο,τιδήποτε δίνεται στα παιδιά πρέπει να είναι
απαλλαγμένο από καθετί επιβλαβές για την ηθικότητά τους. Η επιβολή τιμωρίας και
ποινών ενδείκνυνται για το σωφρονισμό τους. Πάντα όμως προηγείται ο διάλογος
και η νουθεσία έναντι της βίας. Πλήρης ελευθερία για συμμετοχή σε διάφορα
συμπόσια δίδεται μόνο όταν ο άνθρωπος έχει πλήρως παιδευτεί κι έτσι έχει την
ωριμότητα για αυτοπροστασία. Συγκεκριμένα από το 7ο έτος της ηλικίας
γίνεται μια πρώτη επαφή των μαθητών με μαθήματα που θα διδαχθούν αργότερα.
Στην ηλικία των 7-14 ετών παρέχεται
μια πιο θεωρητική μόρφωση. Γράμματα, γυμναστική, μουσική και γραφική καλύπτουν
το σχολικό πρόγραμμα σπουδών. Στην όλη παιδευτική διαδικασία, που δεν είναι
κάτι στατικό και μονοσήμαντο, ο παιδαγωγός παιδεύει αλλά και παιδεύεται, δεν
αποτελεί αυθεντία ενώ ο μαθητής πάντα ωφελείται από τον σωστό παιδαγωγό.
Οι παιδαγωγοί είναι παιδοτρίβες και
γυμναστές, δάσκαλοι και παιδονόμοι. Οι πρώτοι ασχολούνται με τη σωστή άθληση
των μαθητών τους, κάποτε μάλιστα τους αναλαμβάνουν και για πρωταθλητισμό με το κατάλληλο
πρόγραμμα σπουδών. Οι δεύτεροι αρχικά για την επιλογή των κατάλληλων προτύπων
συμπεριφοράς, την προστασία των νέων από κακόβουλες παρέες, π.χ. δούλων ως
αρνητικά πρότυπα μίμησης για τη διαμόρφωση ενός υψηλού βαθμού παιδαγωγίας, αλλά
και για την επίβλεψη των σωματικών και στρατιωτικών ασκήσεων των εφήβων.
Εξάλλου, η αγωγή των πρώτων χρόνων της ζωής είναι καθοριστικής σημασίας για τη
μελλοντική τους συμπεριφορά.
Ειδικά στην εποχή του Αριστοτέλη ο
θεσμός της ιδιωτικής εκπαίδευσης ήταν πολύ διαδεδομένος. Παιδιά εύπορων
οικογενειών τύγχαναν διδασκαλίας κατ’ οίκον, όμως η στάση τους απέναντι στους
δασκάλους τους διακρίνονταν από έλλειψη σεβασμού και αυθάδεια. Γι’ αυτό ο
Αριστοτέλης ήταν θερμός οπαδός της δημόσιας εκπαίδευσης, όπου η πολιτεία θα
παρείχε σε όλους ανεξαίρετα την ίδια ποιότητα γνώσης, θα καλλιεργούσε την αρετή
και θα συνέβαλε στην πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξή της. Ως προς τα
σχολεία, υπήρχαν κάποιες σχολές με αξιόλογους δασκάλους αλλά και πνευματικά
κέντρα, όπου σπούδαζαν νέοι από άλλες ελληνικές πόλεις.
Η γενική μόρφωση ή αλλιώς εγκύκλια
μαθήματα περιλαμβάνουν τη διδασκαλία των γραμμάτων, της γυμναστικής, της
μουσικής και της ιχνογραφίας. Όλα τα μαθήματα πρέπει να συμβάλουν στην κάθε
μορφής υγεία των ατόμων και να είναι σύμφωνα με τη φυσιολογική ανάπτυξή τους.
Γενικά η αριστοτελική εκπαίδευση
τονίζει την ηθική άσκηση, την ενεργητική και ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών
σε πράξεις θάρρους, δικαιοσύνης, εγκράτειας, καλλιεργεί την αγάπη για το αγαθό
και την αποφυγή κάθε κακού, μεριμνά για την κοινή, δημόσια και χωρίς διακρίσεις
παιδεία όλων των πολιτών ανακαλύπτοντας πάντα τις φυσικές κλίσεις του καθενός
χωριστά, ασκώντας τις αρετές τους και καλλιεργώντας εσωτερικές τους δυνάμεις
όπως τη φαντασία, τη μνήμη, τη θέληση και σκέψη, φρόνηση και ευδαιμονία. Γιατί
πράγματι, στόχος της αριστοτελικής φιλοσοφίας είναι το «ευ ζην», δηλαδή η
πολιτική ωρίμανση των πολιτών, η ηθική και πνευματική τελείωσή τους μέσα στο
πλαίσιο της πολιτείας που εξασφαλίζει τις απαραίτητες συνθήκες για να
αναζητήσει ο άνθρωπος-πολίτης τον δρόμο προς την ευδαιμονία, τον δρόμο που
αποτελεί την πεμπτουσία όλων των αρετών.
Είναι φανερό ότι η αρχαία ελληνική
σκέψη επηρέασε την σκέψη των Γάλλων διαφωτιστών, όσο κι αν οι τελευταίοι δεν
θέλησαν να το παραδεχθούν. Με την παράθεση των αποσπασμάτων από τον Πλάτωνα και
τον Αριστοτέλη είναι φανερά τα κοινά σημεία – η ηλικία των μαθητών, ο ρόλος της
άσκησης, τα διδασκόμενα μαθήματα, η μουσική τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην παιδεία
που θεωρούνται από όλους σημαντικά μέσα στο διάβα των αιώνων. Όλοι όσοι προαναφέρθηκαν φιλόσοφοι και
συγγραφείς συμφωνούν ότι η εκπαίδευση παρέχει στον άνθρωπο τις απαραίτητες
γνώσεις για τις ανάγκες της ζωής, είναι υποχρεωτική και συντελεί στη διαμόρφωση
ακμαίου πνεύματος και σώματος, αναμορφώνει ηθικά τον πολίτη και ενισχύει τη
σοφία, την ανδρεία και τη δικαιοσύνη, άρα σωστών πολιτών. Η διδασκαλία της
γλώσσας, των μαθηματικών, της μουσικής, της γυμναστικής, της ρητορικής τόσο
στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια εκπαίδευση είναι μέρος των υποχρεωτικών
μαθημάτων της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και συνθέτουν τον
κορμό της διδακτικής των νέων τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στον 18ο
αι. του Διαφωτισμού.
Από την πλευρά τους οι Γάλλοι
φιλόσοφοι και συγγραφείς του 18ου αιώνα συμφωνούν στην απαραίτητη
αναθεώρηση του εκπαιδευτικού συστήματος και όσο κι αν τα λόγια τους και τα
προτεινόμενα προγράμματά τους είναι εύγλωτα και προφητικά παραμένουν χωρίς
απάντηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε πρόοδος, δεν υπήρξε η χειραφέτηση
του ανθρώπου κατά την περίοδο του Διαφωτισμού. Δεν υπήρξε η αναζήτηση της
ευτυχίας του ατόμου μέσα στο κοινωνικό σύνολο εφόσον σύμφωνα με τον Καντ ο
Διαφωτισμός έδωσε την εμπιστοσύνη στον λόγο μέσω του οποίου ο άνθρωπος μπορεί
να κατακτήσει τη γνώση, την κριτική της θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας,
την πρόσκληση να σκέφτεται και να κρίνει μόνος του και την αισιοδοξία για την
παράλληλη πρόοδο της γνώσης, της ευτυχίας και της αρετής. Υπήρξαν οι ιδέες, οι
κοινές αξίες όλων των φιλοσόφων από την αρχαιότητα μέχρι τις ημέρες μας και οι
προσπάθειες εφαρμογής τους μέσα στην κοινωνία για το καλό του συνόλου με στόχο
την πρόοδο, την ευτυχία και την ευημερία του πολίτη.
[1] Daniel Mornet, Les origines intellectuelles de la Révolution française (1715-1787), p. 63.
[2] Diderot, d’Alembert, Encyclopédie ou Dictionnaire raisonné des
sciences, des arts et des métiers, Tome troisième, à Paris chez Briasson,
David, Le Breton, Durand, p.635
[3]
Γράφει σχετικά : «… Οι ξένες γλώσσες έχουν ένα μεγάλο αριθμό καλών συγγραφέων,
όπως τα αγγλικά και τα ιταλικά και ίσως τα γερμανικά και τα ισπανικά πρέπει να
μπουν στην εκπαίδευση των Collèges… Η Ιστορία που φαίνεται ανώφελη
στους ενήλικες, είναι πολύ χρήσιμη στα παιδιά με τα παραδείγματα που
παρουσιάζει και με τα ζωντανά μαθήματα αρετής που τους δίνει σε ηλικία που δεν
έχουν ακόμη σχηματίσει ούτε καλές ούτε κακές αρχές. Δεν πρέπει να την μαθαίνουν
οι τριαντάρηδες, εκτός κι αν πρόκειται για απλή περιέργεια, γιατί στα 30 το
πνεύμα και η καρδιά είναι αυτό που θα μείνουν σε όλη τη ζωή…»
[4] Ibid, p. 637.
[5] Ibid., p. 637
[7]« L’éducation peut
tout ! » ; Helvétius, De
l’Homme, Vol.II,p.413.
[8] Condorcet, Rapport et projet de décret sur l’organisation générale de
l’instruction publique, pp. 36-37.
[9] Ibid, pp. 15-16.
[10] Ibid, p. 35.
[11] Ibid, pp. 407-8.
[12] Ibid., p. 417.
[13] Ibid., p. 482.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου