Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΗ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ



          Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε εκμυστηρευθεί επιγραμματικά : «Με τους κλασσικούς αγάπησα το φως, με τους ρωμαντικούς τη νύχτα … Δεν υπάρχει τίποτα που ν’αγαπήθηκε πολύ και να μην τ’ αγάπησα κ’εγώ…»[1]  Γενικά η Δύση υπήρξε ο βιότοπος του πνεύματός του με επίκεντρο τη γερμανική κουλτούρα.

Ο Hölderlin θεωρείται ένας από τους μεγάλους λυρικούς ποιητές της γερμανικής ρομαντικής περιόδου. Είναι ο ποιητής που σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, συμβολίζει «την ουσία της ποιήσεως» και σύμφωνα με τον Stefan Zweig, ο ποιητής που οι στίχοι του άλλοτε πορφυρίζουν από την λάμψη της αισιοδοξίας και άλλοτε σκοτεινιάζουν από τη σκιά της μελαγχολίας. Στο μυθιστορηματικό έργο του Υπερίων ο ομώνυμος ήρωάς του εμποτισμένος από τις ιδέες της κλασσικής Ελλάδος, κατεβαίνει από τη Γερμανία στην Ελλάδα για να πολεμήσει για την απελευθέρωσή της. Πιστεύει στο μεγαλείο της χώρας και στη μεγάλη παρακαταθήκη που άφησε σε όλους τους λαούς της γης. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος παίρνει τον Υπερίωνα και τον τοποθετεί στην Ελλάδα του 20ου αιώνα, με το ερώτημα πώς θα αντιδρούσε εμπρός στη σύγχρονη πνευματική και ποιητική δημιουργία του ελληνισμού.
Στο  έργο του Έλληνα πολιτικού, εξαίρετου λογοτέχνη και πνευματικού ανθρώπου Ποίηση και αλήθεια στη νεοελληνική ζωή ο Υπερίων ξαναγυρίζει στην «αγαπημένη γη της πατρίδας του» για να δει αυτή τη φορά, τη σύγχρονη Ελλάδα, τους σύγχρονους Έλληνες στην πνευματική και ηθική τους πραγματικότητα. Ο ήρωας του μεγάλου Γερμανού ποιητή γίνεται κοινωνός της πνευματικής Ελλάδας και κάνει ενδιαφέρουσες συγκρίσεις με την αρχαία, αυτήν που οι ξένοι θέλουν περισσότερο να ξέρουν. Βρίσκει τις ανομοιότητες που έχει δημιουργήσει ο σύγχρονος κοινωνικός χαρακτήρας των λαών όπου το άτομο που κυριαρχούσε στην αρχαία εποχή, έχει χωνευτεί από τη συλλογική προσπάθεια για ζωή και πρόοδο.
            Το μελέτημα αυτό αποτέλεσε αρχικά διάλεξη στην αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου του Marburg στη Δυτική Γερμανία με τον γερμανικό τίτλο Hyperion und der neugriechische Geist, τον Ιανουάριο του 1959, στο πλαίσιο της «Ελληνικής εβδομάδας». Στη συνέχεια μεταφράστηκε από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και δημοσιεύθηκε στη Νέα Εστία, το 1959, με τον τίτλο Ποίηση και αλήθεια στη νεοελληνική ζωή, κυκλοφόρησε μάλιστα και ως Ανάτυπο από το περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, με αριθμό σελίδων 51.  Το 1989,  αφού εμπλουτίσθηκε με πολλά νέα στοιχεία εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ στη σειρά 20ος αιώνας 1950-1999, με αριθ. σελ. 83. Το έργο περιλαμβάνεται στον τρίτο τόμο των Δοκιμίων του συγγραφέα που εκδόθηκαν από την  Το φιλολογικό αυτό δοκίμιο αγκαλιάζει ολόκληρη τη νεοελληνική πνευματική δημιουργία από την Ανεξαρτησία και μετά και με εύστοχους χαρακτηρισμούς μιλά για τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της ελληνικής πνευματικής ζωής.[2] Αποτελεί ένα λαμπρό λογοτεχνικό έργο εξαιρετικά καλογραμμένο και διαρθρωμένο και με οξύτατες κριτικές παρατηρήσεις.
            Τι θα έγραφε, λοιπόν, ο Υπερίων στον φίλο του Μπελλαρμίν για τους ανθρώπους που θα συναντούσε και που θα μπορούσε να συναναστραφεί ; Ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις του, τι θα αποδεχόταν και τι όχι μετά την αναχώρησή του από την Ελλάδα για την επιστροφή του στη Γερμανία; Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος δίνει από την αρχή μια απάντηση. Γράφει : «ό,τι κάνει την (υπόθεση) νάναι δραματικά τολμηρή, είναι η βεβαιότητά μου ότι ο Υπερίων, μολονότι έχουν περάσει δυό αιώνες αφότου έφυγε από την πατρίδα του, θάταν και σήμερα ο ίδιος, θάταν σε όλα ο ίδιος, αμετάβλητος. Ο Υπερίων θάταν και σήμερα ο τρυφερότερος φίλος αλλά και ο πιο φοβερός κριτής. Όπως ο αγαπημένος του Αλαμπάντα, θάταν κι αυτός όταν θα μιλούσε για τις αμαρτίες της εποχής μας, ένας «πύρινα αυστηρός φοβερός κατήγορος».»[3] Έτσι ξεκινά το ταξίδι.
            Ο Υπερίων- Hölderlin αναζητά τον απόλυτο Έλληνα, αναζητά την απόλυτη ανθρώπινη ομορφιά, όμως αυτή, γράφει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, «πώς μπορεί, με το απόλυτο αυτό μέτρο, να κριθεί ο σημερινός Έλλην, να κριθεί ο σημερινός άνθρωπος ; Δεν ξέρω καν, αν θα μπορούσε και ο καλύτερος ακόμα αρχαίος Αθηναίος να σταθεί μπροστά στο μέτρο τούτο που δεν είναι μονάχα κλασσικό, αλλά που το ανυψώνει στην αόρατη κορυφή του Αδύνατου η ρομαντική νοσταλγία του Γερμανού Hölderlin[4]
            Στην σύγχρονη Ελλάδα ο Υπερίων, γράφει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος «θα διαπίστωνε ό,τι ακριβώς θα διαπίστωνε και σ’οποιαδήποτε  άλλη χώρα του κόσμου, σ’άλλη περισσότερο και σ’άλλη λιγώτερο. Όσο, μάλιστα, προχωρεί η Δημοκρατία προς το κοινωνικό ιδεώδες της, προς τη Δικαιοσύνη, τόσο περισσότερο γίνεται Δημοκρατία των ανώνυμων ομάδων και παραμελεί την προσωπικότητα, τον ποιητή, τον φιλόσοφο, τον αληθινό άνθρωπο. Αυτό ακριβώς απαιτεί η πρόοδος. Ο ποιητής, ο φιλόσοφος, ο αληθινός άνθρωπος πρέπει να μάθει να ζει εις πείσμα της προόδου, εις πείσμα του κράτους και της ιστορίας. Η αποστολή αυτή του αληθινού ανθρώπου ή θα τον τσακίσει ή θα τον κάνει ακόμα πιο αληθινόν απ’ ό,τι ήταν άλλοτε, απ’ό,τι ήταν και σ’αυτό το κλασσικό άστυ της Παλλάδος…»[5] Οι άνθρωποι του πνεύματος εξακολουθούν να υπάρχουν και το ελληνικό πνεύμα συνεχίζει την πορεία του στον χρόνο. Ο Μέγας Αλέξανδρος, η Ρώμη, ο Χριστιανισμός, το Βυζάντιο, ο 15ος αιώνας στον Μυστρά με τον Πλήθωνα, ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος, η περίοδος της Τουρκοκρατίας ξεδιπλώνονται στις πρώτες σελίδες του έργου με το πνεύμα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου να ακτινοβολεί πίσω από τις λέξεις.
            Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος μιλά σφαιρικά για την πνευματική κίνηση στη σύγχρονη Ελλάδα. Μιλά για τους σημαντικότερους νεοέλληνες συγγραφείς, ποιητές και πεζογράφους, για τη νεοελληνική φιλοσοφία και κριτική, για τα πρόσωπα των λογοτεχνών μας και για τα βιβλία τους. Η  προσωπικότητα, η γνώση και η κριτική διάθεση του συγγραφέα χαρίζουν στον αναγνώστη την απόλαυση της μελέτης. Ο Ρήγας, ο Κοραής, ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Παλαμάς, ο Καβάφης και ένα σωρό άλλοι του νεοελληνικού πνεύματος και της λογοτεχνίας έως τις ημέρες μας, παρελαύνουν μέσα από τις σελίδες αυτού του λαμπρού δοκιμίου.
 Η νεοελληνική «παιδεία» άργησε να αποκτήσει μια πνευματικότητα βάθους και προσωπικότητες ατομικού δημιουργικού Λόγου. Τον 19ο αιώνα οι Έλληνες λόγιοι είναι έξοχα εγκυκλοπαιδικά πνεύματα από τον Αδαμάντιο Κοραή, τον ΄Αγγελο Βλάχο, τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, τον Παύλο Καλλιγά, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Χαρίλαο Τρικούπη. Γράφουν κείμενα νομικά, ιστορικά ή φιλολογικά όχι όμως φιλοσοφικά. Η ποίηση απλά παρίσταται στην αναγέννησή του ελληνικού πνεύματος μέχρι το τέλος περίπου του αιώνα, οπότε και εμφανίζεται ο ποιητικός λόγος του Κωστή Παλαμά. Γράφει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος : «… Κωστής Παλαμάς, Κωνσταντίνος Καβάφης, Άγγελος Σικελιανός και Νίκος Καζαντζάκης είναι τα τέσσερα ποιητικά πνεύματα που κυριαρχούν στην Ελλάδα, στον εικοστόν αιώνα. Όταν λέω «κυριαρχούν», αυτό δε σημαίνει διόλου ότι τους ξέρει ο λαός, ότι κυριαρχούν στην ψυχή του λαού ή ότι τους έχουν διαβάσει οι περισσότεροι, έστω, άνθρωποι που ασχολούνται με το εμπόριο, με τη βιομηχανία, με τις θετικές επιστήμες ή με την πολιτική. Πόσοι Γάλλοι έχουν διαβάσει τον Πωλ Βαλερύ ; Πόσοι Γερμανοί τον  Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε ή τον Στέφαν Γκεόρκε ; Πόσοι ΄Αγγλοι ή Αμερικανοί τον Τ.Σ. Έλιοτ ;
Και συνεχίζει : «Οι εποχές έχουν αλλάξει. Μάταια θ’αναζητούσε ο Υπερίων στα ποδοσφαιρικά γήπεδα έναν Πίνδαρο που θα του απαιτούσε ο λαός ή έστω θα του επέτρεπε να ψάλει τα επινίκια. Η κυριαρχία των ποιητών δεν εκδηλώνεται πια στη δημόσια αγορά και στα στάδια. Οι ποιητές, στις μέρες μας, είναι βασιλιάδες σ’ ένα βασίλειο χωρίς λαό. Είναι άρχοντες της μοναξιάς, και αν τύχει, για μια στιγμή, να κυριαρχήσουν σ’ ευρύτερους κύκλους, το φαινόμενο είναι απατηλό. Αυτοί οι ευρύτεροι κύκλοι χρησιμοποιούν παροδικά τον ποιητή, χωρίς να τον έχουν καν διαβάσει, ως όργανο ή σύμβολο αλλότριων πραγμάτων.
Αν λοιπόν, τους τέσσερες που ονόμασα τους λέω «κυριαρχικές» μορφές, τους λέω έτσι στην περιορισμένη έννοια που έχει ο όρος αυτός στην εποχή μας. Ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης επηρέασαν, περισσότερο από κάθε άλλον, εκείνους ειδικά τους ΄Ελληνες που, εις πείσμα της σημερινής κοινωνίας, μένουν πιστοί στην αλήθεια (ή στην πλάνη) ότι την ποίηση δεν την αχρήστευσε η πρόοδος. Και δεν είναι λίγοι οι τέτοιοι άνθρωποι, μόνο που ο καθένας τους ζει – όπως και ο ίδιος ο ποιητής – σε κάποια μικρή ή μεγάλη μοναξιά.»[6]
Με εύστοχους χαρακτηρισμούς ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος προσδιορίζει τις διαφορές της ποιητικής του Παλαμά από εκείνην του Σολωμού : ο τελευταίος ανακάλυψε την ποιητική δυνατότητα της νεώτερης Ελλάδος, ενώ ο πρώτος διέθετε «το προδρομικό υπόδειγμα πλαισίου και τη σοβαρά άνετη δημιουργικότητα, ώστε να φθάσει στη σύνθεση και γενικά στην «τελείωση που επιθυμούσε».[7] Ο Καβάφης «ποιητής της ελληνιστικής παρακμής» θυμάται και το «ένδοξο παρελθόν» «μ’ένα πικρό χαμόγελο» ενδεικτικό της διαπίστωση της ύπαρξης μιας νέας ακμής.
Ο ΄Αγγελος Σικελιανός και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος συνδέονταν με στενή προσωπική φιλία από το 1924. Ο έλληνας πολιτικός χαρακτηρίζει τον ποιητή «ένθεο». Η μεγαλοφροσύνη του είναι ταυτόσημη με την πνευματική μεγαλοφροσύνη του Νίκου Καζαντζάκη. Και οι δύο «αγκάλιασαν με την ελληνική ματιά τους Ανατολή και Δύση και δε φοβήθηκαν ότι θα έχανε έτσι η Ελλάδα την ταυτότητά της.»[8]
Η νεοελληνική γλώσσα αναδείχθηκε μέσα από την ποίηση του Παλαμά και παρά το γεγονός ότι ο Υπερίων θα τον εύρισκε να απέχει πολύ από το κλασσικό μέτρο, η γλώσσα της ποίησής του αντικατοπτρίζει όλες τις στιγμές της ελληνικής ζωής, καλές και άσχημες. Από την πλευρά του η ποίηση του Καβάφη είναι όλη η αλήθεια της ελληνιστικής παρακμής. Η ποίηση του Σικελιανού αποδεικνύει ότι ο Ελληνικός λόγος αναγεννά τη δελφική αλήθεια ενώ ο αφηγηματικός, λυρικός, δραματικός και πολιτικός λόγος του Νίκου Καζαντζάκη διατηρεί την ζωηρότητα και αμεσότητά του. Άλλωστε ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης σημειώνει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, «είναι οι μόνοι σχεδόν στον κόσμο που αφιέρωσαν στην εποχή μας ένα ουσιαστικό τμήμα της ποιητικής τους δημιουργίας στην τραγωδία» η οποία έχει μεν το παρελθόν ως βοηθητική πηγή, αλλά κατέχεται από το νόημα του παρόντος και του μέλλοντος. Από την πλευρά του Παπαδιαμάντη η γλώσσα που κυριαρχεί είναι ο γλωσσικός τύπος της καθαρεύουσας, υφολογικά όμως είναι η γλώσσα του λαού. Ενσωμάτωσε στο έργο του κοινωνικές καταστάσεις, πολιτισμικά δεδομένα και ψυχολογικές ιδιότητες του νεοελληνικού βίου.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος κλείνει την αναφορά του στους λογοτέχνες του 19ου αιώνα αναφερόμενος στο έργο του αφηγηματικού ποιητή Ανδρέα Καραντώνη, ο οποίος «έδωσε στη γλώσσα του λαού, στη δημοτική, την οριστική νίκη»[9], στον Απόστολο Σαχίνη, τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, τον Κώστα Χατζόπουλο, τον Γρηγόριο Ξενόπουλο και τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο.
Η ποίηση και η πεζογραφία του 20ου αιώνα με τους εκπροσώπους τους ακολουθούν. Ποιητές, διηγηματογράφοι, μυθιστοριογράφοι πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο με κορυφαίους τον Γρηγόριο Ξενόπουλο και τον Διονύσιο Κόκκινο βρίσκονται δίπλα στον κατ’εξοχήν θεατρικό συγγραφέα Σπύρο Μελά. Η περίοδος ανάμεσα στους δύο πολέμους σηματοδοτεί μεγάλες πνευματικές αλλαγές τόσο στις άλλες χώρες, όσο και στην Ελλάδα. Ξένοι συγγραφείς Γερμανοί, Γάλλοι, Άγγλοι, Ρώσοι και Σκανδιναβοί εισβάλλουν και αποτελούν για τους Έλληνες λογοτέχνες πνευματικά πρότυπα. Πηγή έμπνευσης και δημιουργίας το παρόν και η αγωνία για το μέλλον. Στα μυθιστορήματά τους ο Στρατής Μυριβήλης  και ο Ηλίας Βενέζης με έχουν θέμα τους τον πόλεμο και τον θάνατο, αλλά πίσω κυριαρχεί ο άνθρωπος και η αγάπη. Ο Ηλίας Βενέζης ειδικά, είναι ο ποιητής της νοσταλγίας του χαμένου Παραδείσου της Ανατολής. Γίνεται αναφορά από τον Έλληνα πολιτικό και διανοούμενο στους Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο, Πέτρο Χάρη, Γιώργο Θεοτοκά,  Άγγελο Τερζάκη, Πετσάλη Διομήδη. Τα μυθιστορήματα που γράφηκαν στις τελευταίες δεκαετίες προσδιορίζονται από το βαρύ παρόν και από το ακόμη βαρύτερο μέλλον.
Ακολουθεί ο κύκλος των ονομαστών μυθιστοριογράφων της γενιάς του 30 με τους κυριότερους εκπροσώπους του Τάσο Αθανασιάδη και Παντελή Πρεβελάκη και ο κύκλος των πεζογράφων με κορυφαίους τους : Φώτη Κόντογλου, Κωστή Μπαστιά, Μαρία Περ.Ράλλη,   Γαλάτεια Σαράντη,  ΄Αγγελο Βλάχο, Μενέλαο Λουντέμη, Πέτρο Γλέζο.
Οι γυναίκες έχουν την τιμητική θέση τους στο πάνελ. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος σημειώνει την προσφορά τους και μνημονεύει την Πηνελόπη Δέλτα, την Αγγελική Χατζημιχάλη, την Αθηνά Ταρσούλη, την Τατιάνα Σταύρου, την Λιλίκα Νάκου και την Κατίνα Παπά. Από τους ποιητές της γενιάς του 30 δεν παραλείπονται οι Σεφέρης και Ελύτης οι οποίοι αφομοίωσαν ως ένα βαθμό στοιχεία των εκκεντρικών κινημάτων ανοίγοντας καινούριους δρόμους. Η ικανότητά τους να συλλάβουν και να ικανοποιήσουν τα θεμελιώδη αιτήματα της νεωτερικής ποιητικής και η ωριμότητά τους, τους επέτρεψε να αποφύγουν ακραίες μορφές και να διασώσουν την ποίηση παράγοντάς την. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος γράφει σχετικά : «Η ουσία του ποιητικού πνεύματος του Σεφέρη και του Ελύτη είναι γνήσια ελληνική και καθορίζεται από τη γη και τον ουρανό της Ελλάδος. Έχω το αίσθημα ότι ο Υπερίων θ’ανακάλυπτε την Ελλάδα στα έργα των δύο αυτών ποιητών.»[10] Δίπλα στους προαναφερθέντες ποιητές επάξια τοποθετούνται αυτοί που έχουν στίχο ακόμα λιγότερο επαναστατικό κι από τον Ελύτη. Αναφέρονται μεταξύ άλλων οι  Γιώργος Αθάνας,  Τάκης Παπατζώνης, η Μελισάνθη, η Ζωή Καρέλλη, η Διαλεχτή Ζευγώλη, η Ελένη Βακαλό, η Ισιδώρα Καμαρινέα. Όλοι αυτοί «προσπάθησαν να διασώσουν το Αιώνιο στην καθαρή ποίηση.» Μνημονεύει ακόμη ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος τους ποιητές Λευτέρη Αλεξίου, Γιάννη Ρίτσο,  Νικηφόρο Βρεττάκο,  Μιχαήλ Στασινόπουλο,  Τάκη Σινόπουλο και  Μηνά Δημάκη. Όλοι τους «αποτολμούν πρωτότυπα βήματα με μια ξεκάθαρη ποιητική αυτοσυνείδηση»[11], ενώ ο Νέστορας Μάτσας που τοποθετείται από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο στη σφαίρα των ποιητών χρησιμοποίησε όπως γράφει, «θέματα μεγάλου μυθικού συμβολισμού για να πλάσει τα θεατρικά του έργα.»[12] Στις σύντομες αναφορές του, ενδεικτικές της ωριμότητας της σκέψης του στο κείμενο της διάλεξής του το 1959 ο συγγραφέας τοποθετείται για τους ποιητές της γενιάς του ’30.
Και η φιλοσοφία ; Γράφει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος : «Στη χώρα που γέννησε τη φιλοσοφία, το φιλοσοφείν στη γνήσια και αυτόνομη σημασία του όρου ήταν σ’ολόκληρο τον ΙΘ΄αιώνα σχεδόν άγνωστο. Στις αρχές του Κ΄, δίδαξαν φιλοσοφία ως πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι μερικοί άριστοι γνώστες των φιλοσοφικών θεωριών και συστημάτων όπως ο Θεόφιλος Βορέας, ο Χρήστος Ανδρούτσος, ο Κωνσταντίνος Λογοθέτης… Ωστόσο, οι ευσυνείδητοι αυτοί διδάσκαλοι, αν και ήταν άριστοι γνώστες της φιλοσοφίας, δεν κατάφεραν να ξυπνήσουν στο πνεύμα των νέων τον γνήσιο φιλοσοφικό λογισμό.»[13]
Η έκδοση του περιοδικού «Αρχείο Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών» είχε ως σκοπό να δημιουργηθεί μια ζωντανή φιλοσοφική κίνηση που θα αντιστεκόταν στην υλιστική κοσμοθεωρία και θα επηρέαζε την πανεπιστημιακή νεολαία της εποχής εκείνης.[14] Η ιδέα ανήκε στον Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο και στους Κωνσταντίνο Τσάτσο, Θεμιστοκλή Τσάτσο,  Παναγιώτη Κανελλόπουλο και  Μιχαήλ Τσαμαδό. Το πρώτο τεύχος του εκδόθηκε το 1929. Η έκδοση ήταν τριμηνιαία και διήρκεσε μέχρι το 1940. Μέλη και συνεργάτες του περιοδικού ήταν λαμπροί διανοούμενοι τόσο του εξωτερικού όσο και της Ελλάδος.
Τέλος θα κλείσω με λίγες σκέψεις του Παναγιώτη Κανελλόπουλου από το βιβλίο του Ποίηση και αλήθεια στη νεοελληνική ζωή : «Και ήρθε η ώρα να φθάσω στις τελευταίες μου παρατηρήσεις. Ποια, τάχα κατεύθυνση επικρατεί σήμερα στην Ελληνική πνευματική ζωή, στο μυθιστόρημα ή στην καθαρή ποίηση, στη φιλοσοφία ή στο ελεύθερο δοκίμιο, στο θέατρο ή στην κριτική ;
Ευτυχώς, καμμιά. Καμιά ειδική κατεύθυνση δεν πάει να κλείσει τους αναρίθμητους δρόμους που είναι και πρέπει νάναι ανοιχτοί για το πνεύμα. Το καλύτερο σημείο στη σημερινή πνευματική ζωή της Ελλάδος είναι ακριβώς αυτό. Σ’ άλλες εποχές – στην Αναγέννηση ή στον ΙΗ’ αιώνα ή ακόμα στη ρομαντική περίοδο του ΙΘ΄- η μονομέρεια δεν ήταν μονομέρεια κι έτσι δεν ήταν διόλου βλαβερή. Ήταν, μάλιστα, αναγκαία. Δεν εδέσμευε, αλλά ελευθέρωνε. Σήμερα, αντίθετα, όποια και νάταν η κατεύθυνση που θα κυριαρχούσε στην πνευματική ζωή μιας χώρας, θάταν πιεστική, ανασταλτική, τυραννική. Βρισκόμαστε πέρα κι από το κλασικό και το ρομαντικό πνεύμα, πέρα κι από τον νατουραλισμό και τον συμβολισμό ή τον εξπρεσιονισμό, πέρα κι από την τυπική ιδεοκρατία και τον τυπικό υλισμό, πέρα κι από την ιστοριοκρατία και τον υπαρξισμό. Έχουμε περάσει απ’ όλες αυτές τις εμπειρίες και τις ζούμε μέσα μας είτε ενωμένες, πράγμα σπάνιο που οδηγεί σ’έναν πνευματικό πανθεϊσμό, είτε σαν αντιφάσεις που είναι πολύ συνειδητές. Έχει γίνει μια τέτοια συνειδητοποίηση των πάντων που η επιστροφή σε μιαν οποιαδήποτε από τις στάσεις αυτές του πνεύματος, μια επιστροφή που θα πήγαινε ν’ αποκλείσει όλες τις άλλες, είναι αδύνατη ή, αν θάταν δυνατή, θάταν μια φοβερή τυραννία. Το μέλλον θα δείξει αν μπορεί να επιζήσει το πνεύμα, ως ποίηση και ως μουσική, ακόμα και ως φιλοσοφία, ύστερ’ από την τόση συνειδητοποίηση των πάντων. Πιστεύω ότι μπορεί. Αλλά θα χρειασθούν μεγάλοι, οδυνηροί και ηρωικοί αγώνες της ανθρώπινης ψυχής.»[15]
Και ο Υπερίων ; Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος δέχεται ότι θα ξανάφευγε αμέσως. Θα ξανάφευγε όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από κάθε άλλη χώρα. Γιατί ; Γιατί θα του ήταν δύσκολο να δεχθεί την εξέλιξη της εποχής μας. Το άτομο που κυριαρχούσε στην αρχαία εποχή, έχει πλέον χωνευτεί από τη συλλογική προσπάθεια για ζωή και πρόοδο.
Ο συγγραφέας ως διανοούμενος έχει συνείδηση του όλου πολιτισμικού γίγνεσθαι : του έντεχνου λόγου, των εικαστικών τεχνών, της μουσικής, του φιλοσοφικού στοχασμού, της στάσης γενικά του ανθρώπου απέναντι στον κόσμο. Στο βιβλίο του Ποίηση και Αλήθεια στη νεοελληνική ζωή, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος περιηγείται την πνευματική Ελλάδα, κάνει ενδιαφέρουσες συγκρίσεις και βρίσκει τις ανομοιότητες που  έχει δημιουργήσει ο σύγχρονος κοινωνικός χαρακτήρας των λαών. Η δύναμη του πνεύματος το οποίο υπηρέτησε με συνέπεια σε όλη τη ζωή του, συνένωσε τη γνώση και τον λόγο μέσα στις σελίδες του έργου του αυτού, όπως και στο σύνολο των πολυάριθμων βιβλίων του.
 Ο αναγνώστης του παρακολουθεί την αδιάσπαστη αλυσίδα της ελληνικής λογοτεχνικής δημιουργίας από τον Όμηρο ως τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Η ευρύτητα του στοχασμού του, η επιλογή του θέματος, ο τρόπος γραφής, το βάθος της σκέψης του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, η ελκυστική φιλοσοφική διάθεση δίνουν στο κείμενο χάρη και υψηλής στάθμης παιδεία και το καθιστούν αξιανάγνωστο και πειστικό ακόμη και σήμερα.

                                                                                    Σοφία Μωραΐτη



[1] Τάσου Αθανασιάδη, Ο τεχνίτης του λόγου και η εσωτερική κατατομή του, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Αφιέρωμα στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Χριστούγεννα 1996, σελ.33.
[2] Ε.Ν.Μόσχος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Η γραφίδα του και η ιστορία της, Εταιρεία Φίλων Παν.Κανελλόπουλου, Αθήνα 2008, σελ.50.
[3] Παν.Κανελλόπουλος, Ποίηση και αλήθεια στη νεοελληνική ζωή, σελ.6.
[4] Idem, σελ. 7.
[5] Idem, σελ. 9.
[6] Idem, σελ. 21-22.
[7] Παναγιώτης Δ.Μαστροδημήτρης, Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και η νεοελληνική λογοτεχνία, Ίνδιντος, Αθήνα, 2007, σελ.50.
[8] Καζαντζάκης και Σικελιανός, Δ3, σελ. 389.
[9] Ibid, σελ. 40
[10] Ιdem, σελ. 38
[11] Ιdem, σελ. 42
[12] Ιdem, σελ. 42
[13] Ιdem, σελ. 44-45
[14] Ibid, σελ. 44
[15] Ιdem, σελ. 50-51

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου