Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΔΟΥΛΗ ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΧΡΗΣΤΟ



                   ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΔΟΥΛΗ ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΧΡΗΣΤΟ
                                         ΑΙΤΙΟ, ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 14 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018

Σήμερα έχω την τιμή και την χαρά να παρουσιάσω το δεύτερο βιβλίο του Χρήστου Δούλη με τον τίτλο : Εσύ είσαι Χρήστο; που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Φιλύρα.  Είναι ένα βιβλίο 170 περίπου σελίδων και περιέχει 5 δραματικές ιστορίες. Παραφράζοντας την γνωστή ρήση: «Από Θεού άρξασθαι», θα πω το «Από τίτλου άρξασθαι»!  Μια ερώτηση που απευθύνεται στον Χρήστο, μια ερώτηση που δηλώνει αμφιβολία, υποψία, αναμονή, προσμονή και που τίθεται από κάποιον που έχει πιστέψει σε αυτόν, έχει στηρίξει προσδοκίες και τον θεωρεί δικό του άνθρωπο. Αυτή λοιπόν, η προσωπική ερώτηση του άγνωστου ή της άγνωστης του τίτλου μας εισάγει στον σκληρό κόσμο των διηγημάτων που ακολουθούν.

 Οι ήρωές του βιβλίου απλοί άνθρωποι του χωριού και της καθημερινότητάς του «Εμείς ήμαστε φτωχοί και ζούσαμε  με όσα μας έδινε η γης και τα ζωντανά μας. Έτσι ζούσε όλος ο κόσμος στο νησί» λέει η μάνα της Λαντίας. Η ενασχόλησή τους αυτή με την γη τους κάνει σκληροτράχηλους και βίαιους. Με τη διαφορά ότι η μάνα της Λαντίας ξεχνάει την άλλη πλευρά της κερκυραϊκής κοινωνίας, αυτή της ύπαρξης της αριστοκρατίας και των πλουσίων από την οποία εξαρτώνται, αφού στα χτήματά τους και στα σπίτια τους βρίσκουν το μεροκάματο. Όσο υπάρχει αυτό το μεροκάματο, όλα κυλούν στους φυσιολογικούς τους ρυθμούς. Υπάρχει όμως, και η αντίθετη πλευρά την οποία εκφράζει η Λαντία.  Αυτή της ερωτικής σχέσης που δεν καταλήγει πουθενά, της ερωτικής απογοήτευσης και πίκρας, του θυμού που εξωτερικεύεται στο τέλος της ζωής των πρωταγωνιστών. Η άλλη πλευρά επίσης του πλουτισμού με κάθε πλάγιο μέσον που οδηγεί στην καταστροφή. Και η Λαντία αυτοκαταστρέφεται γιατί δεν μπόρεσε να αλλάξει τα κοινώς παραδεκτά : «…Εγώ όμως, Ερμηνία, ήθελα να αλλάξω τα πράματα. Αλλάζουνε τα πράματα Ερμηνίαααα. Κάθε γενιά έχει τα δικά της».
            Ο  Χρήστος Δούλης δημιουργεί μια μεγάλη θεατρική σκηνή επάνω στην οποία εναλλάσσονται οι ήρωές του. Ίσως να είναι η μεγάλη αγάπη του για το θέατρο ως θέαμα και ως ζωή που μεταφέρεται και στα δύο βιβλία του. Όλοι οι ανθρώπινοι χαρακτήρες περνούν από εκεί. Άνδρες και γυναίκες που αντιστέκονται και πολεμούν ή οπισθοχωρούν ηττημένοι από τις υποχρεώσεις, τα κοινωνικά «πρέπει» ή τον έρωτα. Στο βάθος της σκηνής οι εικόνες της κερκυραϊκής υπαίθρου : Η φύση σημείο αναφοράς και ζωής. Τροφός και τιμωρός. Τα χωράφια στην πεδιάδα του Σκάφωνα, τα χωράφια του άρχοντα Κατσιφόλη, το χτήμα του άρχοντα Δεσπέτου,  οι ελιές, τα αμπέλια, τα ζωντανά. Οι  λόφοι ολόγυρα και πέρα όχι πολύ μακρυά η πόλη. Η πόλη που είναι ο τόπος συναλλαγής : μικροεμπόριο στην λαϊκή, μεροκάματα στα σπίτια, σεξουαλικές επαφές. Μια φαινομενική λύση στα άλυτα και καταστροφικά πολλές φορές προβλήματα των ηρώων του Χρήστου Δούλη. Τα δρώμενα εκτελούνται από άνδρες και γυναίκες που  αντιδρούν ανάλογα με την στιγμή, τα δεδομένα, το χρέος, το πάθος και τις σαρκικές ορέξεις. Ήρωες θύματα και θύτες !
            Ο χρόνος των διηγημάτων του συγγραφέα οι αρχές του 20ου  αιώνα και ο χώρος – το σύμπαν του – η γενέθλια αγαπημένη γη του ένα όμορφο χωριό της Κέρκυρας! Ο συγγραφέας γυρνά πίσω τον χρόνο με μαεστρία και πετυχαίνει να κάνει τον αναγνώστη του όχι έναν απλό κομπάρσο, αλλά συμμέτοχο των δρώμενων των ηρώων του.
 Η φύση ένα με τους ανθρώπους της, σε όλες τις εποχές και οι ήρωές του να γίνονται ένα μαζί της και να πορεύονται. Το πόσο συναισθηματικά δεμένος με την φύση  είναι ο Χρήστος Δούλης είναι πασιφανές. Είναι ένα με αυτήν, ένα μέρος της όπως και οι ήρωές του. Όταν μιλά για την φύση η ματιά του αγγίζει κάθε γωνιά της. Στα αμπέλια του χωριού φαίνεται να παρατηρεί όλα τα στάδια από το ράντισμα των αμπελιών μέχρι την παραγωγή του κρασιού και φαίνεται ακόμα να έχει γευτεί και το κρασί του. Γράφει : « Σαν την μπλε θάλασσα ο τόπος, όταν όλα ήταν ραντισμένα με γαλαζόπετρα… Το χωριό ξακουστό για τα μαυροστάφυλλα και το μπρούσκο του. Πετροκόριθο η ποικιλία των σταφυλιών…». Για όσους δεν ξέρουν, ο Χρήστος ακολουθεί αυτήν την παράδοση και κάθε χρόνο κάνει το  δικό του κρασί.
            Το crescendo αυτής της αγάπης και αυτής της ερωτικής, θα έλεγα, σχέσης με την φύση είναι όταν φθάνει στο σημείο να  την εκμυστηρεύεται : «… θα έπρεπε να ζήσω σε ξένο τόπο, να αφήσω πίσω το μέρος που γεννήθηκα, που περπάτησα, το μέρος που ανήκω. Βαθιά μέσα μου ήξερα πως δεν γινόταν να αγαπήσω άλλον τόπο εκτός από τον δικό μου…». Εκτός από τις εικόνες της κερκυραϊκής υπαίθρου που μας περιγράφει στο βιβλίο του Εσύ είσαι Χρήστο υπάρχει και η περιγραφή της χώρας. «Στενά καλντερίμια, πλακόστρωτα καντούνια, μαγαζάκια φτωχά, στενά γεμάτα πάγκους, τσαγκάρηδες, λατονιέρηδες…».  Και στα δύο πλάνα κυριαρχούν οι εικόνες της απλής ζωής του χωριού και της πόλης με την κίνηση, τον θόρυβο, τους ανθρώπους και τα ζώα.
            Το βλέμμα του περνά και περιγράφει όλα τα  μέρη της καθημερινότητας των ηρώων του: τα σημεία της πρώτης συνάντησης και γνωριμίας των νέων του χωριού  στα χωράφια την ώρα της δουλειάς, στο φόρο, το κέντρο του χωριού «όπου μαζεύονται όλοι να ακούσουν τον Μήτσο τον Ταραμπάρα να παίζει την κιθάρα του και να τραγουδάει για τις λυγερές και τις όμορφες…», στο μικρό και στενόχωρο σπίτι της «Οβριακής».
            Την φύση την κοσμούν τα άτομα που απαρτίζουν την κοινωνία. Είναι και εδώ λεπτομερής η περιγραφή τους ενδυματολογική αυτή την φορά : ντρίλινο παντελόνι με τα μπατζάκια γυρισμένα, πουκάμισο τσαλακωμένο, παπούτσια παλιά για τους άνδρες την ώρα της δουλειάς. Ροκέττα και ποδιές για τις γυναίκες. Κύτταρό της κοινωνίας η οικογένεια. Πρόκειται για την συντηρητική πατριαρχική κοινωνία των ανισοτήτων. Η ζωή της οικογένειας ορίζεται πίσω από την υπακοή στην θέληση του αρχηγού, την τιμή, την υπόληψη και τέλος την υποταγή. Μια μικρή αγέλη που πορεύεται στον χώρο και στον χρόνο. Ένας μικρόκοσμος με τον πατέρα-αφέντη να διαφεντεύει την ζωή και την τύχη των παιδιών του κυρίως όμως των κοριτσιών. Ένας πατέρας που φροντίζει να μην ξεφύγει κανείς από τα κοινώς αποδεκτά, που ορίζει και καθορίζει. Αυτόν τον ρόλο του πατέρα σέβεται και τιμά ο ιερέας του χωριού, που αντιδρά με σύνεση και λογική την τελευταία στιγμή, παρά το γεγονός ότι υπερβαίνει και παραμερίζει τις εντολές της θρησκείας που εκπροσωπεί αλλά και τις αρμοδιότητές του προκειμένου να διατηρήσει τις ισορροπίες και να αποφύγει τα χειρότερα !
            Η μητέρα είναι πάντα παρούσα. Η σιωπηλή παρουσία της δεν σημαίνει ότι δεν διαδραματίζει ένα ρόλο μέσα στην οικογένεια, θα έλεγα εξισορροπητικό δίπλα στον πατέρα μαζί με τα άλλα θηλυκού γένους μέλη της οικογένειας όπως η γιαγιά ή οι θείες. Ξεχωρίζω την προσωπική περιγραφή του Χρήστου Δούλη : «…Εκεί πήγαινα όταν με βαρούσε ο πατέρας μου. Ήθελα να φύγω από το σπίτι μου αφού με είχε βαρέσει. Η μάνα μου του έλεγε: «έλα, άσ’ τονε τώρα, δεν πειράζει», έμπαινε στη μέση. Με κυνηγούσε να με πιάσει και άμα του ξέφευγα, χωνόμουνα κάτω από το διπλό κρεβάτι του και αυτός άρπαζε το πόδι μου που μάλλον εξείχε, με τραβούσε έξω και συνέχιζε. Ο χρόνος μου φαινόταν ατελείωτος, έλεγα θα σταματήσει. Εγώ φώναζα, έκλαιγα, και αφού τελείωνε τη δουλειά του, έβγαινα έξω από το σπίτι και έτρεχα κλαμένος επάνω στο σπίτι που ζούσαν οι θειές μου και η γιαγιά μου. Καμιά φορά με κυνηγούσε και εκεί. Αλλά μπροστά στη μάνα του δεν με βαρούσε. Δεν ήθελα να γυρίσω σπίτι μου μετά το ξύλο. Καμμιά φορά κοιμόμουνα εκεί μαζί τους, από φόβο μη με ξαναχτυπήσει…».
 Όταν δεν υπήρχε ο πατέρας τον ρόλο του τον έπαιζε η μητέρα ή η γιαγιά ή και οι δύο μαζί. Παραθέτω : «…Και τι ήθελες  να κάμω, ορή;» είπε σιγά. «Μια γυναίκα μόνη ήμουνα. Μοναχή μου μεγάλωσα τα παιδιά μου, κανένας δεν με βοήθησε … Ποιος με λυπήθηκε εμένα ; Αυτός ήτανε να φέρει σπίτι μας την Αμάλια. Και είπα του Βλάντη να τηνε πάρει αυτός. Έτσι δεν γίνεται; Έτσι δεν κάνουνε οι νοικοκυρεμένες γυναίκες; Έτσι τα βρήκα, έτσι τα έκαμα. Πώς να τα αλλάξω; Εγώ να αλλάξω τα πράματα; Εγώ να αλλάξω την κοινωνία; Και ποια ήμουνα εγώ; Με τι δύναμη; Με τι μούτρα θα έβγαινα όξω από το σπίτι μου; Αν αντάμωνα τους γονέους της ή την κοπέλα την ίδια, τι θα τους έλεγα; Αφού ήτανε γραφτό να ‘ρθει σπίτι μας…». Η απουσία του πατέρα αύξανε τις υποχρεώσεις των γιων, οι οποίοι συνέχιζαν τον ρόλο του υπακούοντας όμως στις εντολές των κυρίαρχων γυναικών του σπιτιού προκειμένου να γίνει αυτό που η μικρή κοινωνία των χωρικών αποδεχόταν ως πρέπον.
Η κοινωνία αυτή έχει μια δική της ηθική. Τα μέλη της δεν μπαίνουν καν στον κόπο να κατανοήσουν ενέργειες πριν τις καταδικάσουν. Οι γυναίκες κυρίως, έχουν τον κύριο λόγο στο να κατακρίνουν πράξεις που ξεφεύγουν από τα δικά τους όρια, πράξεις διαφορετικές που έκαναν κάποιες άλλες του δικού τους φύλου. Η καταδίκη, όταν μάλιστα πρόκειται για ερωτικές πράξεις έρχεται άμεσα και δεν είναι απλή τιμωρία αλλά η αυστηρότερη η κατακραυγή. Τα ονόματα που ο συγγραφέας επιλέγει για τους ήρωες και ηρωΐδες του – όταν τους δίνει ένα όνομα -  είναι ενδεικτικά των ιστοριών του : Ευτυχία η πρώτη ηρωΐδα με τη διαφορά ότι την ευτυχία της την διακόπτει το φίδι, Γιολάντα, η θυγατέρα του άρχοντα που πέθανε ενωρίς και που πήρε το όνομά της η Γιολάντα – Λαντία, ο Βλάντης του έρωτα, ο Μιχαήλης, ο καλόβολος σύζυγος, η Ερμηνία, η μάνα του Βλάντη, η Μαρούλω, η Μάντε , ο Αργύρης… και ανάμεσά τους ο Χρήστος να περιγράφει, να συμμετέχει. Ήρωες, ηρωΐδες  και κομπάρσοι που μπορούν να σταθούν ισάξια ανάμεσα στα πρόσωπα του νατουραλιστικού μυθιστορήματος του γαλλικού 19ου αιώνα.
Τα περιγραφικά σχεδιάσματα του Χρήστου Δούλη γίνονται με την χρήση του γ’ προσώπου ενικού. Παράλληλα ο συγγραφέας χρησιμοποιεί και το β’ πρόσωπο αυτό της συντροφικότητας, της συμπόρευσης και της φιλίας. Η ιστορία που φέρει τον ίδιο τίτλο με τον τίτλο του βιβλίου Εσύ είσαι Χρήστο; ξεκινά με την χρήση του α’ προσώπου ενδεικτικού της παράθεσης σκέψεων και πράξεων που αγγίζουν το σύνολο των ανθρώπινων όντων και περιγράφουν το συνυπάρχειν και το συμπορεύεσθαι, αφού έχουν ήδη αποδεχθεί το υπάρχειν. Πρόκειται για μια de profundis περιγραφή, αλλά και εξομολόγηση που θίγει ένα καίριο πρόβλημα της κοινωνίας, αυτό του γηροκομείου. Πρόβλημα και λύση που υπήρχε δειλά στην αρχή και τείνει να γίνει μόδα στις ημέρες μας. Σκηνές εγκατάλειψης, μοναξιάς και θανάτου. Οι περιγραφές ρεαλιστικές. Μέσα στα κρύα δωμάτιά του στοιβάζονται άνθρωποι – άνδρες και γυναίκες «με βλέμμα αθώο, μικρού παιδιού και πρόσωπο γερασμένο, ταλαιπωρημένο που όμως κανείς πια από το προσωπικό ή τους επισκέπτες δεν δίνει σημασία … Μόνο τις πρώτες φορές σπαράζει η καρδιά όσων πηγαίνουν εκεί. Μετά συνηθίζουν. Μετά οι λέξεις είναι μόνο ήχοι από φωνήεντα και σύμφωνα που δεν σημαδεύουν πια την καρδιά, αλλά περνούν ξυστά από τα αυτιά και φεύγουν ψηλά στον αέρα…».
Με αυτή την ιστορία του ο συγγραφέας έρχεται αντιμέτωπος με τη στιγμή αυτή του ανθρώπινου βίου που σηματοδοτεί το πέρασμα στην αιωνιότητα, είτε αυτή είναι τα Ηλύσια πεδία, είτε τα Τάρταρα. Θεωρώ ότι η θεματική της ιστορίας αυτής παρέσυρε και τον ίδιο τον συγγραφέα να εξωτερικέψει προσωπικές του σκέψεις και στιγμές. Προσωπικά του βιώματα για τις επιλογές του, για την ζωή του, την οικογένειά του, τον εαυτό του : «Τώρα που μεγάλωσα μα και παλιότερα, παρέα μου τις πιο πολλές φορές, το χειμώνα ιδίως, είναι ο εαυτός μου. Μαζί βλέπουμε τηλεόραση, πάμε στο σούπερ μάρκετ, στα μαγαζιά με τις εκπτώσεις, «όλο ξεχνάς μεσόκοπε», του λέω, καμιά φορά ζούμε με τα αν. Αν είχε γίνει εκείνο, αν το άλλο…». Και λίγο πιο κάτω : «… τη χαρά, η μοναξιά στην προσφέρει ολόκληρη, γίνεται άγρια, είναι όλη δική σου, σε γεμίζει. Όλη δική σου είναι και στον πόνο και στη λύπη. Εκεί όμως γίνεται τσεκούρι, γίνεται μαύρο δίχτυ πάνω από το κεφάλι σου…».
Αυτήν την de profundis εξομολόγηση για την σιωπή, την μοναξιά και τα δώρα της :  την απόλυτη χαρά, τον πόνο και την λύπη και κάπου στο βάθος την μελαγχολία «…Αν σκαλίσεις όμως τη χαρά και πας μέχρι τον πάτο, εκεί θα βρεις μιαν ιδέα μελαγχολίας…» την κάνει ανήμερα τα Χριστούγεννα, όταν επισκέπτεται την θεία του στο γηροκομείο. Η σκέψη του ένα συνεχές πήγαινε-έλα στο παρελθόν και στο παρόν με ηρωΐδα την θεία στα νιάτα της τότε που ήταν γι’ αυτόν το καταφύγιο, την θεία που του χάριζε απλόχερα την αγάπη και την στοργή που του έλειπε από τον πατέρα του. Είναι η ίδια θεία που στα γεράματά της βρίσκεται στο γηροκομείο ανήμπορη έχοντας αποδεχθεί την κατάστασή της «σαν να την νίκησε ο χρόνος. Παραδέχθηκε την ήττα της ή προσαρμόστηκε;» όπως γράφει ο Χρήστος Δούλης. Αναπάντητα ερωτήματα που δεν χρειάζονται απάντηση όταν ο άνθρωπος οδεύει ολοταχώς προς τας αιωνίους μονάς !
Γιατί ξεχωρίζω την ιστορία αυτή ; Γιατί φέρει όπως προείπα, τον ίδιο τίτλο με τον τίτλο του βιβλίου και ανατρέχει  στα συναισθήματα που προανέφερα και γιατί η περιγραφή της ατμόσφαιρας του γηροκομείου είναι η αφορμή μιας εσωτερικής ενδοσκόπησης του συγγραφέα, μιας πρόκλησης της μνήμης και της ανάμνησης, μια εξωτερίκευση του εσωτερικού κόσμου που τις περισσότερες φορές είναι ερμητικά κλειστός. Να είναι η νοσταλγία για τον χρόνο που πέρασε, για την ζωή που δεν νοιώσαμε, για τις στιγμές που χάσαμε και τώρα που τις αναπολούμε τις αγαπάμε ; Να είναι απλά η επιθυμία να μιλήσουμε χρησιμοποιώντας λέξεις που γεμίζουν το μυαλό και το χαρτί; Ό,τι κι αν είναι ο Χρήστος Δούλης επέτυχε με το ύφος της γραφής του να δημιουργήσει ζωντανές εικόνες με εύηχες λέξεις. Επέτυχε  να μας κάνει να ζήσουμε και εμείς τις ιστορίες του, να συμμετάσχουμε σε αυτές, να συγκινηθούμε, να χαμογελάσουμε, να συμφωνήσουμε αλλά και να διαφωνήσουμε. Το γεγονός ότι όταν ο αναγνώστης ξεκινήσει την ανάγνωση του βιβλίου Εσύ είσαι Χρήστο; δεν το αφήνει στη μέση, αλλά το ρουφά μέχρι το τέλος αποδεικνύει περίτρανα την συγγραφική και εύχομαι την εκδοτική επιτυχία του !


                                                            Σοφία Μωρα[sm1] ΐτη, δρ φιλοσοφίας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου