ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΗΣ ΔΩΡΑΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ ΑΡΩΜΑ ΓΑΖΙΑΣ
ΑΘΗΝΑ, ΑΙΤΙΟ, ΚΥΡΙΑΚΗ 2
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018
Όπως
γνωρίζετε ο τίτλος του βιβλίου της Δώρας Μεταλληνού, το οποίο έχω την χαρά να
παρουσιάσω σήμερα είναι Άρωμα Γαζίας. Πιστεύω
ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου στο ότι σχεδόν πάντα ο τίτλος ενός έργου είναι
ενδεικτικός του περιεχομένου του. Έτσι και εν προκειμένω η γαζία είναι η λέξη
κλειδί της λογοτεχνικής μας προσέγγισης.
Η Γαζία
είναι ένα αειθαλές δένδρο, ανθεκτικό στην ξηρασία που δεν ξεπερνά τα 3 μέτρα σε ύψος. Τα κλαδιά
της είναι αγκαθωτά, και τα φύλλα της σύνθετα. Εκείνο που την κάνει να ξεχωρίζει
είναι το έντονο άρωμα των χρυσοκίτρινων λουλουδιών της. Η Γαζία χαρίζει τα άνθη
της δύο φορές τον χρόνο. Η βασική ανθοφορία είναι από τον Φεβρουάριο έως τον
Απρίλιο και μια δεύτερη το φθινόπωρο. Ήταν το δένδρο των κήπων των νεοκλασικών
σπιτιών της Αθήνας του τέλους του 19ου αι. και των αρχών του 20ου
αι. Ήταν και είναι ακόμη το δένδρο που συναντάει κανείς στην Κέρκυρα στις αυλές
κάποιων παλιών σπιτιών που εξακολουθούν να κρατούν τις μικρές ή μεγάλες
ιστορίες τους στην πόλη, αλλά και στα χωριά και πιο συγκεκριμένα στο χωριό της
Κορακιάνας.
Η λογοτεχνία
το προτιμά. Συγκεκριμένα ο Νίκος
Καζαντζάκης αναφέρει την γαζία στο έργο του Αναφορά
στον Γκρέκο όταν μιλά για την μητέρα του. Η γαζία δεν ήταν μόνο ένα
λουλούδι του κήπου ή της γλάστρας. Ήταν επίσης το λουλούδι που έμπαινε μέσα στο
σπίτι, αφού οι νοικοκυρές το χρησιμοποιούσαν για να αρωματίζει τις ντουλάπες
και να προστατεύει τα ρούχα από τον σκώρο.
Γιατί όμως η
επιλογή αυτού του λουλουδιού από την συγγραφέα και ποια η σχέση του με το
συγκεκριμένο μυθιστόρημα ;
Ο
συμβολισμός του λουλουδιού περιγράφεται με λέξεις όπως «μνήμη», «νοσταλγία»,
«λαχτάρα για κάτι χαμένο», «πόνο του παρελθόντος» και συγχρόνως «μυστήριο».
Όλοι αυτοί οι συμβολισμοί ανταποκρίνονται στους ήρωες του έργου της Δώρας
Μεταλληνού.
Έθιμα, θρύλοι, παραδόσεις μιας μικρής
κλειστής κοινωνίας ενός χωριού στην Κέρκυρα. Η ιστορία όλη είναι μια
λογοτεχνική γραφή. Η συγγραφέας παρατηρεί, σταχυολογεί, περιγράφει και
μεταφέρει αυτά που βλέπει. Τα ακούσματά της διάλογοι, μονόλογοι, εσωτερικές
αναζητήσεις, ο άνθρωπος ενώπιος ενωπίω. Η συντηρητική κοινωνία της Κέρκυρας των
αρχών του 20ου αι. είναι ο πυρήνας του : άρχοντες και αστοί και γύρω
τους όλοι οι απλοί χωρικοί του μόχθου και της μονοτονίας της καθημερινότητας.
Αυτή η επαρχιακή μονοτονία της καθημερινότητας διακόπτεται και συγκροτείται η
συντηρητική κοινωνία της Αθήνας της ίδιας εποχής με την διττή της
πραγματικότητα. Άλλο ένα παράθυρο του τραγικού!
Η αφήγηση
ξεκινά με την γιορτή του Άι Γιάννη του Λαμπατάρη για την Κέρκυρα, του Κλήδονα ή
Λαμπαδιάρη για την άλλη Ελλάδα. Ήταν στην ουσία μια γιορτή των νέων που είχε
τρία στάδια : το αμίλητο νερό, το πήδημα της φωτιάς και την επομένη τον
εκκλησιασμό. Μια μαγική ατμόσφαιρα, μια προσπάθεια αποκρυπτογράφησης και
αποκάλυψης του μέλλοντος συντρόφου ή συζύγου για τις ανύπαντρες κοπέλες. Η
φωτιά ως πηγή ζωής και καταστροφής, ως κάθαρση, σοφία, πνεύμα, θεϊκή ουσία
παίρνει στο μυθιστόρημα της Δώρας Μεταλληνού τον συμβολισμό της πηγής ζωής, του
τέλους και της κάθαρσης. Είναι η φωτιά που τροφοδοτείται από τα ξεραμένα
λουλούδια των μαγιάτικων στεφανιών των σπιτιών. Το λουλούδι φρέσκο, πηγή ζωής, κάνει τον κύκλο του έως ότου μαραθεί. Ο κύκλος ολοκληρώνεται
μέσα στην φωτιά, κύκλος κάθε έμψυχου ή άψυχου
όντος επί της γης.
Η βασική
σκηνή το παλιό αρχοντικό που θύμιζε δόξες ; ευτυχία ; επιτυχίες ; ένα από αυτά
ή και όλα μαζί ; Ένα παλιό αρχοντικό ανάμεσα στα άλλα απλά σπίτια των χωρικών
της εποχής, εκεί όπου υπήρχε, αλλά δεν υπάρχει πλέον, η αγάπη. Αυτή η έλλειψη
φαίνεται από την εγκατάλειψη του κήπου του αρχοντικού. «Όλα παρατημένα στο
έλεος του χρόνου, ανάσαιναν μια βαριά μελαγχολία… Εικόνες παντελούς
εγκατάλειψης…» γράφει η Δώρα Μεταλληνού. Ο μικρόκοσμός του τρεις γυναικείες
φιγούρες που κινούνται μέσα στους χώρους του και στον περιβάλλοντα κήπο του και
ένας άνδρας ο σύζυγος, ο πατέρας, ο αφέντης, χωρίς όνομα. Καθαρή σκιαγραφία της
κοινωνίας της εποχής στην Κέρκυρα και όχι μόνο. Πρωταγωνιστικός ο ρόλος του
αρσενικού και γύρω του σε υποδεέστερη θέση το θηλυκό για να τον υπηρετεί και
για την αναπαραγωγή. Δίπλα του η Ευγενία, η Αυγή και η τυφλή Κατερίνα. Η
επιλογή των ονομάτων των δύο πρωταγωνιστριών είναι ενδεικτική της ζωής και του
ρόλου τους μέσα στο μυθιστόρημα. Η
Ευγενία είναι η μνήμη, η νοσταλγία, ο πόνος του παρελθόντος, το άνθος που
προσπαθεί να επιβιώσει μέσα σε αγκάθια . Το όνομά της θυμίζει ένα ευτυχισμένο
παρελθόν με τον πατέρα να την μυεί στην γνώση, να την συνοδεύει στα διάφορα
σημεία που θυμίζουν παράδοση, ιστορία, πολιτισμό. Και εκείνη να ταξιδεύει
ανέμελα μέσα στον μαγικό κόσμο των βιβλίων που διάβαζε. Να αγναντεύουν από ψηλά
τον Ύψο, να είναι μαζί του στην «Συντροφιά των Εννιά» και μάλιστα να τους
φωτογραφίζει.
Το τοπίο αρχίζει να αλλάζει με τα
πρώτα σκιρτήματα του έρωτα. Ενός έρωτα ιδεατού που στην αρχή παρουσιάζεται με
την μορφή ενός βασιλόπουλου επάνω στο άλογό του μέσα στο πανηγύρι, στον χορό,
στην μουσική που έπαιζαν τα βιολιά και οι κιθάρες. Ενός έρωτα σαρκικού που
οδηγεί στον γάμο. Τότε το βασιλόπουλο
μετατρέπεται σε μια απόμακρη μορφή, μάλλον μισητή και το όνειρο μετασχηματίζεται σε σκληρή
πραγματικότητα. Ο άντρας – σύζυγος
απουσιάζει συνεχώς από το σπίτι με δικαιολογία τη δουλειά και επιστρέφει το
βράδυ. Η έλλειψη στοργής, ψυχικού συνδέσμου, αγάπης, η απουσία διαδόχου
συντελούν στην συνειδητοποίηση της τραγικότητας του ονείρου. Τέλος, η αποκάλυψη
της παράνομης σχέσης του και της ύπαρξης ενός παιδιού με άλλη γυναίκα
μεγαλώνουν τόσο το μίσος, έτσι ώστε αυτό να καλύπτει και το παραμικρό ίχνος
αγάπης που θα μπορούσε να έχει απομείνει
στην καρδιά της Ευγενίας. Μίσος που οι
καλοί τρόποι που της είχαν μάθει στην πατρική της οικογένεια δεν της επιτρέπουν
να εξωτερικεύσει. Καταφύγιό της η θέση της κάτω από την παλιά γαζία να ηρεμεί
με το άρωμα των λουλουδιών της. Η γαζία της Ευγενίας είναι η μνήμη και η
νοσταλγία ευτυχισμένων στιγμών που γεμίζουν την ψυχή της με ηρεμία, έστω για
λίγο!
Η Αυγή – η
αρχή μιας νέας ημέρας, το ξεκίνημα της ζωής - είναι το μικρό κορίτσι που
μεγαλώνει κοντά τους και τους αποκαλεί «πατέρα» και «μητέρα». Είναι η νέα ζωή
που ξεκινά την πορεία της, που
ονειρεύεται όπως όλα τα κορίτσια, που αν και αποκαλεί την Ευγενία «μαμά», δεν την
αισθάνεται ως μητέρα, γιατί δεν λαμβάνει
από αυτήν την μητρική αγάπη. Χρειάζεται ψυχικό σθένος για να δείξει κανείς
αγάπη σε ένα παιδί που δεν είναι δικό του ! Η Αυγή αισθάνεται απομονωμένη μέσα
σε αυτό το εχθρικό γι’ αυτήν περιβάλλον και αποκομμένη από τον έξω κόσμο.
Τελείως αποκομμένη, αφού ο πατέρας της, ο αφέντης, της στέρησε την επιθυμία της
να συνεχίσει τα μαθήματα στο Διδασκαλείο για να γίνει δασκάλα. Μόνη παρηγοριά της η θεία Κατερίνα. Στην
πορεία της ζωής της γνωρίζει και τις δύο όψεις της: την άσχημη, αλλά και την
καλή. Το αρσενικό είναι ο εκμεταλλευτής και σαδιστής κατά κύριο λόγο. Οι δύο
συναντήσεις που είχε με άνδρες που την συγκίνησαν και που άγγιξαν το όνειρό της
είχαν ένα απογοητευτικό τέλος με τον θάνατο του ενός και την εξαφάνιση του
άλλου. Η πρωτεύουσα όπου μετακομίζει, όταν ο πατέρας της την αναγκάζει να
εγκαταλείψει το νησί είναι γι’ αυτήν χώρος δεινών, αλλά και χώρος αποφάσεων.
Είναι η εναλλαγή του κακού και του καλού που σμιλεύουν τον χαρακτήρα της έτσι
ώστε, όταν η Αυγή επιστρέφει στην Κέρκυρα, έχει την πείρα και την δύναμη να
αντιμετωπίσει τις δυσκολίες μέχρι να
δικαιωθεί. Η Αυγή καταφέρνει να σταθεί όρθια και στο τέλος κερδίζει. Το
πατρικό σπίτι της επιστροφής της κρύβει τις λύσεις σε πολλά ερωτήματά της. Εκείνο όμως, που συνδέει το παρελθόν και το
παρόν της είναι η γαζία, το λουλούδι που βλέπει στην Αθήνα στην «Λεωφόρο με τις
γαζίες» που τις θυμίζει τις στιγμές που πέρασε στην γενέθλια γη και που
αποτελεί τον συνδετικό κρίκο του άλλοτε και του τώρα, αλλά και η γέρικη γαζία
της επιστροφής στο σπίτι του χωριού.
Η Κατερίνα
είναι η προσωποποίηση της καλοσύνης. Είναι
τυφλή και αντιλαμβάνεται τον κόσμο με τις αισθήσεις της, χωρίς να
στερείται μικρές χαρές της καθημερινότητας, όπως να πηγαίνει στα κτήματα
κρατώντας την ουρά του αλόγου, το οποίο τής είχε κάνει δώρο ο πατέρας της. Η
οικογένειά της την περιβάλλει από την αρχή με πολύ αγάπη και εκείνη με τη σειρά
της γεμίζει αγάπη την καρδιά της. Μπορεί να μην βλέπει, αλλά αισθάνεται την
φύση γύρω της, μέρος της οποίας θεωρεί τον εαυτό της, και σκορπά απλόχερα τον πλούτο της ψυχής της.
Είναι η θεία που αγαπά την Αυγή και πρόθυμα την ακούει και την συμβουλεύει. Είναι
η ήρεμη αντίδραση στα στραβοπατήματα. Ο θάνατός της δυσαναπλήρωτο κενό.
Διαβάζοντας
το μυθιστόρημα αυτό της Δώρας Μεταλληνού νομίζει κανείς ότι βρίσκεται μέσα σε
μία κινηματογραφική αίθουσα και παρακολουθεί την ταινία. Η ζωή στο χωριό
ξετυλίγεται μπροστά του στις χαρές και στις λύπες, στην καθημερινότητα και στις
γιορτές, σε όλες τις εποχές του έτους. Η
κοινωνία του ένας μικρόκοσμος : οι χωρικοί, οι αστοί αλλά και οι αριστοκράτες.
Ανθρώπινα όντα που ακολουθούν όλοι τον γήινο κύκλο της ζωής. Μία από τις ωραίες
εικόνες του βιβλίου της Δώρας Μεταλληνού ενδεικτική των όσων προανέφερα είναι
αυτή που περιγράφει τον περίπατο του Λορέντζου Μαβίλη στην εξοχή, προκειμένου
να εμπνευσθεί από την ομορφιά της φύσης. Καλημέρισε λοιπόν, ο Μαβίλης έναν
χωρικό που πάσχιζε να βγάλει λίγο γύψο για να τον πουλήσει και να εξοικονομήσει
τα προς το ζην. Η αντίδραση του τελευταίου στο καλημέρισμα του Μαβίλη μάλλον
κοροϊδευτική. Και γράφει η Μεταλληνού : «Δεν κατάλαβε ο ποιητής, δεν νογούσε
πως η ομορφιά αφήνει ασυγκίνητους όσους παλεύουν για τον επιούσιο. Δεν έχουν
την πολυτέλεια να δούνε γύρω τους, να μυρίσουν, να ταξιδέψουν». Αυτήν την
πολυτέλεια που είχαν τα μέλη της Συντροφιάς που προσλάμβαναν ερεθίσματα, τα
επεξεργάζονταν, τα εφάρμοζαν και τα παρουσίαζαν στο έργο τους.
Οι συναντήσεις της λογοτεχνικής «Συντροφιάς των
Εννιά» είναι ένθετες ιστορικές αναφορές. Με αυτές θίγονται τα σημαντικότερα θέματα που
απασχόλησαν την Συντροφιά την οποία αποτελούσαν ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο
αριστοκράτης γόνος της γνωστής Κερκυραϊκής οικογένειας, ο λογοτέχνης, ο
δημοτικιστής, ο σοσιαλιστής, ο συμπολεμιστής του Μαβίλη στην Κρήτη και την
Θεσσαλία, ο ζωγράφος Σπ. Δεσύλλας, η Ειρήνη Δεντρινού, από τις πρώτες Ελληνίδες
που ασχολούνται ενεργά με την χειραφέτηση της γυναίκας μαζί με την Καλλιρόη
Παρρέν, η λογοτέχνης που προέβαλε τους συναδέλφους της της Κερκυραϊκής Σχολής. Ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, ο μεγαλύτερος
Έλληνας σονετογράφος που θυσιάστηκε για την Ελλάδα στους Βαλκανικούς πολέμους
πολεμώντας στην Ήπειρο και αφήνοντας την πνοή του στον Δρίσκο. Ο μεταφραστής Ανδρέας
Κεφαλληνός, ο Μαρτζούκος, ο ποιητής
Θρασύβουλος Σταύρος, ο Αλ. Πάλλης και ο λόγιος Μωυσής Χαΐμης. Η παρέα αυτή ήταν
η παρέα της Κορακιάνας, γιατί, όπως γράφει ο Σπυρίδων Θεοτόκης, στον κόσμο των
διανοούμενων της Κέρκυρας εκείνης της εποχής συμπεριλαμβάνονταν και άλλοι όπως οι
Πολυλάς, Μαρκοράς, Καλοσγούρος, Κογεβίνας, Χρυσομάλλης. Ο Αλέξανδρος Πάλλης, ο μεταφραστής της Ιλιάδος του Ομήρου, έφθασε στην Κέρκυρα το 1904 ,
ενώθηκε με τον φιλολογικό κύκλο του Θεοτόκη και μάλιστα κατοικούσε στους
Καρουσάδες σε ένα σπίτι απέναντι από τον πύργο των Θεοτόκη για να μην χάνει την
συντροφιά του Ντίνου. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου υπάρχει σχετική φωτογραφία από μια συνάντηση
στην Κορακιάνα δημοσιευμένη στον Νουμά.
Η συνάντηση στην Κορακιάνα γινόταν
στο σπίτι της σιόρας Μαριέττας και τα θέματα που θίγονταν αφορούσαν όλα τα
φλέγοντα ζητήματα που συζητούσαν και στην πρωτεύουσα : θέματα γενικού
ενδιαφέροντος όπως για την γλώσσα, την πολιτική και τους πολιτικούς, την έκβαση
των πολέμων, τους Αθηναίους λογοτέχνες της εποχής και ειδικότερα, όπως την απόφαση του Μαβίλη να
καταταγεί στους Γαριβαλδινούς και να πολεμήσει στην Ήπειρο, το γκρέμισμα της
πόρτας Ριάλα ή τον θάνατο της μικρής Ερνεστίνας, κόρης του Κων/νου Θεοτόκη και
της βαρόνης Ερνεστίνας φον Μάλοβιτς, το νέο για τον θάνατο στην μάχη του Λ.
Μαβίλη. Όλα αυτά παράλληλα με τις ανακοινώσεις της δικής τους πνευματικής
δημιουργίας : σονέτα, μεταφράσεις , διηγήματα, όλα αυτά γύρω από ένα τραπέζι με
νόστιμα εδέσματα και καλό κρασί !
Ο κύκλος ζωής για άλλους κλείνει και
για άλλους συνεχίζεται. Η σκόνη που αφαιρεί η Αυγή από το πατρικό της, όταν
επιστρέφει στην Κορακιάνα, μεταφέρει στην λήθη ή στις αναμνήσεις στιγμές και
πρόσωπα. Η Αυγή το αποδέχεται εξ ου και η επιστροφή της. Το νέο καθαρό πλέον
περιβάλλον είναι ένα ανοικτό παράθυρο στο άγνωστο μέλλον. Ένα μυστήριο και μια
λαχτάρα αποκρυπτογράφησης του μέλλοντος. Χωρίς πανηγύρια αυτή την φορά. Χωρίς
φωτιές, χορούς και μουσικές. Μόνη πρόκληση των αισθήσεων η παρουσία της γριάς
Γαζίας στον κήπο και το άρωμά της, αλλά και η μικρή ξεραμένη πια και άοσμη γαζία
ξεχασμένη μέσα στις σελίδες του Νουμά του 1911. Με την φωτογραφία που είχε τραβήξει η Ευγενία
! Όλοι εκεί για να θυμίζουν τις στιγμές που έφυγαν, τους πόθους, και τις
επιθυμίες μέσα στο διάβα του χρόνου ! Η Γαζία της μνήμης, της ανάμνησης, της
νοσταλγίας αλλά και του μυστηρίου και του κύκλου της ζωής !
Σοφία
Μωραΐτη, δρ φιλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου