ΙΩΑΝΝΗΣ
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ : ΑΠΟ ΤΗ ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΤΕΝΕΔΟΥ ΣΤΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ ΑΙΓΙΝΗΣ : Η
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
«…πέφτουμε ‘μεις – το
έργο μας για την πατρίδα μένει.»
Κωστής
Παλαμάς
Εισαγωγή
Πριν την παρουσίαση της εκπαιδευτικής πολιτικής του
Ιωάννη Καποδίστρια από την εποχή της Μονής Τενέδου έως το Οικοτροφείο Αιγίνης, είναι
απαραίτητη μια σύντομη αναδρομή στα σημαντικότερα γεγονότα των δύο αιώνων του
18ου και του 19ου που διαδραματίστηκαν στην ευρωπαϊκή σκακιέρα και που άφησαν
ανεξίτηλα τα σημάδια τους στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Πρόκειται για κοσμογονικές
αναστατώσεις μέσα στις οποίες περιδινούνταν και τα Επτάνησα με τις συνεχείς
μεταβαλλόμενες στρατιωτικές και πολιτικές συνθήκες..
Ο 18ος αιώνας, ο αιώνας του Διαφωτισμού ήταν
σύμφωνα με τον Καντ «η τελική ενηλικίωση της ανθρωπότητας, η χειραφέτηση της
ανθρώπινης συνείδησης από την ανωριμότητα της άγνοιας και της πλάνης».
Ήταν ο αιώνας της κατάλυσης της Μοναρχίας στη Γαλλία μετά
την κήρυξη της γαλλικής επανάστασης του 1789, της Διακήρυξης των δικαιωμάτων
του Ανθρώπου και του Πολίτη, ο «Αιώνας της Λογικής». Σύμφωνα με τους φιλοσόφους
του 18ου αιώνα ο ορθός λόγος και μόνο θα παρείχε μια πλήρη γνώση του
ανθρώπου, της κοινωνίας, της φύσης και του κόσμου. Οι διαφωτιστές άσκησαν
κριτική σε όλες αυτές τις απλοϊκά ακραίες θέσεις, γιατί ήταν προπάντων «κριτικά» πνεύματα, τα
οποία είχαν ως στόχο να καταστήσουν την ανθρώπινη νοημοσύνη εργαλείο για την
κατανόηση της ανθρώπινης φύσης, την ανάλυση του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος
και τη διερεύνηση του φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο ζει.
Για
να υπάρξει όμως πρόοδος χρειάζεται ο
άνθρωπος να είναι ικανός για αλλαγή και για προσαρμογή στο νέο περιβάλλον. Η
ικανότητα αυτή επιτυγχάνεται μέσα από την εκπαίδευση και τη μαθησιακή
διαδικασία. Η γνώση είναι αποτέλεσμα της μάθησης από
την εμπειρία. Τα δεδομένα που ο
άνθρωπος απορροφά μέσω των αισθήσεων, τα αποθηκεύει και τα μετασχηματίζει σε
ιδέες που αποτελούν την εμπειρική μας γνώση για τον κόσμο και τις ηθικές αξίες.
Ο άνθρωπος γίνεται έτσι ο δημιουργός του εαυτού του. Τα άτομα μαθαίνουν,
αλλάζουν, προσαρμόζονται και κληροδοτούν τα επίκτητα χαρακτηριστικά τους στους
απογόνους τους.
Η εκπαίδευση είναι ο κύριος μοχλός που συντελεί στην πρόοδο,
την προσωπική και κοινωνική ευημερία και την ευτυχία. Και σε αυτό συμφωνούσαν
όλοι οι Διαφωτιστές. Οι Γάλλοι αντιδρώντας στην ήδη επιβληθείσα εκπαιδευτική
πολιτική από την εκκλησία προτείνουν νέα σχετικά προγράμματα επηρεασμένοι
κυρίως από τον Locke. Η γαλλική επανάσταση σηματοδότησε τις μεγάλες
πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές του τέλους του 18ου αιώνα.
Τον 19ο αιώνα ο γεωπολιτικός χάρτης της
Ευρώπης διαμορφώθηκε από τους πολέμους του Ναπολέοντα και τους πολυάριθμους
άλλους επιμέρους πολέμους. Από το 1815 έως το 1871 η Ευρώπη των Εθνών κυριαρχεί
στην πολιτική ζωή της εποχής : από το συνέδριο της Βιέννης και την Ιερά
Συμμαχία στην ενοποίηση της Ιταλίας και της Γερμανίας, οι λαοί προσδοκούσαν τη
δημιουργία εθνικών Κρατών υπό το ανεκτικό ή εχθρικό βλέμμα των μεγάλων
δυνάμεων.
Ο 19ος αιώνας, ως συνέχεια του 18ου
ήταν επίσης ο αιώνας κατά τη διάρκεια του οποίου οι πνευματικές ελίτ μετέτρεψαν
τη γηραιά ήπειρο σε έναν τεράστιο λέβητα μέσα στον οποίο σφυρηλατήθηκαν και
διαμορφώθηκαν όλες οι ιδέες και όλες οι τέχνες. Προ ρομαντισμός, ρομαντισμός,
το διευρωπαϊκό κύμα του πιετισμού. Οι σοφοί του αιώνα, οι καλλιτέχνες του, οι
διανοούμενοί του στήριξαν την τεχνολογική έρευνα, την επιστημονική έρευνα, την
αναζήτηση ιδεών σε επίπεδο που ποτέ πριν δεν είχαν αγγίξει. Στα κρίσιμα αυτά
χρόνια σχηματίζει και ολοκληρώνει την προσωπικότητά του ο Κερκυραίος ιατρός,
πολιτικός, διπλωμάτης, Υπουργός των Εξωτερικών του Τσάρου Αλεξάνδρου I και πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδος κόμης
Ιωάννης Καποδίστριας..
Η εκπαίδευση που έλαβε ήταν ανάλογη της εποχής του και
της κοινωνικής του καταγωγής. Ο Βροκίνης
γράφει ότι αρχικά «ἐσπούδασε εἰς τά κοινά σχολεῖα τῆς πατρίδος του, ἅτινα
διετήρουν ἰδίως τινές ἱερεῖς κατά τήν ἐποχήν ἐκείνην…»[1] ενώ ο Σπυρίδων Μ. Θεοτόκης
στην ανακοίνωσή του στην Ακαδημία Αθηνών στις 31 Μαρτίου 1932 ανέφερε : «Ὁ
Ιωάννης Καποδίστριας ὅπως ὅλα τα τέκνα τῶν εὐγενῶν ἐφοίτησε εἰς το σχολεῖον τοῦ
μοναστηρίου τῶν φραγκισκανῶν μοναχῶν τῆς Ἁγίας Ἰουστίνης, εὑρισκομένου εἰς το
προάστειον τῶν Γαστράδων, ἔνθα ἐστεγάζετο
τότε και ἡ δημοσία βιβλιοθήκη. Ἐκεῖ ἐσπούδασε την ρητορικήν, την Ιταλικήν
φιλολογίαν, την ἱστορίαν, τα θρησκευτικά
και τα στοιχεῖα τῆς αρχαίας Ἑλληνικῆς… ».[2] Το φθινόπωρο του 1795
εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο όπου τον Ιούνιο του 1797 γίνεται διδάκτορας. Εκτός
από το πτυχίο της ιατρικής πήρε άλλα δύο πτυχία της φιλοσοφίας και της νομικής.
Σήμερα ο Ι.Κ. συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σαράντα επιφανέστερους απόφοιτους
του πανεπιστημίου της Πάδοβα μαζί με
προσωπικότητες όπως ο Γαλιλαίος και ο Κοπέρνικος. Επιστρέφει στην Κέρκυρα ως
διδάκτωρ της Ιατρικής,, ιατροφιλόσοφος σύμφωνα με την ορολογία της εποχής, κατά
τα μέσα Ιουνίου και ασκεί το επάγγελμά του δωρεάν.
Η ενασχόληση του Ιωάννη Καποδίστρια με τα πολιτικά δρώμενα ξεκινά το
1801 όταν ο πατέρας του τον στέλνει ως αντικαταστάτη του στην Κεφαλλονιά. Ο
Μάρκος Θεοτόκης στο βιβλίο του Ὁ Ἰωάννης
Καποδίστριας ἐν Κεφαλληνία καί αἱ στάσεις αὐτῆς ἐν ἔτεσι 1800, 1801, 1802, Κέρκυρα
1889 δίνει μια πρώτη εικόνα των ικανοτήτων του Ι. Κ. χαρακτηρίζοντάς τον ευφυή
και γνώστη «νά ἐπαναφέρη ὑπό τό κράτος τοῠ νόμου καί διοικῆ λαόν ἐν ἀναρχία, ἀδελφομαχία
καί διχονοία διατελοῦντα».[3]
Πρόκειται για την αρχή της μεγάλης πολιτικής σταδιοδρομίας του έκτου γόνου της
οικογένειας του Αντωνίου Μαρία Καποδίστρια, η οποία θα τερματισθεί με τραγικό
τρόπο το 1831 μπροστά στην εκκλησία του αγίου Σπυρίδωνος του Ναυπλίου.
Α΄Μονή Τενέδου
Το
1802 έρχεται στην Κέρκυρα ο Ρώσος πληρεξούσιος
Κόμης Μοντσενίγος. Στις 11 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους ο
κόμης απευθύνει διακοίνωση προς τον Πρίγκηπα και Πρόεδρο της Γερουσίας Σπυρ. Θεοτόκη με την οποία θέτει το ζήτημα
της αναγκαιότητας της δημόσιας εκπαίδευσης της νεολαίας, γιατί οι ωφέλιμες
γνώσεις και η ηθική εξασφαλίζουν την ευημερία της πολιτείας. Παρατηρεί την
παντελή έλλειψη δημοσίων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων σε όλα τα Ιόνια νησιά με
αποτέλεσμα να αναγκάζονται οι γονείς που έχουν την οικονομική ευχέρεια σε
πολυέξοδες δαπάνες για την αποστολή των παιδιών τους στην Ιταλία για σπουδές ή
όσοι είναι φτωχοί να αφήνουν τα παιδιά τους στην αδράνεια.
Στη
διακοίνωση αυτή δεν εδόθη συνέχεια από την πλευρά της Γερουσίας γι’ αυτό ο
κόμης Μοντσενίγος επανέρχεται στις 18 Μαρτίου 1803 υποβάλλοντας συγχρόνως και
σχέδιο οργάνωσης εκπαιδευτικού ιδρύματος. Στη διακοίνωση αυτή ψέγεται την
πολιτική της Βενετίας, η οποία «ἐμίσει ἤ ἐφοβεῖτο τον ἐκπολιτισμόν τῶν κατοίκων
και την καλλιέργειαν τοῦ πνεύματος αὐτῶν…» . Όριζε τα μαθήματα που θα
διδάσκονταν : γλώσσες Ελληνική, Λατινική και Γαλλική. Η Ελληνική γιατί είναι η
γλώσσα της πατρίδος και των προγόνων, η Λατινική γιατί είναι η γλώσσα της
επιστήμης και η Ιταλική των εμπορικών σχέσεων. Όσο για τη Γαλλική είναι
απαραίτητη ως διεθνής γλώσσα. Σε αυτά τα μαθήματα προστίθενται τα στοιχεία της
φιλολογίας και των επιστημών καθώς και οι καλές τέχνες κυρίως το σχέδιο και η
ζωγραφική.
Τις
ίδιες εκφράσεις με τον κόμη Μοτσενίγο χρησιμοποιεί για να περιγράψει την
ανύπαρκτη εκπαιδευτική πολιτική κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας αργότερα ο
Ιωάννης Καποδίστριας στο υπόμνημα που υποβάλλει στον λόρδο Κάστλρη στις 22
Νοεμβρίου του 1815. Από την μελέτη των κειμένων των διακοινώσεων
θεωρείται πιθανόν να έχουν γραφεί και τα δύο
από τον Ιωάννη Καποδίστρια, τότε Γραμματέα Επικρατείας, με τον οποίο ο
κόμης Μοντσενίγος συνεργαζόταν και στον οποίο είχε εμπιστοσύνη.
Χρειάσθηκε
τρίτη απειλητικότερη διακοίνωση για να προχωρήσει η Γερουσία στη σύσταση του
σχολείου μετά από εισηγητική έκθεση της Γενικής Διοίκησης στη Γερουσία –
κείμενο πιθανώς γραμμένο και αυτό από τον Ι.Κ. που είναι ένας ύμνος στα όσα
καλά προσφέρει η παιδεία όχι μόνο στους πολίτες, αλλά και στο κράτος. Ένας
ύμνος στην ελευθερία, το πολυτιμότερο δώρο και
η δυσκολότερη επιστήμη. Είναι κείμενο των αρχών του Διαφωτισμού, των
αξιών που πρέσβευαν όλες οι επαναστάσεις των κοινωνιών, των αξιών της ελευθερίας,
της ισότητας, της παιδείας, της προόδου. Θεωρεί την ελευθερία ως δώρο της
σωστής διακυβέρνησης, «της τέχνης του κυβερνάν» που ασκεί «ἡ πεφωτισμένη λογική
τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας» που διώχνει «το σκότος τῆς ἀμαθείας» και «τα ἐπαναστατικά
πάθη».
Στο πόρισμα της Γερουσίας η έλλειψη χώρου και πόρων
καλύπτονται από τα κτήρια των μοναστηριών, την πιθανή κατάργησή τους και την
δήμευση των κτημάτων τους. Η Γερουσία για να δικαιολογήσει το μέτρο αυτό
αναφέρεται στα ίδια μέτρα που ελήφθησαν σε άλλα κράτη : «εἶναι γνωστόν, ὅτι εἰς
ἄλλα κράτη κατηργήθησαν μοναστήρια ἀνδρῶν και γυναικῶν, τά δε κτήματα αὐτῶν ἐδημεύθησαν
και ἐπωλήθησαν ὑπέρ διαφόρων δημοσίων ἀναγκῶν». Είναι
μέτρο που εφαρμόσθηκε από τη γαλλική επαναστατική κυβέρνηση του 1789 μετά από
εισήγηση του Talleyrand.
Διατυπώνεται επίσης ότι η αλλαγή αυτή δεν μειώνει την οφειλόμενη τιμή προς την
Εκκλησία, αφού η παιδεία θα δημιουργήσει το νέο αίμα που θα προέρχεται από όλες
τις τάξεις και θα υπηρετήσει την Εκκλησία, το Κράτος, την οικογένεια, την
κοινωνία.
Μετά
το Θέσπισμα αυτό εμφανίζεται στο προσκήνιο ο Ιωάννης Καποδίστριας που υπηρετούσε τότε ως Γραμματεύς
Επικρατείας και προτείνει τη σύσταση σχολείου για τους δημοσίους υπαλλήλους. Συντάσσει
τον κανονισμό του σχολείου και προτείνει για διδασκάλους τους δρ Γαβριήλ
Στάμπιλε Παγάνο για τη Φιλοσοφία και Ηθική για τους μέλλοντες δημοσίους
υπαλλήλους, τον ευγενή Καίσαρα Πελεγκρίνη για τα Μαθηματικά και την Στρατιωτική
Τέχνη και τον ιερέα Ανδρέα Ιδρωμένο για την «ανωτέραν Γραμματικής της
Φιλολογικής Επιστήμης», τον .Δελβινιώτη για την ιταλική και ελληνική γλώσσα και
τον Αντώνιο Πάκμορ για την καλλιγραφία. Η Γερουσία εγκρίνει την πρόταση, τον
κανονισμό και τους δασκάλους.
Η επιστολή που έστειλε ο Κ. στον Ανδρέα
Ιδρωμένο έπεται του θεσπίσματος και είναι αποκαλυπτική της πολιτικής ιδεολογίας
του μελλοντικού πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος. Ξεκινά με την τυπική σε κάθε επιστολή προσφώνηση
«Ευλαβέστατε κύριε» και αφού αναφερθεί στην ικανοποίηση των μελών της Γερουσίας
για τη φήμη του ονόματος που ο ιερωμένος απέκτησε ,συνεχίζει: «Ἡ πατρίς, πολίτα
ἱερώτατε και λογιώτατε». Η λέξη «πολίτα» ανατρέχει στις αντίστοιχες προσφιλείς
προσφωνήσεις κατά την περίοδο της γαλλικής επανάστασης του 1789 και οι
λέξεις «ἱερώτατε και λογιώτατε»
εκφράζουν τον προσωπικό σεβασμό του Ι.Κ. προς το πρόσωπο και την ιεροσύνη του
Ανδρέα Ιδρωμένου. Από αυτήν την πρώτη περίοδο της ενασχόλησης του Κ. με τα
κοινά και δη με την εκπαιδευτική πολιτική είναι φανερή η επίδραση του
Διαφωτισμού παράλληλη όμως, με τη θρησκευτικότητα και την πίστη στην Ορθόδοξη
λατρεία και παράδοση.
Στο
τέλος της επιστολής γίνεται αναφορά στην αξία της πατρίδος, στη σύνδεση και στη
συνέχεια του ελληνισμού με τους αρχαίους ρήτορες, συγγραφείς και φιλοσόφους
(Δημοσθένη, Όμηρο, Πλάτωνα), στην ισχυρή προσωπικότητα του Ιδρωμένου για να
προσελκύσει τους νέους στην παιδεία και τελειώνει με μια ρητορική ερώτηση που
είναι συνάμα και προτροπή αποδοχής της τιμητικής για τον Ιδρωμένο πρόσκλησης
της Γερουσίας γράφοντάς του «εἶναι τάχα δυνατόν να ἀπονεύσετε εἰς το εὐγενές
και τῶ ὄντι ἑλληνικόν ἔργον, το τῆς πλάσεως δηλαδή τιμίων πολιτῶν ἤγουν νέων Ἑλλήνων
;» Είναι καθαρή η πεποίθηση του Ι.Κ. ότι ο σύγχρονός του ελληνισμός αποτελεί
συνέχεια της αρχαιότητος και ότι πρέπει να αναδειχθούν οι αξίες του. Η σκέψη
ότι η πρόοδος προϋποθέτει την ανάλογη παιδεία, οι αγώνες, οι θυσίες και τέλος
αυτή η ίδια η ζωή του θυσία για την πατρίδα και τους Έλληνες ήταν για τον Ι.Κ.
χρέος διαμορφωμένο από τις γνώσεις και την επίδραση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού
προσαρμοσμένου όμως, στην ελληνική πραγματικότητα.
Τα
εγκαίνια του Σχολείου έγιναν στις 3 Νοεμβρίου 1805. Ήταν το πρώτο δημόσιο
σχολείο στην Κέρκυρα. Το κτήριο ήταν αυτό της Μονής Τενέδου και μάλιστα όπως
όριζε με έγγραφό της η Γερουσία στις 17 Ιουνίου 1805 η αίθουσα που επελέγη ήταν
αυτή της σπουδαίας βιβλιοθήκης της μονής δωρεά του Βενετού Δωρία, βιβλιοθήκη
που εμπλούτισε με τη σειρά του ο Ι.Κ. με βιβλία που δώρισαν οι αδελφοί
Ζωσιμάδες μεταξύ των οποίων βιβλία των Ευγένιου Βούλγαρη και του Νικηφόρου
Θεοτόκη. Όλα αυτά τα βιβλία αποτέλεσαν τον πυρήνα της μεγάλης βιβλιοθήκης της
Ιονίου Ακαδημίας. Ήταν η ημέρα που το
όνειρο του Ι.Κ. έγινε πραγματικότητα. Απευθυνόμενος προς τους μαθητές αφού εξύμνησε τις φροντίδες της Κυβέρνησης
που τους προφυλάσσει και τους προστατεύει, τους παροτρύνει να ανταποκριθούν με
ζήλο στα ευεργετήματά της. Οι μαθητές που παρακολουθούσαν στα πέντε τμήματα της
σχολής ήταν περισσότεροι των 120.
Η περίοδος της ενασχόλησης του Ι.Κ. αρχικά ως
Συμβούλου Επικρατείας με την οργάνωση
της εκπαιδευτικής πολιτικής της Πολιτείας των Επτά Ηνωμένων Νήσων και ως
Επιθεωρητού στη συνέχεια στο σχολείο της Μονής Τενέδου στην Κέρκυρα τελειώνει
στις 15 Μαρτίου 1807 όταν με έγγραφό του προς τη Γερουσία ζητά την απομάκρυνσή
του από τη θέση του Επιθεωρητού των Σχολείων προκειμένου να ασχοληθεί με την
άμυνα της Λευκάδας. Προτείνει μάλιστα ως αντικαταστάτη του τον νεοεκλεγέντα
γερουσιαστή Εμμανουήλ Θεοτόκη.
Συνοψίζοντας
την επιτυχημένη πρώτη ενασχόλησή του με την παιδεία των νέων Ελλήνων της
Επτανήσου κατά την περίοδο της ρωσικής επικυριαρχίας επέδειξε μεγάλη πολιτική
αρετή, τόλμη, αποφασιστικότητα, ευσυνειδησία και προσωπική ακτινοβολία. Ο Κ.
έπρεπε να πολεμήσει όχι μόνο την ολιγωρία της Γερουσίας, αλλά και την απροθυμία
γενικά των μαθητών και των γονέων και την άρνηση των προϊσταμένων των δημόσιων
υπηρεσιών να επιτρέψουν στους μαθητές-υπαλλήλους τους την παρακολούθηση των
μαθημάτων. Αντιμετώπισε με πείσμα όλες αυτές τις δυσκολίες και κατόρθωσε να
αλλάξει το αρνητικό κλίμα σε θετικό δικαιώνοντας τον Σπυρίδωνα Θεοτόκη που έγραψε
γι’ αυτόν ότι ήταν πεισματάρης ! Ένας
πεισματάρης που ήταν προικισμένος με τα προτερήματα που ανέφερε στο έγγραφό της της 25ης
Σεπτεμβρίου 1805 η Υπηρεσία επί των Εσωτερικών : «κεκτημένος ὑψηλῶν ἀρετῶν,
πλήρης δημοσίας εὐθύνης και ποθῶν να ἴδη
ἱδρυομένην μίαν σχολήν, ἡ ὁποία θα προσφέρη ζωήν και κίνησιν εἰς την δημοσίαν ἐκπαίδευσιν,
ἡ ὁποία είναι ἀντικείμενον τόσων ἐλπίδων, σπουδῆς και μόχθων…». Ο Κ.Θ. Δημαράς από την πλευρά του γράφει για
τον Ι.Κ. ότι η μέριμνά του για την
παιδεία παρουσιάζει «μονιμότητα και συνοχή» και ότι πρόκειται για ένα
«διαφωτισμένο δεσποτισμό» ή όπως ο ίδιος εξηγεί στη συνέχεια «για ένα δεσποτικό
διαφωτισμό». Δηλαδή θα δοθεί στον λαό η παιδεία που του είναι απαραίτητη, η
παιδεία όμως αυτή θα ορισθεί από τον υπεύθυνο. Γράφει χαρακτηριστικά ο Δημαράς
: παιδεία «για τον λαό, όχι δια του λαού».
Με
την εντατική προσωπική του εργασία για την οργάνωση και την εφαρμογή του
εκπαιδευτικού προγράμματος που εφαρμόσθηκε στη Μονή Τενέδου ο Ι.Κ. απέδειξε
εκτός των άλλων προαναφερόμενων αρετών του τη γνώση των εκπαιδευτικών
προγραμμάτων της Ευρώπης, την ικανότητά του επιλογής αυτών των μαθημάτων που θα
ήταν χρήσιμα και κατάλληλα για τους Έλληνες νέους προτάσσοντας τη γνώση της
ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας χωρίς να αδιαφορεί για την Ορθοδοξία. Ο Ι.Κ.
δημιουργεί αυτό που ο κ Γ. Σκλαβούνος ορίζει ως « Ορθόδοξο Διαφωτισμό» !
Η
Σχολή της Τενέδου συνέχισε τη λειτουργία της μέχρι το 1824.
Β΄ Η περίοδος στη Ρωσία
και στη Βιέννη
Ο
Κ. φθάνει στην Αγία Πετρούπολη στις 17 Ιανουαρίου 1809 μετά από πρόσκληση του
Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας κόμητος Νικολάου Πέτροβιτς Τουμιάντσεφ όπου
συναντά τους παλιούς γνώριμούς του και συνεργάτες όπως τον Ναύαρχο Ουσακώφ.
Προάγεται σε κρατικό σύμβουλο και γίνεται μέλος της κρατικής επιτροπής του
Υπουργείου Εξωτερικών. Δεν έχει συγκεκριμένη αρμοδιότητα, συντάσσει μόνο
περιστασιακά υπομνήματα επί της ανατολικής πολιτικής της Ρωσίας στη Χερσόνησο
του Αίμου και στη Μεσόγειο. Ζει λιτά και περιορισμένα. Ο κύκλος του είναι ελληνικές και μολδαβικές
οικογένειες.
Στην
Αγία Πετρούπολη φθάνει και ο Μητροπολίτης Άρτας Ιγνάτιος με τον οποίο ο Κ,
διατηρούσε ήδη φιλικές σχέσεις, από την Ελλάδα. Συνεργάζονται για τη σύνταξη
μιας εκθέσεως για την κατάσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ανατολής, έκθεση
που έγραψε ο Κ. με «ακρίβεια, τάξη και απλότητα στις ιδέες. Μεγάλη συντομία στο
ύφος …» και που πήρε τους επαίνους του Καγκελάριου Ρουμιάντσεφ στον οποίο
υπεβλήθη.
Κατά
το ίδιο χρονικό διάστημα ο Κ. υποβάλλει στον Τσάρο υπόμνημα «Για τη σημερινή
κατάσταση των Ελλήνων» με το οποίο εισηγείται την ηθική και υλική υποστήριξη
της παιδείας των Ελλήνων που ζούσαν στη Ρωσία. Στη Ρωσία γνώρισε αρκετούς
πλούσιους και με αξιώματα ΄Έλληνες. Κέρδισε την εμπιστοσύνη τους και τους
παρότρυνε να προσφέρουν χρήματα για την εκπαίδευση των Ελλήνων. Μεταξύ αυτών
ήταν ο Ψαριανός Βαρβάκης και ο Ηπειρώτης Δομπόλης, ο οποίος διέθεσε την
περιουσία του για την ίδρυση Πανεπιστημίου στην Αθήνα υπό τον όρο να ονομασθεί
«Καποδιστριακό».
Τα
θέματα της παιδείας βρίσκονται πάντα στο κέντρο των ενδιαφερόντων του έστω και
αν βρίσκεται μακριά από την πατρίδα. Με τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο, αλλά και με
τον Καγκελάριο της Ρωσίας ανταλλάσσουν απόψεις περί φιλολογίας και ιστορίας. Ο
Κ. είναι ενήμερος για τη βούληση του Ιγνατίου περί ίδρυσης Λυκείου και
Ακαδημίας αλλά καί δημόσιας εκπαίδευσης
στο Βουκουρέστι. Συμμετέχει με την σύνταξη σχετικού εγγράφου για ενημέρωση του
Αυτοκράτορα. Διαβάζει τον ελληνικό τύπο που του στέλνει ο Μόστρας κυρίως, ασκεί
μάλιστα κριτική σε άρθρα όπως για παράδειγμα η δημοσίευση της μετάφρασης του
έργου του Ρουσσώ Αιμίλιος «η κλείς
των συγγραμμάτων της αγωγής των παίδων» με περικοπές.
Τον Αύγουστο
του 1811 διορίζεται στη ρωσική πρεσβεία της Βιέννης ως υπεράριθμος διπλωματικός
ακόλουθος. Δεν είναι όμως ευχαριστημένος γιατί όπως γράφει στον Μόστρα στις 24
Αυγούστου : «Μοί εδόθη επάγγελμα υπεξούσιον εις την Πρεσβείαν της Βιέννης. Με
αυτή την επιστολή ζητά τη βοήθεια τόσο
του Μητροπολίτη, όσο και του Μόστρα για να μπορέσει να έλθει σε επαφή με το
εκεί ελληνικό στοιχείο.
Από τους
΄Ελληνες της Βιέννης επέλεξε τους εμπόρους κύρους και τον εφημέριο της
ελληνικής εκκλησίας, αρχιμανδρίτη Άνθιμο Γαζή, ο οποίος ήταν άνθρωπος των
γραμμάτων, συγγραφέας, δημοσιογράφος και εκδότης του περιοδικού «Λόγιος Ερμής». Στον Γαζή υποσχέθηκε να γράψει άρθρο με θέμα τη δημόσια
εκπαίδευση. Όπως και η υπόσχεση που είχε
δώσει στον Μόστρα δεν πραγματοποιήθηκε, έτσι και αυτή στον Γαζή είχε το ίδιο
αποτέλεσμα.
Παρά το
φορτωμένο πρόγραμμά του στη Βιέννη, ο Κ. δεν σταμάτησε να ενημερώνεται για τα
εκπαιδευτικά προγράμματα του Pestalozzi και του Philipp Fellenberg.
Ο Johan Heinrich Pestalozzi
θαύμαζε το έργο του Rousseau
και βρήκε πρακτικές εφαρμογές των ιδεών αυτών στο σχολικό σύστημα. Δημιούργησε
το 1805 στην πόλη Yverdon το πρώτο σχολείο που εφάρμοσε τον ισχυρισμό του ότι αντί για
λέξεις τα παιδιά θα έπρεπε να διδάσκονται μέσω της πράξης και των αντικειμένων.
Οι μαθητές ήταν ελεύθεροι να εξασκούν τα ενδιαφέροντά τους και να βγάζουν τα
δικά τους συμπεράσματα.
Στις 18 Δεκεμβρίου 1813 ο Κ. απαντά στην
επιστολή που του είχε στείλει ο Ελβετός δάσκαλος και του αναφέρει πόσο
χαρούμενος ήταν που επικοινωνούσε με τον τόσο γνωστό παιδαγωγό. Του έγραφε ότι
είχε διαβάσει τα βιβλία του και ότι γνώριζε τις φιλανθρωπικές του αξίες. Από
την πλευρά του ο Pestalozzi
σε δεύτερη επιστολή του εκδηλώνει το ενδιαφέρον του να συναντηθούν και του
αναφέρει ότι γνώριζε μέσω του κόμη Βούλγαρη για την προσπάθεια μόρφωσης του
λαού που έχουν αναλάβει οι συμπατριώτες του. Η συνάντηση των δύο ανδρών
πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1814.
O Philipp Fellenberg (1771-1844)
ήταν μαθητής του μεγάλου Ελβετού παιδαγωγού Pestalozzi και ιδρυτής του σχολείου στην πόλη Χόφβιλ κοντά στη
Βέρνη. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, θέλησε να μιμηθεί τον Pestalozzi εφαρμόζοντας τις
διδασκαλίες του Rousseau.
Το πρότυπο σχολείο είχε ως βάση του την αρχή ότι η επιστροφή στη γη ήταν η
μοναδική λύση στα ανθρώπινα προβλήματα. Καταργώντας τις κοινωνικές διαφορές
ανάμεσα στις αριστοκρατικές τάξεις και τις λαϊκές έδινε τη δυνατότητα μόρφωσης
στα παιδιά των καλύτερων οικογενειών της Ευρώπης, αλλά και τα χωριατόπουλα που
μάθαιναν τρόπους για την καλλιέργεια της γης ώστε να είναι χρήσιμα στους
αριστοκράτες.
Οι φιλόσοφοι
του 18ου αιώνα πίστευαν ότι κάθε νέος που προερχόταν από τον λαό θα
μάθαινε ή το επάγγελμα του πατέρα του ή κάποιο άλλο επάγγελμα αντίστοιχο της
κοινωνικής του τάξης. Η πολιτική αυτή σύμφωνα με τον Βολταίρο, δεν θα στερούσε
από το κράτος κανένα επάγγελμα. Στο σχολείο του Fellenberg ανώτερη μόρφωση έπαιρναν μόνο
τα παιδιά των αριστοκρατών. Αρχικά υπήρχαν 22 μαθητές που παρακολουθούσαν
μαθήματα πρακτικής γεωργίας και περιποίησης ζώων. Ακολουθούσαν τα θεωρητικά :
ανάγνωση, γραφή, ιχνογραφία, ωδική, γραμματική, φυσική ιστορία, γεωγραφία και
ιστορία. Τέλος οι μαθητές διδάσκονταν την καλή χρήση της γερμανικής
καθαρεύουσας «προς γύμνασιν του αντιληπτικού» όπως έλεγε ο Fellenberg.[4]
Σε επιστολή
που στέλνει ο Κ. στον Stein με ημερομηνία 28 Δεκεμβρίου 1815 γράφει σχετικά : «…είναι η
εφαρμογή του παιδαγωγικού συστήματος του φίλου μας Fellenberg, που θέλω να πολιτογραφήσω
στη χώρα μου και στην Ελλάδα. Το σχέδιό μου είναι να ιδρύσω στου Fellenberg μια μικρή παροικία
από μαθητές που θα προέρχονται από όλες τις τάξεις και όλες τις επαρχίες των
επτά νησιών … Η γενίκευση του συστήματος αυτού σε ολόκληρη την Ελλάδα
χρειάζεται οικονομικά μέσα, που ξεπερνούν την καλή θέληση από ένα ή μερικά
άτομα…». Το σύστημα αυτό δεν ήταν δυνατό να ισχύσει στην Ελλάδα γιατί δεν
υπήρχαν κοινωνικές διακρίσεις, αλλά ούτε και στα Επτάνησα όπου υπήρχε
διαχωρισμός κοινωνικών τάξεων γιατί βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Άγγλων.
Καλύπτοντας ο ίδιος ο Κ. τις δαπάνες
έστειλε στο εκπαιδευτήριο Fellenberg
Έλληνες μαθητές τους οποίους ονόμαζε «θετούς γιούς» όπως γράφει στην Ρωξάνδρα
Στούρτζα : «Ο πρώτος θετός υιός μου ετοποθετήθη ήδη πλησίον του Fellenberg. Περιμένω τρεις
άλλους εκ της πατρίδος μου, προτίθεμαι να τους συντηρώ και τους τέσσαρας δι’
εξόδων μου». Από τους νέους αυτούς ζητούσε ήθος, ακεραιότητα χαρακτήρος,
φιλομάθεια και επιμέλεια. Παρακολουθούσε προσωπικά την πρόοδό τους.
Ο Κ. ίδρυσε
στη Βιέννη την «Εταιρία των φίλων των μουσών» παράρτημα τρόπον τινά της
«φιλομούσου» εταιρίας που είχαν ιδρύσει το 1813 οι Άγγλοι στην Αθήνα. Την 1η
Ιανουαρίου του 1815 εγκρίθηκε από τα ιδρυτικά μέλη της το καταστατικό της.
Η Εταιρία
εξαπλώθηκε γρήγορα και τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν από τις πρώτες συνδρομές
στάλθηκαν στους εφόρους των σχολών των Αθηνών και στο Πήλιο για την ίδρυση
σχολείου. Ο Κ. παρακολουθούσε διαρκώς την πορεία τόσο της Εταιρίας όσο και όλων
των Ελλήνων υποτρόφων από όλα τα μέρη της Ελλάδος που σπούδαζαν στα
Πανεπιστήμια της Λειψίας, της Ιένης, του Βουκουρεστίου και κυρίως της Βενετίας
και της Πίζας. Φρόντιζε πάντα και αυτό είχε εισηγηθεί και στα μέλη της
Εταιρείας, ώστε στις πόλεις όπου φοιτούσαν οι ΄Ελληνες νέοι να υπάρχουν λόγιοι
ή ευκατάστατοι έμποροι, οι οποίοι και θα αναλάμβαναν τη φροντίδα τους.
Όπως και με τη
δημόσια Σχολή της Μονής Τενέδου στην Κέρκυρα, έτσι και με τα Πανεπιστήμια και
τις σχολές στην Ευρώπη, η επιλογή των νέων που θα φοιτούσαν σε αυτά γινόταν
πάντα με κριτήρια το ήθος, τη φιλοπατρία και την επιμέλεια. Ο στόχος του Κ.
ήταν οι νέοι αυτοί να επιστρέψουν στην πατρίδα μετά την αποπεράτωση των σπουδών
τους και να δημιουργήσουν πυρήνες πνευματικής αναγέννησης του υπόδουλου γένους.
Η μεγάλη
προσπάθεια του Κ. να οργανώσει την Παιδεία βρήκε πάρα πολλούς συμπαραστάτες από
τους πλούσιους ομογενείς της Ευρώπης και της Ρωσίας που δέχθηκαν να ενισχύσουν
οικονομικά την προσπάθεια. Η Εταιρία εξαπλώνεται και στη Ρωσία. Στην Αγία
Πετρούπολη εκπρόσωπός της ορίζεται ο Ιω. Δομπόλης, στη Μόσχα οι αδελφοί Μπούμπα
και ο Βαρβάκης. Ο τελευταίος ενημερωμένος από τον Αλεξ.
Στούρτζα για την πρωτοβουλία του Κ. να ιδρύσει στην Οδησσό σχολή για τους
Έλληνες με σκοπό τη μόρφωσή τους και την επιστροφή τους στην πατρίδα για να
εκπαιδεύσουν τους εκεί νέους, προσέφερε 100.000 ρούβλια. Από τους τόκους των
χρημάτων αυτών θα σπούδαζαν τα φτωχά ελληνόπουλα μέχρις ότου ιδρυόταν η σχολή.
Μετά την ίδρυσή της ο Βαρβάκης θα προσέφερε άλλες 50.000 για την αγορά βιβλίων
και εποπτικών οργάνων.
Γ΄ Μακρυά από τον Τσάρο
Με την έκρηξη
της ελληνικής επαναστάσεως το 1821, την αλλαγή πολιτικής του Τσάρου Αλέξανδρου
Α΄ που τον κατάτρεχαν οι αμφιβολίες και άλλαζε συνεχώς τις αποφάσεις του ο Κ.
παραμένοντας πιστός στις θέσεις και αξίες του αναγκάζεται να αποχωρήσει από την
πολιτική σκηνή. Τέλος Ιουλίου του 1822 υπέβαλε την παραίτησή του. Ο Τσάρος δεν
θέλει να γίνει γνωστή η διαφωνία του και η ρήξη του με τον Κ. γι’ αυτό του
δίνει εξάμηνη άδεια για λόγους υγείας. Αργότερα στις επιστολές που έστειλε ο Κ.
στον Τσάρο για να τον ενημερώσει για τις κινήσεις του και τις μετακινήσεις του
στην Ευρώπη φαίνεται ότι μετάνιωσε που έφθασε σε σύγκρουση μαζί του : «…Τολμώ
να ελπίζω ότι η Αυτού Μεγαλειότης δεν θα την αρνηθεί την εύνοια σ΄ ένα
θεράποντα, που δεν θα είναι ευτυχισμένος παρά όταν θα μπορέσει να εργαστεί πάλι
κάτω από την επίβλεψή της και να είναι άξιος της εμπιστοσύνης Της».[5]
Ποιες είναι οι
ασχολίες του Κ. μακριά από τον Αυτοκράτορα ;
Παράλληλα με
την κοσμική ζωή, ο Κ. καταφέρνει να αναζωογονήσει τον φιλελληνισμό στην
Ελβετία, Γαλλία και Γερμανία. Ιδρύθηκαν φιλελληνικές επιτροπές που έκαναν εράνους
με σκοπό να δοθούν βοηθήματα στους στρατιωτικούς – κυρίως Γερμανούς – που
κατέβαιναν για να πολεμήσουν στην Ελλάδα. Βοηθήθηκαν επίσης ΄Έλληνες, οι
οποίοι, προέρχονταν από την Μολδαβία και Βλαχία και κατέβαιναν στην Ελλάδα μέσω
Ελβετίας και Μασσαλίας. Εκτός από τον Κ. Ελβετοί πρόκριτοι όπως ο Guillaume Favre-Bertrand, ο ιστορικός Léonard Simonde de Sismondi, ο καθηγητής Bellot, ο τραπεζίτης Eynard κ.α. αποτελούσαν την
οργάνωση που αποκλειστικό σκοπό της είχε να βοηθήσει τους ΄Έλληνες.
Με την έκρηξη
της ελληνικής επανάστασης πολλά γυναικόπαιδα για να αποφύγουν τις σφαγές των
Τούρκων και τις ατιμίες κατέφυγαν στα ιταλικά λιμάνια όπου ζητούσαν άσυλο και
προστασία. Ένα μέρος των χρημάτων της Εταιρίας των Φίλων των Μουσών κάλυψε τις
ανάγκες αυτές. Όσο το πρόβλημα διογκωνόταν ο Κ. αποφάσισε με τη συνεργασία των
ελληνικών κοινοτήτων της Τεργέστης, της Αγκώνας, της Βενετίας και της Δρέσδης
να ιδρύσουν ελληνικά σχολεία και οικοτροφεία για να στεγάσουν και να
προστατέψουν τα προσφυγόπουλα. Οι πλούσιοι ομογενείς και οι φιλέλληνες βοήθησαν
και αυτήν την προσπάθεια. Για τον Κ. δεν ήταν μόνος σκοπός του η προστασία των
παιδιών αυτών, αλλά και η εκπαίδευσή τους. Έπρεπε να μάθουν και να διατηρήσουν
την ελληνική γλώσσα, να μην ξεχάσουν την πίστη τους, τα ήθη και τα έθιμα της
πατρίδος, γιατί η νέα γενιά θα αποτελέσει, όπως έγραφε, την αληθινή σωτηρία της
Ελλάδος.
Δ΄Κυβερνήτης της Ελλάδος
Όταν ο Κ.
αποδέχεται την εκλογή του ως Κυβερνήτης
της Ελλάδος εκτός από τις επαφές του με τους επικεφαλής των ξένων δυνάμεων,
συνεννοείται με οικονομικούς και εκπαιδευτικούς παράγοντες τόσο για τα μαθήματα
που παρακολουθούσαν ήδη ελληνόπουλα στα διάφορα σχολεία της Ευρώπης, όσο και
για τα εκπαιδευτικά προγράμματα που θα έπρεπε να ορισθούν και να εφαρμοσθούν
και στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα.
Στον δρόμο
προς την Ελλάδα σταμάτησε στην Αγκώνα το Νοέμβριο του 1827 όπου παρέμεινε για
περίπου δύο μήνες. Ενημερώθηκε για τη λειτουργία του σχολείου και το
εκπαιδευτικό του πρόγραμμα. Συνέταξε μάλιστα επιστολή στον πάπα Λέοντα τον ΙΒ΄
μέσω του τοποτηρητή του στην Αγκώνα με την οποία τον ενημέρωνε για τον ρόλο του
σχολείου και του ζητούσε οικονομική ενίσχυση.
Όπως είχε
κάνει και με τη Σχολή της Μονής Τενέδου στην Κέρκυρα συνέταξε ο ίδιος τον
κανονισμό λειτουργίας του σχολείου. Με τον κανονισμό αυτό ορίζονται : το
προσωπικό του σχολείου και ο τρόπος μισθοδοσίας του, ένας επιτηρητής υπεύθυνος
για τη λειτουργία του σχολείου, ο οποίος παράλληλα θα ενημερώνει ανά τρίμηνο
την ελληνική διοίκηση για την πρόοδο των μαθητών και θα επισυνάπτει στην
αναφορά του μερικές ασκήσεις των μαθητών. Ορίζει μάλιστα ότι πρέπει να στραφεί
το ενδιαφέρον των παιδιών προς τις «βιοποριστικές τέχνες και επαγγέλματα, το
εμπόριο, τη ναυτιλία και τη γεωργία».
Σε επιστολή
του κατά την ίδια χρονική περίοδο προς τον συνεργάτη του Ανδρέα Μουστοξύδη
τονίζει ποια πρέπει να είναι τα προσόντα των διδασκάλων : α) να είναι ηλικίας
25-45 ετών και «ανεπίληπτοι εις το ήθος και την θεοσέβειαν», β) να είναι
«δυνατώτατοι εις την γλώσσαν των και ικανώς ειδότες μίαν των λαλουμένων ξένων
γλωσσών», γ) να είναι «έκδοτοι όλως εις τον έρωτα της μαθήσεως και να έχουν
ιδιάζουσαν ροπήν προς μίαν τινά των επιστημών». Τα δύο από τα τρία αυτά προσόντα των διδασκάλων είναι τα ίδια με
αυτά που ζητούσε για τα σχολεία της Επτανήσου πολιτείας.
Ο Κ. ήθελε να
γίνεται το μάθημα ενδιαφέρον για τον μαθητή και ήθελε την ενεργό συμμετοχή του.
Ο δάσκαλος δεν έπρεπε να περιορίζεται στην απλή παρουσίαση του θέματος, αλλά να
το κάνει ενδιαφέρον χρησιμοποιώντας κάθε εποπτικό μέσον ανάλογα με το
αντικείμενο της διδασκαλίας του.
Τον πρώτο χρόνο
της άφιξης του Κ. δεν υπήρχαν ούτε τα στοιχειώδη οικονομικά μέσα για την
εφαρμογή εκπαιδευτικού προγράμματος. Τα απαραίτητα χρηματικά ποσά βρέθηκαν από
τα χρήματα των Ελλήνων του εξωτερικού και των φιλελλήνων. Δεν θα μπορούσε να
ήταν διαφορετικά, γιατί όπως ο Κ. έγραφε στον Κοραή : «… Δια τα σχολεία
χρειάζονται οικήματα, εγώ δε φθάσας ενταύθα ευρήκα μόνον καλύβας όπου
εσκεπάζοντο πλήθος οικογενειών πειναλέων …». Μέρος κάλυψης των δαπανών για την
παιδεία εξασφαλίσθηκε με ψήφισμα της Δ΄ Εθνικής Συνελεύσεως που καθόριζε τη
φορολογία της εκκλησιαστικής περιουσίας χάριν των κοινωφελών ιδρυμάτων. Το ίδιο
μέτρο που είχε ληφθεί και με τη λειτουργία του σχολείου της Μονής Τενέδου στην
Κέρκυρα. Φορολογήθηκαν επίσης τα επιτόπια έσοδα. Το υπόλοιπο ποσόν εκαλύπτετο από
τον μικρό κρατικό προϋπολογισμό.
Στις 8
Οκτωβρίου 1828 θεμελιώθηκαν ο ναός και το κτήριο του ιδρύματος του
Ορφανοτροφείου Αιγίνης που κτίσθηκαν σε οικόπεδο που πρόσφερε η Δημογεροντία
της Αίγινας και στις 6 Απριλίου 1829 έγιναν τα επίσημα εγκαίνιά τους. Τα πρώτα
παιδιά που εγκαταστάθηκαν εκεί ήταν αυτά που εξαγοράσθηκαν από την Αλεξάνδρεια
με χρήματα του φιλέλληνα βασιλιά της Γαλλίας Καρόλου Ι΄. Στο οικοτροφείο της Αίγινας θα στεγάζονταν 500 –
600 ορφανά και απροστάτευτα παιδιά που εκτός από την στέγη και την προστασία θα
μορφώνονταν. Ο Κ. έγραψε και εδώ τον κανονισμό λειτουργίας και τον τρόπο
διορισμού των δασκάλων και επιτρόπων : «… ώστε το κατάστημα τούτον … να
καταστήση τους μαθητάς μετόχους των αγαθών της ηθικής και χριστιανικής αγωγής
και της υγιούς στοιχειώδους παιδείας …». Στον
Eynard έγραφε : «Έχω ήδη και μερικάς εκατοστάς παιδίων … τα οποία
συνάξας καθαρίζω, ενδύω και κατατάσσω, μέλλων να τα κατασκηνώσω εις το εδώ
ετοιμαζόμενον ευρύχωρον «καλυβοποίημα» όπου συσταθήσεται σχολείον αλληλοδιδακτικόν.
Και κατόπιν βλέπομεν τι ήμπορούμεν να κάμωμεν …».
Η γενική
εποπτεία όλων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανατέθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1829 στον
Κερκυραίο λόγιο και συνεργάτη ήδη από την περίοδο της παραμονής του Καποδίστρια
στην Ευρώπη, Ανδρέα Μουστοξύδη, δεινό φιλόλογο, ιστορικό, αρχαιολόγο και
ένθερμο πατριώτη στον οποίο ανέθεσε και τη διεύθυνση όλων των εκπαιδευτικών
ιδρυμάτων της Αίγινας καθώς και την επιστασία των τυπογραφείων της Κυβερνήσεως.
Ο Μουστοξύδης διαδέχθηκε επίσης τον Βιάρο Καποδίστρια στην προεδρία της
Επιτροπής του Ορφανοτροφείου.
Λειτουργούσαν
σε αυτό «αλληλοδιδακτικά σχολεία» που τα διηύθυνε τριμελής Επιτροπή με
Διευθυντή τον ιεροδιάκονο Νεόφυτο Νικητόπλο «τρεις κλάσεις ελληνικών
μαθημάτων», «χειροτεχνεία», πρακτικά εργαστήρια διαφόρων τεχνών για όσους
μαθητές δεν είχαν ικανότητες προόδου στα μαθήματα. Υπήρχαν επίσης ειδικοί
δάσκαλοι και τεχνίτες για την τυπογραφία και λιθογραφία, τη βιβλιοδετική, την
ωρολογοποιΐα, τη ραπτική, την ξυλουργική, την σιδηρουργική και την οικοδομική.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο Κ. είχε μεριμνήσει ώστε κάθε νέος
που τελείωνε την εκπαίδευση έπαιρνε ένα μικρό χρηματικό ποσόν για το ξεκίνημα
της δουλειάς του.
Η στοιχειώδης
εκπαίδευση ήταν υποχρεωτική. Υπήρχαν και οι νέοι που κατευθύνονταν προς τη
«ναυτική τέχνη» και οι αριστούχοι που συνέχιζαν στους Ευέλπιδες του Πολεμικού
Σχολείου του Ναυπλίου. Ο Κ. είχε
φροντίσει να διδάσκονται μουσική και σωματική αγωγή σε γυμναστήριο
εφοδιασμένο με τα απαραίτητα όργανα. Στο Ορφανοτροφείο δημιουργήθηκε η πρώτη
χορωδία και ορχήστρα νέων. Λειτουργούσαν επίσης αξιόλογη βιβλιοθήκη και το
πρώτο τυπογραφείο ελληνικής και γαλλικής, όπου τυπώνονταν τα απαραίτητα βιβλία
για τα σχολεία που διανέμονταν δωρεάν. Το δεύτερο καλύτερα οργανωμένο ήταν στο
Ναύπλιο και κατόπιν στη Σύρο και την Ύδρα.
Δεύτερο στάδιο
της οργάνωσης του εκπαιδευτικού προγράμματος του Κ. στον ελλαδικό χώρο ήταν το
πρότυπο ή τυπικό σχολείο. Το πρότυπο σχολείο λειτούργησε μέσα στους χώρους του
Ορφανοτροφείου τον Ιούλιο του 1829. Ήταν για τους προχωρημένους μαθητές και γι’
αυτούς που προορίζονταν να διδάξουν στα αλληλοδιδακτικά σχολεία. Δίδαξαν σε αυτό ο Κωσταντάς, ο Βενθύλος και ο Νικητόπλος. Στα
διδασκόμενα μαθήματα περιλαμβάνονταν η αρχαιολογία, η ιστορία της παιδαγωγικής,
η φιλοσοφία και η παλαιογραφία. Ο Κ. ήθελε η δεύτερη αυτή βαθμίδα να είναι σύγχρονη
με τις παιδαγωγικές απόψεις της εποχής.
Το Κεντρικό
Σχολείο ήταν ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα τριετούς φοιτήσεως για την κατάρτιση
των δασκάλων και για όσους ήθελαν να συνεχίσουν τις ανώτερες σπουδές τους. Από το
σχολείο αυτό θα έβγαιναν τα στελέχη της οικονομίας και οι δημόσιοι υπάλληλοι. . Οι εξετάσεις ήταν υποχρεωτικές για την προαγωγή
στο επόμενο έτος. Βασικοί δάσκαλοι διορίσθηκαν ο Γ. Γεννάδιος που θα δίδασκε
την «ελληνικήν γλώσσαν επί των ενδοξοτέρων συγγραφέων, συντακτικόν, γεωγραφίαν
και ιστορίαν» και ο Ι. Βενθύλος που θα δίδασκε «Έλληνας ποιητάς», μαθηματικά
και τη γαλλική γλώσσα που εισαγόταν πρώτη φορά στο ελληνικό σχολείο. Τόσο η
διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας όσο και της γαλλικής ήταν υποχρεωτική. Δύο
ακόμη δάσκαλοι ορίσθηκαν ο ζωγράφος Φ. Βότζας για τη «σκιαγραφία» και ο Αθ.
Αβραμιάδης για τη μουσική.
Ήταν τόσες οι
αιτήσεις για φοίτηση σε αυτό το Σχολείο ώστε ο Κ. έδωσε εντολή στους
αρχιτέκτονες Κλεάνθη και Schaubert
να εκπονήσουν σχέδια για την ανέγερση νέου κτηρίου. Το κτήριο αυτό κτίσθηκε με
χρήματα του φίλου του Κ. και φιλέλληνα Eynard γι’ αυτό και ονομάσθηκε «Εϋνάρδειον».
Παρά το
φορτωμένο πρόγραμμά του στην Ελλάδα ο Κ. παρακολουθούσε προσωπικά όπως και όταν
ήταν στην Ευρώπη την πρόοδο των σπουδαστών και τους προέτρεπε να ακολουθούν την
οδό της αρετής, εάν ήθελαν να είναι χρήσιμοι στην κοινωνία και την πατρίδα.
Η λειτουργία
του Κεντρικού Σχολείου ατόνησε μετά τη δολοφονία του Κ. Τελικά μεταφέρθηκε στην
Αθήνα το 1835 και μετασχηματίσθηκε σε Γυμνάσιο με πρώτο γυμνασιάρχη τον Γ.
Γεννάδιο. Είναι το σημερινό Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών.
Η πρόοδος
εφαρμογής του εκπαιδευτικού προγράμματος κατά το σύντομο χρονικό διάστημα της
διοίκησης της χώρας από τον Κ. ήταν εκπληκτική. Στην έκθεσή του ο Ν.
Χρυσόγελος, στο τέλος του 1830, εκθέτει την πρόοδο αυτή που πραγματοποιήθηκε σε
δύο μόλις χρόνια. Σύμφωνα λοιπόν με την έκθεση Χρυσόγελου : -
·
Λειτουργούσαν 121 κυβερνητικά αλληλοδιδακτικά
σχολεία με 9.246 μαθητές.
·
5000 μαθητές διδάσκονταν από ελεύθερους
δασκάλους γιατί δεν υπήρχαν ακόμη τα κτήρια.
Είναι πράγματι συγκινητικό αυτό
που γράφει ο Χρυσόγελος ότι ο πόθος των Ελλήνων ήταν τόσος ώστε «προκρίνουν να
πεινούν μάλλον ή να εγκαταλείψουν τα τέκνα των εις αισχράν αμαθίαν». Προέβλεπε
μάλιστα τον διπλασιασμό των μαθητών για το έτος 1831.[6]
Εκτός των σχολείων που ήδη
αναφέρθηκαν λειτουργούσε το Εκκλησιαστικό Σχολείο Πόρου που ιδρύθηκε στις 3
Φεβρουαρίου 1830 και στεγαζόταν στη μονή της Ζωοδόχου Πηγής και η Αγροτική
Σχολή στην Τίρυνθα δωρεά και πάλι του Eynard. Σε κάθε απόφοιτο αυτής της σχολής δώριζαν τα απαραίτητα
εργαλεία, ενίσχυση για το ξεκίνημα της εργασίας του. Και αυτό ήταν δωρεά του Eynard. Για τη σχολή της Τίρυνθας ο
Κ. κάλεσε από το Παρίσι τον ειδικό επιστήμονα Γρ. Παλαιολόγο για να διδάξει
τους αγρότες τους τρόπους καλλιέργειας. Ειδική εμπορική σχολή
ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1831 στη Σύρο όπου ανθούσε το εμπόριο.
Από
όλη αυτή τη μεγάλη δραστηριότητα δεν μπορούσαν να αγνοηθούν τα κορίτσια.
Λειτουργούσε, στην Αίγινα πάλι, σχολείο «δια τα κοράσια» με 30 μαθήτριες και
διορισμένη δασκάλα. Το σχολείο αυτό το είχε ιδρύσει αρχικά η δούκισσα της
Πλακεντίας. Άλλα δημόσια σχολεία θηλέων κτίστηκαν στην Σύρο το 1829 όπου
λειτουργούσε ήδη μικτό σχολείο υπό τη διεύθυνση του φιλέλληνος Κορκ, στο
Ναύπλιο, στην Αθήνα και στην Ύδρα. Το πρώτο ιδιωτικό σχολείο θηλέων ιδρύθηκε το
1831 από τη Γαλλίδα Βολμερόζ στο Ναύπλιο για τα κορίτσια των πλούσιων
οικογενειών, ενώ στην Τήνο υπήρχε σχολείο θηλέων υπό τη διεύθυνση του
Αμερικανού Κινγκ.
Ο
Κ. είχε ακόμη σκεφθεί την ίδρυση πανεπιστημίου. Η πρότασή του αυτή βρίσκεται
στο υπόμνημα που έδωσε στον λόρδο Καστλρη το 1815 «Περί της οργανώσεως των
Ιονίων νήσων». Ήθελε το πανεπιστήμιο αυτό να βρίσκεται στην Ιθάκη και να
σπουδάζουν όλοι οι νέοι της υπόδουλης Ελλάδας αντί να πηγαίνουν στα
πανεπιστήμια της Ευρώπης. Όπως είναι γνωστό το σχέδιο αυτό απορρίφθηκε. Ο Κ.
πίστευε ότι πρέπει οι νέοι να σπουδάζουν στο εξωτερικό αφού πρώτα φοιτήσουν σε
σχολεία του εσωτερικού και διαμορφώσουν ελληνική συνείδηση, γιατί εάν
αποδημήσουν σε νεαρή ηλικία επιστρέφουν στην Ελλάδα «αποξενωμένοι των ηθών, της
γλώσσης και αυτής της θρησκείας των πατέρων τους … Καλλίτερον λοιπόν αν οι περί
ών ο λόγος νέοι απεδήμουν από της
γενεθλίας γης εν ηλικία 14 ή 15 ετών … Εκ τούτων δη των μαθητών, αν οι
φρονιμώτεροι και επιμελέστεροι εστέλλοντο προς αμοιβήν να τελειοποιήσωσι την
παιδείαν των εν αλλοδαπής, τότε …ευωδούτο η βαθμιαία μούσωσις της Ελλάδος …
Ειδέ μη, εγώ δεν θέλω λάβει ουδεμίαν μετοχήν είς την προκειμένην υπόθεσιν, μη
δυνάμενος να αναδεχθώ εις την συνείδησιν και ευθύνην μου σύστημα εκπαιδευτικόν
καταλήγον εις το να αποεθνώση και διαφθείρη την μερίδα της νέας γενεάς αυτήν
εκείνην, εφ' ή μάλιστα η Ελλάς ελπίζει …»[7]
Στόχος και
θυσία ζωής για τον Ι.Κ. ήταν η προσφορά του στο Έθνος και στην Ελλάδα. Η
προσφορά του στην ελληνική παιδεία ανεκτίμητη. Η μελέτη, η γνώση και η εμπειρία
του τον οδήγησαν στην πεποίθηση ότι η οργάνωση της παιδείας αποτελεί «τον
γωνιαίον λίθον» για την ανασυγκρότηση του Κράτους και του Έθνους. Έρριξε το
κέντρο βάρους του στη στοιχειώδη εκπαίδευση και μόλις αυτή οργανώθηκε
ασχολήθηκε με την «μέση εκπαίδευση» και θα συνέχιζε με την ίδρυση Πανεπιστημίου
στο οποίο θα φοιτούσαν οι απόφοιτοι του Κεντρικού Σχολείου. Το εκπαιδευτικό ιδανικό
της παιδείας ήταν η υγιής παιδεία,
δηλαδή η ανάπτυξη της διάνοιας των μαθητών και η παροχή σε αυτούς στερεών και
χρήσιμων γνώσεων, αλλά προπάντων η ηθική διάπλαση του χαρακτήρος τους.[8]
Στόχος
του επίσης ήταν οι νέοι να μάθουν την ελληνική γλώσσα και να την διατηρήσουν
μαζί με την ορθόδοξη χριστιανική πίστη ακμαία και ανόθευτη. Ήθελε ακόμη αλώβητη
την εθνική συνείδηση. Το ρεύμα του Διαφωτισμού κάθε άλλο παρά τον άφησε
αδιάφορο. Από τους διαφωτιστές αντλεί τη βαθιά του πίστη στη δύναμη του
πνεύματος, στην καλλιέργεια και στην ηθική διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων, ως
προϋπόθεση για ένα κοινωνικό μετασχηματισμό. Κοσμοπολίτης αναμφισβήτητα ήταν
πριν απ’ όλα Κερκυραίος και Έλληνας, με έμφυτη ποιητική διάθεση και απέραντη
νοσταλγία για τη γη των πατέρων του. Ήταν ένας οπαδός της μεσότητας, εκτός και
αν επρόκειτο για θέματα αρχών και δικαίου. Δεν αρνήθηκε τις νέες ιδέες που κατέκτησαν
τότε τον ευρωπαϊκό χώρο. Από αυτές επέλεξε και κράτησε αυτές που θα ήταν
χρήσιμες για τους ‘Έλληνες νέους και τις προσάρμοσε στην ελληνική
πραγματικότητα. Ταυτίστηκε με τους Διαφωτιστές για την αναγκαιότητα της προόδου
και της παιδείας. Δημιούργησε όμως, ένα δικό του ελληνικό διαφωτισμό.
Ο
Ι.Κ. υπήρξε διανοούμενος και εύρισκε τον χρόνο όχι μόνο να μελετά, αλλά και να
συναναστρέφεται με ανθρώπους του πνεύματος. Ο Goethe τον περίβαλε με εξαιρετική
εκτίμηση και θαυμασμό. Επίσης ο Ugo Foscolo,
ο Ρώσος λογοτέχνης, δημοσιογράφος και ιστορικός Nikolai Karamzin , ο
Γερμανός φιλόλογος, κριτικός, ποιητής και πολιτικός Wilhelm von Humboldt, ο Γάλλος συγγραφέας
και πολιτικός François René de Chateaubriand και άλλες προσωπικότητες υπήρξαν οικείοι του. Στη Ρωσία είχε
αποκτήσει τη φήμη σοφού και φωτισμένου ανθρώπου, προστάτη των επιστημών και των
τεχνών. Η Ακαδημία Επιστημών της Αγίας Πετρούπολης τον εξέλεξε το 1818 επίτιμο
μέλος της και ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους φιλολογικούς κύκλους.
Ο
Κ. ήταν για τον Σπηλιάδη χριστιανός ειλικρινής και φίλος της ειρήνης και της
δικαιοσύνης, «εφάμιλλος του Σωκράτους κατά την ηθικήν, του Θεμιστοκλέους κατά
το φιλόπατρι, του Αριστείδου κατά την δικαιοσύνην, άλλος Κόρδος κατά την
αυταπάρνησιν, … ήλθεν εις την Ελλάδα δια να την σώση από τον όλεθρον και υπέρ
αυτής αγωνιζόμενος να αποθάνη…». Ήταν ο άνθρωπος που όπως έγραψε σε επιστολή
του ο Μέττερνιχ «…διακατεχόταν πάντοτε από ιδέες ενώ εγώ από ρεαλισμό. Δεν
υπάρχει άλλη διαφορά μεταξύ μας, γιατί διαθέτει πνεύμα και είναι καλός άνθρωπος
…» και όπως έγραψε ο Ρώσος Υπουργός των Εξωτερικών Nesselrode ο Κ. «εργαζόταν για έναν
κόσμο, καμωμένο από όντα τόσο τέλεια όσο και ο ίδιος», ενώ ο Κίσσιγκερ τον χαρακτήρισε ως τον Έλληνα
ευγενή που κατάφερε να συνδυάσει τις φιλελεύθερες αρχές του Διαφωτισμού με την
υπηρεσία του σε απολυταρχικό ηγεμόνα.[9]
Μετά
τη δολοφονία του Κυβερνήτη έσβησαν και τα μεγαλόπνοα εκπαιδευτικά του σχέδια.
Θα τελειώσω με λίγες λέξεις του φίλου του Κ. και μεγάλου φιλέλληνα Eynard : «ο θάνατός του είναι συμφορά για την Ελλάδα.
Είναι δυστύχημα Ευρωπαϊκό, δεν φοβούμαι να το είπω …, όστις εδολοφόνησε τον
Κόμητα Καποδίστριαν, εδολοφόνησε την πατρίδα του».
[2]
Σπυρ.Μ.Θεοτόκης, Ἡ ἐθνική συνείδησις τοῦ
Καποδιστρίου και ἡ ἑλληνική γλω σσα, Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών τ. Ζ΄, 1932.
[3] Μάρκος
Θεοτόκης, Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἐν
Κεφαλληνία και αἱ στάσεις αὐτῆς ἐν ἔτεσι 1800,1801,1802, Κέρκυρα 1889, σελ.
[4]
Σπ.Σίτου, Η συμβολή του Καποδίστρια εις
την παιδείαν του έθνους, Αθήναι 1978, σελ.25.
[5] Γρηγ.
Δαφνής, Ιωάννης Α.Καποδίστριας, Ικαρος,
Αθήνα 1976, σελ. 425.
[6] Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ.12, σελ.592.
[7]
Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, Ο κυβερνήτης
Καποδίστριας και η απελευθέρωσις της Ελλάδος, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2008, σελ.249.
[8]
Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, ο.α. σελ.244.
[9] Χένρυ Α.
Κίσσιγκερ, Ένας επαναστατημένος κόσμος, Εκδόσεις
Παπαζήση, Αθήνα 2003, σελ.386.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου