Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ ΟΡΗ ΛΕΝΗ


                           ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ ΟΡΗ ΛΕΝΗ
                                    ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ, ΤΕΤΑΡΤΗ 24 ΜΑΙΟΥ 2017


Θα ήθελα να ξεκινήσω την αποψινή εισήγησή μου για το βιβλίο της Μαίρης Αρβανιτάκη Ορή Λένη με την προσωπική μου εμπειρία. Συγκεκριμένα βρισκόμουν στην Κέρκυρα, καλοκαίρι, και έμαθα για την παρουσίασή του «μετά εορτής». Την επομένη, το βράδυ, το αγόρασα από την έκθεση του βιβλίου που γίνεται κάθε καλοκαίρι στη «μεγάλη πλατεία». Επιστρέφοντας στο σπίτι άρχισα να το διαβάζω. Οι πρώτες εντυπώσεις μου ήταν ότι επρόκειτο για ένα ενδιαφέρον βιβλίο. Συνέχισα την ανάγνωση την επομένη κατά το μεσημεράκι. Είχα βάλει το φαγητό στην κουζίνα, πήρα το βιβλίο μου και βγήκα στη βεράντα για να συνεχίσω το διάβασμα. Απορροφημένη ξέχασα την πραγματικότητα. Το αποτέλεσμα όχι μόνο κάηκε το φαγητό, αλλά πέταξα και την κατσαρόλα !

            Τι το ιδιαίτερο έχει αυτό το βιβλίο ώστε να σε απορροφά τόσο ; Πρώτα είναι η κοινωνία της Κέρκυρας μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Η Κέρκυρα είχε μόλις βγει από τον πόλεμο βαρύτατα τραυματισμένη. Πολλές οι υλικές ζημίες που οι αεροπορικές επιδρομές είχαν προξενήσει σε κτίσματα και τεχνικά έργα τόσο μέσα στην πόλη όσο και στην επαρχία. Στα χωριά οι κάτοικοι εξακολουθούσαν να ασχολούνται με τις ελιές και γενικότερα τα κτήματά τους ανάλογα με την περιουσία που ο καθένας διέθετε και ανάλογα φυσικά με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν. Η πλειοψηφία τους εξασφάλιζε μεν τα προς το ζην, δεν είχε όμως την οικονομική άνεση που θα προσέδιδε μια διαφορετική ζωή. Η εργασία στα κτήματα ήταν σκληρή και κοπιαστική.
Εμφανής ήταν επίσης η κρίση της αστικής κοινωνίας του νησιού. Η εμπορική, βιομηχανική και ναυτιλιακή κίνηση φθίνουν συνεχώς, παρά το γεγονός ότι  δεν παύει το νησί να αποτελεί σημαντικό τουριστικό χώρο. Η   μετανάστευση στο εσωτερικό, αλλά και στις χώρες του εξωτερικού γίνεται είτε για λόγους σπουδών, είτε επιβίωσης, είτε εξυπηρέτησης βασικών αναγκών.
Οι οικογενειακοί δεσμοί παραμένουν σταθεροί. Ο πατέρας είναι ο αφέντης και η μητέρα και όλα τα άλλα μέλη της υπακούουν στις εντολές του. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μένουν μαζί, άλλωστε το πατρικό σπίτι στα περισσότερα χωριά παραμένει κληρονομιά στα αγόρια τα οποία γηροκομούν τους ηλικιωμένους γονείς τους. Τα κορίτσια παντρεύονται αυτόν που ο πατέρας ορίζει και ως έγγαμες πλέον μένουν στο σπίτι του γαμπρού.
Η εκκλησία επίσης βρίσκεται στο κέντρο της κοινωνικής ζωής. Είναι ο χώρος της κυριακάτικης λειτουργίας, της συνάντησης συγχωριανών, συγγενών και φίλων, ο χώρος συνάντησης από μακρυά των ερωτευμένων, ο χώρος της χαράς με τους γάμους και τις βαπτίσεις, αλλά και ο χώρος της λύπης με τις κηδείες και τα μνημόσυνα. Όσο για το καφενείο είναι ο τόπος συνάντησης των ανδρών του χωριού τις καθημερινές τα βραδάκια και τις Κυριακές μετά την εκκλησία.
Αυτή σε γενικές γραμμές είναι η κατάσταση στην Κέρκυρα κατά την περίοδο της ιστορίας μας που ξεκινά από το χωριό Βαρυπατάδες, συνεχίζει στα Καρουμπάτικα και καταλήγει στην πόλη. Εικόνες από τις δουλειές στα κτήματα και τη σκληρή δουλειά που αυτές απαιτούν, εικόνες από τις διάφορες εκδηλώσεις της ζωής με την οικογένεια και με την τοπική κοινωνία. Τα ήθη και τα έθιμα. Οι ελιές και τα αμπέλια, κύρια προϊόντα της κερκυραϊκής γης. Όλοι είναι δεμένοι με τη γη τους : την αγαπούν αλλά και την σέβονται. Την καλλιεργούν κάτω από διαφορετικές καιρικές συνθήκες – είναι δυνατές οι σκηνές της δουλειάς μέσα στα χωράφια που περιγράφει η Μαίρη Αρβανιτάκη - και εκείνη τους το ανταποδίδει, όσο αυτό είναι δυνατό εφόσον σημαντικός καθοριστικός παράγοντας της παραγωγής παραμένει ο καιρός. Ζωή δύσκολη στην καθημερινότητά της : δουλειά στα χωράφια για άνδρες και γυναίκες, δουλειά και στο σπίτι για τις γυναίκες. Ο έρωτας για τις περισσότερες περιπτώσεις σημαίνει γάμος, δημιουργία οικογένειας και υποχρεώσεις κυρίως μέσα στα χωρικά όρια του χωριού.  Υπάρχει, όμως, η επιθυμία φυγής από το χωριό και εγκατάστασης στην πόλη, επιθυμία που εκφράζεται από ένα μικρό μέρος των ατόμων κυρίως από τις γυναίκες. Συνήθως ως δικαιολογία προβάλλεται η δυνατότητα εύρεσης εργασίας για τους ασθενέστερους οικονομικά ή η εκπαίδευση των παιδιών για όσους έχουν οικογένεια ή ο συνδυασμός εργασίας και μετεγκατάστασης στο αστικό κέντρο. Στην ουσία όμως είναι η διάθεση αλλαγής του τρόπου ζωής, εφόσον το αστικό περιβάλλον θεωρείται ανώτερο ποιοτικά. Στην πόλη υπάρχουν τα καταστήματα, ο κόσμος, οι πολλές και διαφορετικές καθημερινές εικόνες που εισπράττει ο καθένας με έναν απλό περίπατο, τόσο διαφορετικό από τις εικόνες του χωριού.
Η Μαίρη Αρβανιτάκη μεταφέρει αυτή την ιστορική πραγματικότητα στο Ορή Λένη. Είναι η κερκυραϊκή κοινωνία του χωριού και της πόλης της δεκαετίας του 50. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να τονίσω τη σημασία αυτών των μυθιστοριών που μεταφέρουν γεγονότα, εμπειρίες, βιώματα, μαρτυρίες μιας εποχής που θα είχαμε ξεχάσει ή δεν θα γνωρίζαμε παρά μόνο από τις ιστορικές πηγές. Πρόκειται για γεγονότα που άπτονται της οικογένειας της συγγραφέως, αλλά αντιπροσωπεύουν μια μικρή κοινωνία. Αυτήν του χωριού και αργότερα της πόλης της Κέρκυρας. Τα ιστορικά στοιχεία ανταποκρίνονται σε μια εποχή που χάνεται όταν χάνονται και οι άνθρωποι.
Οι γυναίκες εκπροσωπούν 3 γενεές : οι νόνες, οι μητέρες, οι κόρες που θα γίνουν σύζυγοι. Η νόνα Ειρήνη, η σιόρα Μαρία, η Λένη και η Αμαλία, αλλά και η νόνα Σοφία, η Μαγδαληνή και όλες οι άλλες γύρω τους. Οι νόνες μένουν στο σπίτι για τις δουλειές, εκπροσωπούν την εμπειρία της ζωής και οι παρεμβάσεις τους ή οι συμβουλές τους φέρνουν την ισορροπία μέσα στην οικογένεια. Οι μάνες υποταγμένες στους άνδρες τους, δίνουν τον δικό τους αγώνα σχινοβατώντας ανάμεσα στον σύζυγο-αφέντη, στη νόνα και στα παιδιά. Μεγαλώνουν τα αγόρια για να συνεχίσουν τον ρόλο του πατέρα τους είτε σπουδάζοντας είτε δουλεύοντας στα κτήματα. «Τα αγόρια σπουδάζουν και οι κοπέλλες μένουν σπίτι» έλεγε ο Μίμης. Οι μάνες έπρεπε να μεγαλώσουν τα θηλυκά μαθαίνοντάς τα όλες τις υποχρεώσεις μιας γυναίκας μέσα στην οικογένεια. Εξαίρεση  σε αυτό το τυπικό η ηρωΐδα του βιβλίου, η Λένη, αλλά και η Μαγδαληνή που κρατά ένα δευτερεύοντα ρόλο που όμως, δείχνει γυναίκα που αναλαμβάνει τα ηνία της οικογένειας μετά τον θάνατο του συζύγου της. Η Λένη είναι η γυναίκα που παίρνει τη ζωή της στα χέρια της, γιατί πιστεύει ότι της ανήκει. Είναι αυτή που δεν διστάζει να πάει κόντρα στον πατέρα και τη βούλησή του, όταν βεβαιώνεται ότι ο άνδρας που γνώρισε θα της εξασφάλιζε μια ζωή δύσκολη αρχικά από οικονομικής απόψεως, ευτυχισμένη όμως ως προς τη συνύπαρξη και των δύο τους. Η Λένη δεν σπάει τους δεσμούς της οικογένειας. Η επανάστασή της ως προς τις απόψεις των γονέων της δεν δείχνει έλλειψη σεβασμού απέναντί τους, απλά πιστεύει στη σωστή επιλογή της και την διεκδικεί. «Είχε ανάγκη την αγάπη τους, όπως έχουν ανάγκη τα λουλούδια το φως, όπως τα δένδρα τον ήλιο, όπως το χώμα τη βροχή» γράφει η Μαίρη Αρβανιτάκη. Γι’ αυτό επανέρχεται στην οικογένειά της, όταν παντρεύεται και αναγνωρίζουν οι δικοί της τον γάμο της. Όταν  αργότερα αποφασίζει να εργαστεί και εκεί επιβάλλει την άποψή της και την δικαιολογεί, αυτή τη φορά στον σύζυγό της. Είναι σωστή στη σκέψη της, δυνατή και αποφασιστική γι’ αυτό και πετυχαίνει.
Δεν θέλω να μακρυγορίσω και να σας κουράσω. Άλλωστε καθένας από εσάς που θα διαβάσει το βιβλίο της Μαίρης Αρβανιτάκη Ορή Λένη θα μπορεί να αναφέρει τις δικές του εντυπώσεις και σκέψεις. Η συγγραφέας έχει κατορθώσει με απλό και καθαρό στυλ να εστιάσει στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο της Κέρκυρας και να μας μεταφέρει εικόνες που μας γυρίζουν πίσω κάποια χρόνια, που μας θυμίζουν ίσως κάτι που και εμείς ζήσαμε ή ακούσαμε να διηγούνται συγγενείς, φίλοι ή γνωστοί. Και δεν είναι λίγες οι στιγμές που μπροστά σε μια τέτοια εικόνα δακρύσαμε από το ξεχείλισμα της αγάπης ή του πόνου των ηρώων που ενσαρκώνουν την οικογένεια, την κοινωνία, την εποχή τους. Θα ήθελα επίσης να προσθέσω ότι διαβάζοντας για τη Λένη, τη σύζυγο και τη μητέρα, μου ήρθε στο νου το βιβλίο ενός άλλου Κερκυραίου, Εβραίου στο θρήσκευμα, που γεννήθηκε στο νησί, αλλά μετανάστευσε με τους γονείς του στη Μασσαλία του Albert Cohen. O Cohen μετά από τις εγκύκλιες σπουδές του στο σχολείο των καλλογραιών της Μασσαλίας και τις πανεπιστημιακές στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης εργάσθηκε στο Διεθνές Γραφείο Εργασίας. Η λογοτεχνική του δημιουργία είναι πλούσια και αριθμεί πολλά βιβλία.  Ένα από τα πολλά λογοτεχνικά βραβευμένα έργα του είναι και αυτό με τον τίτλο Το βιβλίο της μητέρας μου. Όπως ο συγγραφέας αναφέρει το έγραψε ως φόρο τιμής για τη γυναίκα που τον έφερε στη ζωή, που τον μεγάλωσε, που τον αγάπησε όσο κανείς άλλος και που ήταν πάντα έτοιμη, όσο βρισκόταν στη ζωή, για να τον στηρίξει. Αυτή τη γυναίκα που εκείνος πολλές φορές, όπως γράφει, στενοχώρησε. Έγραψε αυτό το βιβλίο για να μείνει ζωντανή η μνήμη της, και για να εκπληρώσει το χρέος του γιου προς την μητέρα. Έχω την εντύπωση ότι αυτό κάνει με το Ορή Λένη και η Μαίρη Αρβανιτάκη : ένα βιβλίο ύμνο και τιμή στη μητέρα της. Ένα βιβλίο που θα κρατήσει ζωντανή τη μνήμη της σε όσους το διαβάσουν. Μια εκπλήρωση του χρέους που αισθάνονται κάποια παιδιά που αποφασίζουν να γράψουν για να τιμήσουν τη μάνα, όταν αυτή δεν υπάρχει πια.
Προσωπικά πιστεύω ότι δεν έχασα και ότι χαλάλι  το φαγητό και η κατσαρόλα που έκαψα μπροστά στην απόλαυση που είχα από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου !


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου