Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ – ΖΑΝ ΜΩΡΕΑΣ

              
            Ο 19ος αιώνας στην ελληνική ιστορία είναι λαμπρός : ελληνική επανάσταση του 1821 και απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό, άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια ως πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος, δολοφονία του, εκλογή του Όθωνα ως πρώτου Βασιλέα, ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, επανάσταση στην Κρήτη, είναι μερικά από τα σημαντικότερα ιστορικό-πολιτικά δρώμενα.

            Στην ελληνική λογοτεχνική σκηνή δεσπόζουν τα ονόματα του Σολωμού, του Κάλβου, του Κοραή, του Σούτσου και άλλων, ενώ το 1865, δέκα χρόνια πριν από τη δημοσίευση του έργου του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου «Τρυγόνες και έχιδναι», πρωταγωνιστούν εξίσου μεγάλα ονόματα της ελληνικής λογοτεχνικής δημιουργίας όπως οι Δ. Παπαρρηγόπουλος, Σπυρ. Βασιλειάδης, ΄Αγγελος Βλάχος, Σπ. Ζαμπέλιος, Κλ. Ραγκαβής, Ροΐδης, Βαλαωρίτης, Προβελέγγιος, Παλαμάς. Η γλώσσα των ποιητών της πρώτης και δεύτερης μετεπαναστατικής γενεάς παραμένει η καθαρεύουσα. Για μεν την πρώτη η θεματογραφία εξακολουθεί να εμπνέεται από τα ιδεώδη της ελληνικής επανάστασης του 1821 και να μιμείται δυτικοευρωπαϊκά ρομαντικά πρότυπα τόσο που ο Παλαμάς να ανακαλύπτει εύκολα στο έργο του ελληνικότατου κατά τα άλλα Γεωργίου Παράσχου επίδραση «βυρωνείου μελαγχολίας και των λαμαρτινείων εμπνεύσεων.»  Για δε τη δεύτερη επειδή ακριβώς την αποτελούν αυτοί που γεννήθηκαν γύρω στο 1840 και είναι κατά κανόνα Αθηναίοι (Βλάχος, Ραγκαβής, Παπαρρηγόπουλος, Βασιλειάδης) και η χρονική απόσταση από τον Αγώνα ολοένα μεγαλώνει, γίνονται φανατικότεροι κήρυκες της καθαρεύουσας και του Ρομαντισμού. Τα φιλολογικά σωματεία που ιδρύονται διοργανώνουν λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και συμμετέχουν ενεργά στις φιλολογικές συγκρούσεις. Μεταξύ αυτών των σωματείων ιδρύεται το 1865 από νέους που έχουν διάθεση για δουλειά ο φιλολογικός σύλλογος Παρνασσός που είναι και ο πιο δραστήριος από όλους.
            Ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος συμμετέχει στα λογοτεχνικά δρώμενα της εποχής του και στις συζητήσεις γύρω από τις πηγές έμπνευσης και τη γλώσσα. Είναι ενημερωμένος στα πνευματικά ζητήματα, δεν ξεχωρίζει πολύ στα θεωρητικά από τον Ροΐδη, αλλά στην αξιολόγηση των ποιητών τιμά τον Σολωμό και τον Βαλαωρίτη, τον Τερτσέτη και τον Λασκαράτο και δίπλα σε αυτούς τους εκπροσώπους της ρομαντικής σχολής. Μαζί με τον Προβελέγγιο μένει σταθερά στο σοβαρό τόνο της ποίησής του, παρόλο που έχει πάρει το μέρος του Βλάχου στην έριδά του με τον Ροΐδη και παρόλη την κλίση του προς την καθαρεύουσα, στη μοναδική συλλογή που έγραψε ελληνικά σκηνοθετεί όπως είπε ο Παλαμάς, «ένα συναπάντημα χεριών : στίχοι που θυμίζουν Ραγκαβή και Παπαρρηγόπουλο, τη γλώσσα του Βαλαωρίτη, τη Νεοελληνική Μυθολογία του Πολίτη, τον Baudelaire και το δημοτική τραγούδι…»
            Νέος λογοτέχνης, έχει να επιδείξει την εποχή της συμμετοχής του στη συζήτηση, το 1878, αρκετή φιλολογική δράση. Το όνομά του απαντά στα περιοδικά και στα ημερολόγια της εποχής, με πεζά και έμμετρα, πρωτότυπα και μεταφράσεις. Το 1873 εκδίδει μια ανώνυμη ποιητική ανθολογία στην οποία συνυπάρχει το παλαιό με το νέο. Ο εκδότης εκφράζεται με θαυμασμό για τη γενιά του Σούτσου και του Ζαλοκώστα, αλλά και για τα ποιήματα στη δημοτική του Τυπάλδου και του Βαλαβάνη. Στο έργο του διαφαίνεται η ανάγκη του να ξεπεράσει το ρομαντισμό. Την ίδια αυτή αμφιταλάντευση συναντάμε και στην ποιητική σου συλλογή Τρυγόνες και έχιδναι, την οποία εκδίδει το 1878. Είναι τρίγλωσση : ποιήματα στη δημοτική και στην καθαρεύουσα με στίχους ρομαντικούς αλλά και νέους, καθώς και ποιήματα στα γαλλικά. Ο Παλαμάς αναφέρει τη συγκίνηση που ένοιωσε όταν πρωτοείδε τον Παπαδιαμαντόπουλο και διάβασε τα πρώτα ποιήματά του της συλλογής. Γράφει : «κι άρπαξε δυνατά την ψυχή μου η συλλογή του Παπαδιαμαντόπουλου Τρυγόνες και έχιδναι. Με αυτή τη συλλογή, την οποία τυπώνει σε ηλικία μόλις 22 ετών και παρόλη την επανάληψη τυπικών ρομαντικών θεμάτων, όπως η αγάπη στη σελήνη ή η ερωτική οδύνη, έφερνε πραγματικά κάτι νέο : μια ουσιαστικότερη βίωση της ζωής και μιαν ελαφριά επικούρεια αντίληψη του κόσμου. Ο Παπαδιαμαντόπουλος θέλησε έτσι να αποχαιρετίσει την εφηβεία του και να συγκεντρώσει τα καλύτερα ποιήματα που είχε γράψει αυτήν την περίοδο. Η πρόθεσή του αυτή φαίνεται καθαρά στον «επίλογο» :
                        … θα βρεις εδώ
                        Τα τρελά χρόνια της πρώτης νιότης μου,
                        Τις χίμαιρες (τους έρωτες) μιας απλοϊκής καρδιάς
                        Το μίσος μου, την πλήξη μου, τις επιθυμίες μου, τις ελπίδες μου.
            Επηρεασμένος από τις μελέτες του, φαίνεται ότι στα 1878 έχει ήδη συλλάβει ένα περισσότερο «λογοτεχνικό» σχέδιο : να δώσει στη συλλογή του μια ενότητα, να παρουσιάσει το σύνολο της προσωπικότητάς του και να δείξει ότι αυτή εξηγείται μέσα από ένα μπωντλερικό δυϊσμό. Μέσα στο πνεύμα του και στην καρδιά του ηχεί ο θόρυβος από την αιώνια πάλη ανάμεσα στις δυνάμεις του Καλού και στις δυνάμεις του Κακού. Έχει «φτερά για τη θύελλα και για το γαλάζιο τ’ουρανού». Μέσα στην καρδιά του ηχούν άλλοτε τα τρυγόνια και άλλοτε οι οχιές. Στον «Πρόλογο» ο ποιητής γράφει :
                        …παρά τη θέλησή μου, τα χείλη μου ψιθυρίζουν
                        Τα σφυρίγματα των φιδιών και το τραγούδι των τρυγόνων.
            Στο ελληνικό ποιητικό του έργο ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος (Ιω.Π.) περιορίζεται στο να περιγράψει και να βεβαιώσει τη συνύπαρξη μέσα του δύο αντιθέτων τάσεων : του ματεριαλισμού και του ιδεαλισμού. Αυτή η συλλογή αποτελεί μία μαρτυρία του σχηματισμού της προσωπικότητας του ανθρώπου και του μελλοντικού ποιητή. Έτσι εξηγείται και η αυστηρότητα ορισμένων κριτικών : λίγοι είναι αυτοί που απομονώνουν το ιστορικό περιεχόμενο, οι περισσότεροι προσπαθούν με κάθε τρόπο να δουν μέσα στη συλλογή Τρυγόνες και Έχιδναι ένα «πρότυπο της εξέλιξης της νεώτερης νεοελληνικής ποίησης», όπως γράφει ο Κακλαμάνος, «ένας σταθμός», όπως τη χαρακτηρίζει ο Παλαμάς και άλλοι δεν βλέπουν σε αυτήν παρά μόνο «κενές και κρύες φλυαρίες» σύμφωνα με τον Παράσχο. όμως κανείς δεν προσπάθησε να ανακαλύψει αυτό που στον έλληνα ποιητή προμήνυε τον γάλλο ποιητή αν και παράλληλα με τα ελληνικά ποιήματα υπάρχουν μέσα στη συλλογή και κάποιοι στίχοι τα γαλλικά. Λίγοι είναι οι κριτικοί που δέχθηκαν ότι ένα συγγραφέας μπορεί να εκφραστεί ειλικρινά μέσα στο χώρο μιας δανεισμένης τέχνης, μιας τέχνης χωρίς πρωτότυπο. Και αυτό είναι το πρόβλημα του Μωρεάς. Ο Σαρλ Μωρράς το είχε καταλάβει και μερικές εβδομάδες πριν από τον θάνατό του έγραφε συμφωνώντας απόλυτα με την κριτική του Κουλόν : «Πόσο δίκιο έχετε όταν λέτε ότι ο ποιητής των είκοσι ετών ήταν ήδη αυτό που έπρεπε να είναι, με τον αποφασιστικό του χαρακτήρα και τη μοναδικότητα σε όλα τα θέματα. Θα σας ξαναμιλήσω γι’ αυτό. Δώστε μου λίγο χρόνο ακόμη, τον έχω ανάγκη !» Να σημειωθεί εδώ ότι ο Κουλόν είχε ένα αντίτυπο της συλλογής του Παπαδιαμαντόπουλου Τρυγόνες και Έχιδναι το οποίο και εμπιστεύθηκε στον Μωρράς. Αυτό το βιβλίο δεν βρέθηκε ποτέ. Το γεγονός ότι μέσα σε αυτή τη συλλογή ο Παπαδιαμαντόπουλος βάζει και τους γαλλικούς στίχους αποτελεί ένδειξη της απόφασής του να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να χαθεί για τα ελληνικά γράμματα.
            Έτσι στις 26 Ιουλίου του 1878, η εφημερίδα των Αθηνών «Εφημερίς» γράφει: «Ανεχώρησε χθες εις Γερμανίαν προς εξακολούθησιν των σπουδών του ο ευπαίδευτος και ποιητής νέος κ. Ι.Παπαδιαμαντόπουλος, υιός του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, διακρινόμενος μεταξύ των νέων και εκ πολλών συγγραμμάτων του …ιδίως λυρικών ποιημάτων, ων συλλογήν καλήν άρτι εδημοσίευσεν υπό την επιγραφήν «Τρυγόνες και Έχιδναι».» Από τη στιγμή αυτή αρχίζουν τα τέσσερα μυστηριώδη χρόνια της ζωής του Παπαδιαμαντόπουλου, ο οποίος παρουσιάζεται, αφού αυτά έχουν λήξει, στους λογοτεχνικούς κύκλους του Καρτιέ Λατέν Quartier latin του Παρισιού μεταμορφωμένος σε Jean Moréas. Ο ποιητής φεύγει από την Αθήνα και φθάνει στο Μόναχο για να σπουδάσει νομικά, ακολουθώντας τις πατρικές οδηγίες. Όμως, είναι σχεδόν σίγουρο ότι ενδίδει στις πατρικές πιέσεις πιστεύοντας ότι θα μπορούσε ευρισκόμενος μόνος του στο εξωτερικό να καταφύγει στο Παρίσι όπου και ο απώτερος σκοπός του. Αυτή  την κρυφή επιθυμία του Παπαδιαμαντόπουλου για μόνιμη εγκατάσταση στο Παρίσι μαρτυρεί και ο Προβελέγγιος, ο οποίος βρίσκεται ήδη στο Μόναχο για σπουδές. Λέει : «Ένα ωραίο πρωινό (του 1878), είδα να φθάνει στο σπίτι όπου έμενα ο Μωρεάς. Η συνάντησή μας ήταν εγκάρδια και χαρούμενη. Είχαμε τόσα πράγματα να πούμε … Κατόπιν μου δήλωσε με επίσημο ύφος και χωρίς περιστροφές :
« Θα εγκατασταθώ στο Παρίσι και ήρθα εδώ για να σε πάρω μαζί μου!...»
Έμεινε μαζί μου μία εβδομάδα την οποία καταναλώσαμε σε άσκοπες συζητήσεις επάνω στο ίδιο θέμα. Τον συνόδευσα στον σταθμό. Και όταν το τραίνο άρχισε να κινείται σιγά-σιγά επάνω στις ράγιες, μου φώναζε ακόμη : «Θα το μετανιώσεις!»
            Έτσι η άφιξη του στο Παρίσι τοποθετείται στα τέλη του 1878 ή στις αρχές του 1879.
            Τι βρίσκει λοιπόν, ο Έλληνας ποιητής στο Παρίσι του τέλους του 19ου αιώνα ; Τα πολιτικά γεγονότα είναι και εκεί έντονα : αυτοκρατορία του Ναπολέοντα (1804), Βατερλό (1815), Λουδοβίκος-Φίλιππος (1830), Δεύτερη γαλλική δημοκρατία (1848), Δεύτερη Αυτοκρατορία (1852), και Τρίτη γαλλική δημοκρατία (1870) είναι ημερομηνίες σταθμοί. Παράλληλα είναι ο αιώνας των ιδεών και των λογοτεχνικών αναζητήσεων, του πνευματικού πλούτου και των διαφορετικών ρευμάτων που οδηγούν από τον ρομαντισμό στον συμβολισμό.
            Κυρίαρχες μορφές στο λογοτεχνικό πάνθεο ο Σατομπριάν, ο Βικτώρ Ουγκώ, ο Ζεράρ ντε Νερβάλ, ο Αλφρέ ντε Μυσσέ, ο Μπαλζάκ, ο Σταντάλ, ο Μπωντλαίρ, ο Φλωμπέρ, ο Ζολά, ο Βερλαίν, ο Ρεμπώ, ο Μαλλαρμέ και άλλοι που δεσπόζουν στη λογοτεχνική σκηνή κατά το πρώτο μισό του αιώνα και εξακολουθούν να επηρεάζουν και να μελετώνται το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέχρι και τις ημέρες μας. Τα αριστουργήματά τους καλύπτουν όλους τους τομείς της λογοτεχνικής δημιουργίας ξεκινώντας από την ποίηση, συνεχίζοντας στο μυθιστόρημα και καταλήγοντας στο θέατρο.
            Μπροστά στον πλούτο των έργων και στη λογοτεχνική τους αξία, είναι δύσκολο να αναφερθεί κανείς σε ορισμένα έργα. Ενδεικτικά σημειώνουμε μερικά που αντιπροσωπεύουν το μυθιστόρημα : Ρενέ του Σατωμπριάν, Οι ΄Αθλιοι του Βικτώρ Ουγκώ, Το κόκκινο και το μαύρο του Σταντάλ, Η ανθρώπινη κωμωδία του Μπαλζάκ, Η μαντάμ Μποβαρύ του Φλωμπέρ, Ζερμινάλ του Ζολά. Μερικά την ποίηση : Ακτίνες και σκιές του Βικτώρ Ουγκώ, Τα άνθη του κακού του Μπωντλαίρ, Μεθυσμένο καράβι του Ρεμπώ, και την ποίηση του Μαλλαρμέ. Το ρομαντικό θέατρο με τον Ερνάνη και τον Ρουί Μπλά του Ουγκώ περνά στο νατουραλιστικό θέατρο και το θέατρο του συμβολισμού με τα  Κοράκια του Μπεκ και το  Πελέας και Μελισάνθη του Μετερλίνκ.
            Συνεχίζοντας την παράδοση του 18ου αιώνα, πολλοί συγγραφείς παίρνουν μέρος στον πολιτικό και κοινωνικό αγώνα. Ο Λαμαρτίνος και ο Ουγκώ είναι βουλευτές και ο Ζολά μάχεται για τον σοσιαλισμό, τόσο με τα μυθιστορήματά του, όσο και με την ενεργό παρέμβασή του στην υπόθεση Ντρέϊφους. Ωστόσο, όσο και αν ο αιώνας του κλασικισμού, ο 17ος, παραμένει καθαρά γαλλικός, ο 19ος αιώνας στη Γαλλία δέχεται τις επιδράσεις των άλλων χωρών. Έτσι ο ρομαντισμός είναι ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο και η επίδραση του άγγλου Σκοτ ή του Βέρθερου του Γκαίτε είναι φανερή στη ρομαντική ποίηση της Γαλλίας. Με τους πολέμους του Μεγάλου Ναπολέοντα παρατηρείται ένας νέος κοσμοπολιτισμός και αφύπνιση των εθνοτήτων, ενώ η Γαλλία εξακολουθεί να παραμένει η χώρα της Επανάστασης και η πατρίδα της ελευθερίας. Κατά το δεύτερο μισό του αιώνα, η επίδραση της επιστήμης και της γερμανικής σοφίας είναι σημαντική, παράλληλα με την έκρηξη του αποικισμού και των ταξιδιών στις εξωτικές χώρες.
            Η τέχνη σε όλες της τις μορφές δέχεται αυτές τις επιδράσεις – ας σημειωθεί ότι η μουσική του Βάγκνερ αποτελεί μια αποκάλυψη για τους συμβολιστές. Τα τρία μεγάλα φιλολογικά ρεύματα του ρομαντισμού, του ρεαλισμού και του συμβολισμού δημιουργούν τρεις σχολές από τις οποίες η καθεμία αντιστοιχεί σε μία πλατιά θεώρηση του ανθρώπου και του κόσμου. Όμως, παρά τις φαινομενικές διαφορές τους, στοιχεία της μιας σχολής παρατηρούνται και στις άλλες με αποτέλεσμα τη δημιουργία γόνιμων ανταλλαγών. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε για παράδειγμα τον Μπαλζάκ ο οποίος, αν και θεωρείται ο δημιουργός του ρεαλιστικού μυθιστορήματος, παραμένει ένας ρομαντικός και οραματιστής.
            Όμως, το πραγματικό δεν οδηγεί το πνεύμα σε ανώτερες σφαίρες και το νατουραλιστικό μυθιστόρημα καταλήγει σε ρεπορτάζ. Έτσι, η εμπειρία που ο Ουγκώ και ο Νερβάλ είχαν ήδη με το υπερπέραν βρίσκει στον Μπωντλαίρ και τον συμβολισμό ένθερμους υποστηρικτές. Ο τελευταίος μιλά για τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στον κόσμο των αισθήσεων και το υπεραισθητό. Η ποίηση παίρνει μια νέα μορφή : γίνεται περισσότερο μουσική και μαγευτική. Ο Πωλ Βαλερύ γράφει ότι οι στίχοι του Μπωντλαίρ είναι «συνδυασμός σάρκας και πνεύματος, ένα ανακάτεμα επισημότητας, ζεστασιάς και πίκρας, αιωνιότητας και οικειότητας» και η φωνή του «μια μελωδική γραμμή πεντακάθαρη, διαυγέστατη που ξεχωρίζει από κάθε άλλη πρόζα».
            Εκείνοι που θα μιμηθούν τη γραμμή του Μπωντλαίρ και θα προχωρήσουν στη σχέση που οι μυστικοί ονομάζουν «τέλεια επικοινωνία με το Ον» είναι οι Ρεμπώ και Μαλλαρμέ. Οι οπαδοί της ποίησης του συμβολισμού μένουν εκστατικοί μπροστά στο μυστήριο του σύμπαντος, το βάθος του υποσυνείδητου και το δαιδαλώδες του ονείρου. Το «μυστήριο» βασιλεύει μέσα μας και γύρω μας, είναι αυτή η ουσία της πραγματικότητας. Η ποίηση δεν μπορεί να είναι περιγραφική, για να αγγίξει την ψυχή των αντικειμένων θα χρησιμοποιήσει το σύμβολο και θα ταυτιστεί με μία φιλοσοφία του αγνώστου και του υποσυνειδήτου. Για να περιγράψουν τις εντυπώσεις τους και τα οράματά τους ανατρέχουν στο «εσωτερικό τοπίο», τον συμβολισμό, τη μεταφορά, τον υπαινιγμό και αντί να ονομάσουν ένα αντικείμενο, προσπαθούν να δώσουν στον αναγνώστη του «την εντύπωση» που αυτό το αντικείμενο θα του δημιουργούσε με την παρουσία του ή την απουσία του. Άρα ο συμβολισμός βρίσκεται στον αντίποδα του παρνασσισμού και του ρεαλισμού. Εξάλλου είναι μια αντίδραση των νέων ποιητών της εποχής γύρω στα 1880 στη Γαλλία, με κορυφαίους τον Βερλαίν, τον Ρεμπώ και τον Μαλλαρμέ.
            Αυτό είναι το κλίμα μέσα στο οποίο μπαίνει ο νεοφερμένος στο Παρίσι Έλληνας Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος. Μέχρι την ημέρα της αναχώρησής του από την Ελλάδα είχε επιτύχει να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στη λογοτεχνική και κοινωνική ζωή της νέας αθηναϊκής γενιάς. Απέφυγε την απομόνωση και υπερασπίσθηκε τίμια το έργο του και το έργο των συναδέλφων του. Συνέδεσε  το όνομά του με τη δόξα άλλων μεγαλυτέρων του ποιητών, αναμείχθηκε σε θεαματικές διαμάχες για τη γλώσσα και σε άχαρες ασχολίες όπως είναι η μετάφραση και η έκδοση. Αυτά είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του των τελευταίων ετών της ζωής του στην Ελλάδα, αλλά και τα ίδια τα οποία συναντώνται στη συνέχεια της καριέρας του στο Παρίσι, όταν υμνεί τον Βερλαίν και εγκωμιάζει τον Ρονσάρ, ή όταν δίνει στην εφημερίδα «Φιγκαρό», της 18ης Σεπτεμβρίου 1886, το «Μανιφέστο του Συμβολισμού», ή όταν μεταφράζει την «Ιστορία του Ζαν ντε Παρί». Υπάρχει μια συνέχεια στον τρόπο ζωής του συγγραφέα, όπως υπάρχει συνέχεια στην πνευματική και συναισθηματική του ζωή.
            Οι πρώτες γαλλικές  συλλογές του «Les Syrtes», το 1884 και «Les Cantilènes», το 1886 είναι επηρεασμένες από τον Baudelaire και τον Verlaine και τον αναδεικνύουν αρχηγό της ομάδας των συμβολιστών.
            Ο Μωρεάς είναι συνηθισμένος να δίνει μάχες ήδη από την Ελλάδα (γνωστή η διαμάχη του με τον Ροΐδη για τη γλώσσα). Έτσι και στη Γαλλία γίνεται ο σημαιοφόρος και ο υπερασπιστής αυτών που «ονομάζει ο κόσμος αυθαίρετα ανθρώπους της παρακμής». Στο μανιφέστο του αναφέρει τον Vigny για την αισθητική της Ωραιότητας και τον Πόε για τη σκοτεινότητα και υποβλητικότητα στην ποίηση. Ο Μωρεάς γράφει ότι αυτούς τους νέους ποιητές θα μπορούσε ο κριτικός «να τους ονομάσει συμβολιστές» - les appeler plus justement des symbolistes – εννοώντας τους Mallarmé, Verlaine, Vigny, Taillard, «και τον υπογραφόμενο».
            Με τη λέξη συμβολιστές βαφτίζει ο Μωρεάς τους ομοϊδεάτες του και ο όρος αυτός είναι δικός του. Γράφει : «Εγώ ο ίδιος πρότεινα την ονομασία, την μόνη ικανή να καλύψει την τωρινή τάση του δημιουργικού πνεύματος στην τέχνη – στην τέχνη, όλη την τέχνη. Και συνεχίζει : «Κυκλικές είναι οι εξελίξεις της τέχνης. Της δικής μας σχολής η υιική εξάρτηση ανάγεται σε κάποια ποιήματα του Vigny, φθάνοντας ως τον Σαίξπηρ, ως τους μυστικοπαθείς και ακόμη παραπάνω. Πρόδρομός μας αληθινός ο Charles Baudelaire. Ο Stephan Mallarmé έδωσε στην κίνησή μας την έννοια του μυστηρίου και του ανείπωτου. Ο Paul Verlaine έσπασε προς τιμήν της τα σκληρά δεσμά του στίχου που είχαν μαλακώσει τα δάχτυλα του Théodore de Banville. Αλλά η υπέρτατη μαγεία δεν ολοκληρώθηκε : δουλειά σκληρή και επίμονη και που φυλάγεται ζηλιάρικα, περιμένει, καλεί τους νεοφερμένους. Εμένα, δηλαδή, τον Μωρεάς.
            »Δεν θέλουμε διδασκαλίες, απαγγελίες ρητορικές, ψευτοευαισθησίες, αντικειμενικές περιγραφές. Θέλουμε να ντύσουμε την Ιδέα με φόρμα αισθητή, μα σκοπός μας δεν είναι η φόρμα. Η ποίησή μας θα εκφράζει την Ιδέα και θα της υποτάσσεται συνάμα. Η ιδέα θα περιβάλλεται με πλούσιες εξωτερικές αναλογίες. Γιατί ο ουσιαστικός χαρακτήρας της τέχνης του συμβολισμού συνίσταται στο να μην προχωρά ποτέ μέχρι τη σύλληψη αυτής της ίδιας της ιδέας. Εμείς … θα δώσουμε την εξωτερική όψη (των πραγμάτων) την αισθητή, που προορίζεται να αναπαραστήσει τις εσώτερες συγγένειές τους με τις πρωταρχικές ιδέες…»
 Η ποίησή του έχει διατηρήσει την ελληνική πλαστική και την κλασσική ομορφιά μέσα στην αποσταγμένη λεπτότητα των συμβολιστικών ποιημάτων του. Η συλλογή του Μωρεάς Les Syrtes κυκλοφόρησε σε 124 αντίτυπα όλα κι όλα, χωρίς να αναφέρεται το όνομα του εκδοτικού οίκου. Τα αντίτυπα αυτά μοιράσθηκαν χωρίς ο ποιητής να κρατήσει ούτε ένα για τον εαυτό του. Θεωρείται το δυσκολότερο ποιητικό του έργο και μόνο ο Τέλλος Άγρας επιχείρησε να το μεταφράσει στα ελληνικά και αυτό όχι όλο. Όσο για την άλλη ποιητική του συλλογή την  Cantilènes αυτή δημοσιεύθηκε το 1886 από τον εκδοτικό οίκο Léon Vanier, ο Μωρεάς είχε αρχίσει να γράφει ορισμένα από τα ποιήματα που εμπερικλείονται σε αυτήν ήδη από το 1883. Τα ποιήματα περιέχουν και μιαν απήχηση από τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια καθώς και από λαογραφικά θέματα του μεσαίωνα.
Όταν αργότερα μιλούσε για τα δύο του πρώτα βιβλία στίχων, το Les Syrtes και το Cantilènes που τα διόρθωσε σε ουκ ολίγα σημεία, θεωρούσε το Cantilènes καλύτερο ποιοτικά από το Les Syrtes. Υπάρχουν πολλά στοιχεία από τα οποία διαφαίνεται ότι η διανόηση του 1891 τον καθιερώνει ως Μαιτρ. Ο ίδιος ο Μαλλαρμέ του είχε γράψει στις 25.1.1985 για το Les Syrtes : «La lecture de ce beau livre a été pour moi un enchantement, car je ne connais pas un art plus subtil, plus intense, plus musical, plus affranchi du lieu commun que le vôtre. »[1] Στις 9.2.1896 πρόσθετε : « Vous êtes un des seuls aujourd’hui qui idéalisez chaque vers dans sa perfection propre. »[2] Και στις 24.5.1886 για το Cantilènes : « Il sera certes impossible d’étudier maintenant le vers dans ses transformations … sans avoir lu les Cantilènes … »[3]
Γιος της αρχαίας Ελλάδας, ο Μωρεάς απομακρύνεται από τους συμβολιστές και ιδρύει στα 1891, τη «Ρομανική σχολή», η οποία εκδηλώθηκε κατά της σκοτεινότητας του συμβολισμού. Η «ρομανική σχολή» ξαναδίνει στην ποίηση μια λιτή έμπνευση και μια τεχνική κλασσική, μιμούμενη τους ποιητές της «Πλειάδας» και του 17ου αιώνα. Τον Μωρεάς ακολουθούν οι Ερνέστ Ρεϋνώ, Ρεϋμόντ ντε λα Ταλέντ, Μωρίς ντυ Πλεσσύ και Σάρλ Μωρρά. Το ποίημά του «Περιπαθής προσκυνητής» (Pèlerin passionné) ανάγεται στη ρομανική περίοδο, σηματοδοτεί την αρχή της νέας σχολής και γίνεται αντικείμενο ευνοϊκών, αλλά και αντίθετων σχολίων. Ο Μαλακάσης, ο οποίος αποκαλεί τον Μωρεάς διδάσκαλό του, σημειώνει χαρακτηριστικά : « Ο «Περιπαθής Προσκυνητής» εσημείωσε στη γαλλική ποίηση μια χρονιά ανεξάλειπτη. Ποτέ ποιητική έργο δεν επροκάλεσε τόσο θόρυβο.» Από την πλευρά τους ο Βερλαίν στα «Επιγράμματα» του λέει : «Σε αγαπώ και θαυμάζω τους στίχους σου», ενώ ο Λεκόντ ντε Λιλλ τον χαρακτηρίζει «Ολύμπιο».
Ο Μωρεάς υπεραμυνόμενος του κινήματός του γράφει στην  « Enquête »: «…χωρίς μάταια μνησικακία … αποτεινόμενος όχι στους ανίδεους, αλλά στους διανοούμενους που καλύτερα πληροφορημένοι θα μπορέσουν να βοηθήσουν το δύσκολο μα τίμιο έργο μου …». Ο Πετσάλης-Διομήδης τονίζει : «… ο Μωρεάς έφερε στο Παρίσι και τον καθαρευουσιανισμό του. Έφερε τη θεωρία του γλωσσικού καθαρευουσιανισμού και κήρυξε τον γυρισμό στη γλώσσα του δέκατου έκτου αιώνα. Ποιος θα μπορούσε, σε ποιανού μυαλό θα μπορούσε να γεννηθεί μια τέτοια θεωρία, παρά σ’ ενός έλληνα που ζυμώθηκε με τα φοβερά γλωσσικά ζητήματα του τόπου του και με τους τότε φανατισμούς ;» Και συνεχίζει : «Δεν παύει ωστόσο, να μένει το γεγονός στην ιστορία των γαλλικών γραμμάτων … αυτή η απροσδόκητη επίδραση ενός καθαρά νεοελληνικού πνευματικού ρεύματος του γλωσσικού καθαρευουσιανισμού με όλα τα επακόλουθά του πάνω σε μια πλειάδα γάλλων ποιητών, παράξενη επίδραση σε μια ορισμένη στιγμή δισταγμού και αναζητήσεων της γαλλικής ποιήσεως και που είναι έργο – το νομίζω αδίσταχτα – έργο του Μωρεάς.»
Με βάση τις νέες αισθητικές αρχές του έγραψε το Stances (Στροφές), το βιβλίο που του εξασφάλισε μια σημαντική θέση στη γαλλική ποίηση. Μετέφερε σε αυτό τις εντυπώσεις, τις απογοητεύσεις, τη λατρεία του στην ποίηση και τη στωική του μελαγχολία. Η Ελλάδα είναι στο έργο αυτό παρούσα με πολλούς στίχους, που τους διαπνέει μια βαθιά νοσταλγία.
Εκτός από τον ποιητικό λόγο ο Ζαν Μωρεάς ασχολήθηκε και με τον πεζό. ΄Εγραψε με τη συνεργασία του Πωλ Αντάμ δύο μυθιστορήματα που δεν γνώρισαν την επιτυχία : «Το τσάι στο σπίτι της Μιράντας» (1886) και «Οι δεσποινίδες Κουμπέρ» (1887) καθώς και μία σειρά άρθρων και διηγημάτων.
Το θεατρικό του έργο «Ιφιγένεια» γράφτηκε παράλληλα με τις «Στροφές» και δεν μπορεί να θεωρηθεί υποδεέστερο. Παίχθηκε με μεγάλη επιτυχία στο Παρίσι, στο θέατρο Οντεόν στις 10 Δεκεμβρίου 1902, στο αρχαίο θέατρο της Οράγγης στις 24 Αυγούστου 1903 και στο Παναθηναϊκό Στάδιο στην Αθήνα το 1904. Στον ομώνυμο ρόλο τη λαμπρή την εποχή εκείνη ηθοποιός Λουίζ Συλβαίν. Οι κριτικοί χαιρετίζουν με ενθουσιασμό και το θεατρικό του έργο ένας μάλιστα δεν διστάζει να μιλήσει για τις τρεις Ιφιγένειες : του Ευριπίδη, του Ρασίν και του Μωρεάς.
Ο Ζαν Μωρεάς πέθανε στο Σαιν Μαντέ στις 30 Μαρτίου 1910. Η τέφρα του είναι θαμμένη στο κοιμητήριο Περ Λασαίζ σε τάφο παραχωρημένο από την πόλη των Παρισίων. Είναι ο έλληνας ποιητής που ξεφεύγει από τα στενά γι’ αυτόν όρια της πατρίδας του για να δημιουργήσει και να δοξαστεί σε μιαν άλλη χώρα χωρίς ποτέ να απαρνηθεί την ελληνικότητά του. Η χώρα που φιλοξένησε τον Αθηναίο Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο, τον επονομαζόμενο Ζαν Μωρεάς τον τίμησε : τον έκανε Γάλλο υπήκοο και του απένειμε το παράσημο της λεγεώνας της τιμής. Ως επίλογος αυτής της μικρής αναφοράς στον Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο – Ζαν Μωρεάς και το έργο του θα ήταν τα λόγια του γάλλου Ακαδημαϊκού και φίλου του Μωρεάς Μωρίς Μπαρρές στον επικήδειο που εκφώνησε :
«Κύριοι, οι ποιητές του μέλλοντος θα έχουν όλη την ελευθερία να μελετήσουν τον Ζαν Μωρεάς και να ζυγίσουν τις υπηρεσίες που ο Έλληνας αυτός μας πρόσφερε. Τα έργα του θα μιλούν αιώνια. Αλλ’ όλοι εμείς που συγκεντρωθήκαμε εδώ, οφείλαμε να διακηρύξουμε πως είχε μιαν απλή και στοργική καρδιά, την πιο αληθινή αξιοπρέπεια σε μια ζωή που, για να μην υποταχθεί σε κανένα αστικό κανόνα, απέρριπτε κάθε τι που μπορεί να διαταράξει το μέτρο. Είμαι  βέβαιος ότι εκφράζω τα αισθήματά σας με τον πιο αληθινό τρόπο λέγοντας πως ο χαρακτήρας εκείνου που συνοδεύουμε, παρουσίαζε το ίδιο ενάρετο και περήφανο κάλλος όπως η μεγαλοφυΐα του…»




[1] «H ανάγνωση αυτού του ωραίου βιβλίου ήταν για μένα μαγεία, γιατί δεν γνωρίζω  τέχνη τόσο ουσιαστική, τόσο έντονη που να έχει ξεπεράσει τα κοινά όρια όσο η δική σας.»
[2] «Είσθε ένας από τους λίγους σήμερα που εξιδανικεύετε κάθε στίχο στην τελειότητά του.»
[3] «Βέβαια τώρα θα είναι αδύνατο να μελετήσουμε τις μεταβολές του στίχου … χωρίς να έχουμε διαβάσει τα Μελωδικά τραγούδια …»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου