Η αμφίδρομη επιρροή του Helvétius
και των συγχρόνων του στην εκπαιδευτική σκέψη ήταν μεγάλη. Ο Barni γράφει για
την ηθική του «Γενικά πρέπει να λεχθεί
ότι ο Rousseau ήταν η πιο ζωηρή αντίφαση του Helvétius το δέκατο όγδοο αιώνα»[1]
Αυτό
είναι αληθές όχι μόνο στον τομέα της ηθικής, αλλά και της εκπαίδευσης. O Rousseau είχε σχολιάσει
το προσωπικό του αντίτυπο του έργου του Helvétius De l’Esprit και
από την πλευρά του ο Helvétius είχε
αφιερώσει ένα τμήμα του βιβλίου του De
l’Homme στην
αιτιολόγηση των θέσεών του μέσα από τα έργα
Emile
και La Nouvelle Héloise
του
Rousseau. Η φύση, οι στόχοι, το περιεχόμενο της εκπαίδευσης αντιμετωπίζονται
τόσο από το Rousseau όσο και από τον Helvétius υπό το πρίσμα των
κοινωνικών συνθηκών της εποχής τους και είναι διαμετρικά αντίθετες οι μεν από
τις δε. Οι αντιδράσεις του τελευταίου εναντίον του De l’Esprit έχουν
μελετηθεί εν εκτάσει από τον Keim, το Schinz, το Masson και το D.W. Smith. Η κριτική από την
πλευρά του Rousseau και οι απαντήσεις που ο Helvétius έδωσε για τον Emile παρουσιάζουν
ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία των ιδεών.
Με τα άρθρα των δύο μεγάλων
επιστημόνων των Schinz και Masson τονίσθηκε τόσο η σημασία των σημειώσεων του
Rousseau στα περιθώρια του βιβλίου De
l’Esprit, όσο
και η ανακάλυψη των πολλών έμμεσων επιθέσεών του μέσα από το προσωπικό του έργο
και ιδιαίτερα μέσα από τον Emile,
τη La Nouvelle Héloise και
το Profession de foi du vicaire savoyard στα
επιχειρήματα του Helvétius. Μετά μάλιστα από τη δημοσίευση της Αλληλογραφίας
του Γάλλου συγγραφέα και των κριτικών εκδόσεων των έργων του La
Profession
de
foi
du
vicaire
savoyard
και Nouvelle
Héloise έγινε
φανερή η έντονη προσπάθειά του να
αντικρούσει το σύστημα που πρότεινε ο Helvétius στο De
l’Esprit. Ο
Rousseau κράτησε βιαστικές σημειώσεις με την πρώτη ανάγνωση και συγκεντρώθηκε
στην επιστημολογία του πρώτου Discours. Με τη δεύτερη ανάγνωση μεταξύ Αυγούστου
1760 και θέρους 1761, οι σημειώσεις του πολλαπλασιάσθηκαν. Αυτό το βιβλίο το είχε μαζί του στην Αγγλία το 1767, πριν από
την αναχώρησή του όμως φρόντισε να πουληθεί. Ο Louis Dutens, Γάλλος προτεστάντης και συλλέκτης το πούλησε
στον Bure, ο οποίος με τη σειρά του το πούλησε στην Bibliothèque impériale .
Στο έργο του Lettres écrites de la montagne (1764) και στην επιστολή του προς τον Compayret το 1762, ο Rousseau γράφει ότι εστράφη
άμεσα και έμμεσα εναντίον του De
l’Esprit. Το
ένα βιβλίο κάηκε όταν ο Helvétius ήταν το θύμα της θρησκευτικής διαμάχης της
Γαλλίας και το άλλο κρίνει τη θέση του Γάλλου φιλοσόφου : «juger c’est sentir ». Στο La
Nouvelle
Héloise απορρίπτει
πάλι τις θέσεις του Helvétius και κυρίως το ρητό του φιλοσόφου : «l’ éducation peut tout ». Συνέθεσε το La
Profession
de
foi
du
vicaire
savoyard
σαν συμπλήρωμα της εκπαιδευτικής αγωγής του Emile, ο
αντικειμενικός όμως σκοπός του ήταν να εκφράσει την προσωπική του τοποθέτηση ως
προς την θρησκεία και τη ριζική αντίθεσή του στην αθεΐα, τον υλισμό και τον
ντετερμινισμό χωρίς ωστόσο να αποκτά δεσμούς με την Εκκλησία.
Μετά τη μελέτη του De l’Esprit ανακαλύπτει
ότι η αισθησιαρχία την οποία δέχθηκε στο έργο του Condillac Traité des sensations
αποτελούσε τη βάση των περισσότερων υλιστικών θεωριών τις οποίες είχε
αντικρούσει. Είναι φανερό ότι ο Rousseau καταδικάζει το De l’Esprit χρησιμοποιώντας
όρους και ιδέες τις οποίες είχαν ήδη απορρίψει τόσο ο Condillac όσο και ο
Helvétius. Επανερχόμενος στη θεωρία του Locke και ορισμένες φορές στο Descartes
εγκαταλείπει τη θεωρία του Condillac ότι οι ικανότητες του ανθρώπου είναι μια
απλή αίσθηση και προσπαθεί να επαναφέρει
δύο αρχές στο ανθρώπινο μυαλό : την ευαίσθητη αρχή η οποία είναι ύλη και
δέχεται παθητικά αισθήσεις και την ψυχή η οποία είναι πνεύμα και περιλαμβάνει
όλες τις απαραίτητες για τη δημιουργία σκέψης ικανότητες. Μόνο με τις δύο αυτές
αρχές μπορεί ο Rousseau να εξηγήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά και να
αιτιολογήσει τα συμπεράσματά του στο έργο του La Profession
de
foi
du
vicaire
savoyard.
Ο Helvétius υπερασπίσθηκε
τις θέσεις του έναντι του Rousseau. Πριν από τη συγγραφή ή και κατά τη διάρκειά
της ο Helvétius διάβασε και τον Emile
και τη La
Nouvelle
Héloise. Είναι
φανερό ότι δεν αντιλήφθηκε ότι ένα μεγάλο μέρος από το έργο του Rousseau La Profession de foi du vicaire savoyard αναφερόταν
στο δικό του έργο De
l’Esprit, ενώ
αντίθετα μία επιστολή της La
Nouvelle
Héloise έθιγε
τη δική του ηθική και το εκπαιδευτικό σύστημα που εκείνος εισηγείτο. Απαντώντας
στο Rousseau ο Helvétius αφιέρωσε ένα
τμήμα του De
l’Homme υπερασπιζόμενος
τις θέσεις του. Ειδικά ανέπτυξε τις θέσεις του σχετικά με τις έμφυτες ιδέες και
την έμφυτη αίσθηση της ηθικής τονίζοντας τη διαφορά τους με αυτές του Rousseau.
Η μέθοδος του ήταν να παραθέσει τη δική του άποψη δίπλα σε αυτήν του Rousseau
και στη συνέχεια να την υπερασπίσει με επιχειρήματα και παραδείγματα.
Το έτος 1771 ο Helvétius έμαθε, ίσως
από το Hume στον οποίο ο Dutens είχε αποστείλει κάποιες σημειώσεις, ότι ο
Rousseau είχε σχολιάσει το De
l’Esprit και
ότι ο Dutens είχε στην κατοχή του το
αντίγραφο αυτό. Ζήτησε και έλαβε ένα αντίγραφο από τις σημαντικότερες και
έγραψε μια σύντομη επιστολή στην οποία αρνείται τις κατηγορίες του Rousseau. Υποσχέθηκε ότι θα
απαντούσε εν εκτάσει σε δεύτερη επιστολή του την οποία όμως δεν έστειλε γιατί
πέθανε στις 26 Δεκεμβρίου 1771. Έτσι περιόρισε την υπεράσπιση των θέσεών του σε
μια επανεγγραφή αυτών που ήδη ανέφερε στο έργο του De l’Esprit.
Από την πλευρά του ο Rousseau έγραψε
το La Profession de foi du vicaire savoyard σαν ένα
συμπλήρωμα στην εκπαίδευση του Emile και σαν μία καθαρή δήλωσή
του και θέση του στο θέμα της θρησκείας. Αυτό το πέτυχε με την ριζική αντίθεσή
του στην αθεΐα και τον υλισμό χωρίς όμως να δέχεται κάποιον ιδιαίτερο δεσμό με
την Εκκλησία. H μελέτη
του De
l’Esprit τον
βοήθησε να κατανοήσει ότι η αισθησιαρχία την οποία δέχθηκε στο έργο του
Condillac Traité
des
sensations
ήταν η βάση των υλιστικών ιδεών τις οποίες είχε ήδη
απορρίψει. Άρα με το βιβλίο του αυτό ο Rousseau θέλησε να συμπεριλάβει τη διάψευση κυρίως
της φράσης που εκείνος θεωρούσε παράδοξη «juger, c’est sentir ».
Οι φιλοσοφικές θέσεις του στον Emile είναι
μία σύνθεση του καρτεσιανού δυϊσμού και της θεωρίας της αισθησιαρχίας για τη
γνώση. Η προσπάθεια του Rousseau
να συνδυάσει αντικρουόμενες ιδεολογίες είναι γνωστή από ενωρίς.[2]
Στο έργο του Confessions περιγράφει πως
διάβασε πρώτα Locke, Malebranche, Leibniz, Descartes και άλλους, βρήκε τις
θεωρίες τους πιθανές γι’ αυτό αποφάσισε να τις συμφιλιώσει.[3] Η
εργασία του όμως αυτή βρίθει ασυμβίβαστων στοιχείων. Στον Emile υπάρχουν
η τέχνη και η φύση στην υπηρεσία του παιδιού παράλληλα με το φυσικό και
κοινωνικό άνθρωπο. Αυτή η σύνθεση έχει τους ιστορικούς λόγους της. Ο Rousseau δέχθηκε
την αισθησιαρχία του Condillac
όπως
την περιγράφει στο Essai
sur
l’origine des connaissances humaines και
διαμόρφωσε τις θέσεις του για την εκπαίδευση σύμφωνα με τις θέσεις που ο Condillac περιέγραφε εκεί. Έτσι στα
βιβλία 1 έως 3 του Emile
κυριαρχεί η θέση ότι εφόσον οι αισθήσεις είναι αυτές που
πρέπει πρώτα να ασκηθούν στο παιδί, πρέπει πρώτα αυτές να ενεργοποιηθούν ώστε
μέσω αυτών να αναπτυχθεί η εξυπνάδα του παιδιού. Όταν όμως διάβασε ο Rousseau το De l’Esprit και
τη θέση του Helvétius « juger,
c’est sentir »
συνειδητοποίησε ότι η αισθησιαρχία του Condillac οδηγεί στον υλισμό και στην αθεΐα, θέσεις
στις οποίες ήταν σαφώς αντίθετος. Προκειμένου να αντικρούσει τις θέσεις αυτές
πρόσθεσε στο τέταρτο βιβλίο του Emile
αποσπάσματα του Profession de foi du vicaire savoyard
μέσα από τα οποία αντέκρουε την άκρα αισθησιαρχία και επανέφερε την ελευθερία
της βούλησης και τη δραστηριότητα της ανθρώπινης κρίσης. Τόνισε ότι όχι μόνο η
ενεργή κρίση αλλά και μια άλλη δημιουργική δύναμη, η θέληση δίνει την ικανότητα
στον άνθρωπο να ελέγχει τις πράξεις του και να μάχεται εναντίον των κακών
επιδράσεων της αίσθησης και του πάθους. Στο σημείο αυτό ο Rousseau είναι πολύ κοντά με την
άποψη του Malebranche
ο οποίος παρά το γεγονός ότι παραμένει πιστός στην παραδοσιακή δυαρχία σώματος
και πνεύματος, αναγνωρίζει ένα είδος φυσικής κρίσης η οποία δεν είναι άλλη από
την παράθεση των αισθήσεων. Ο Malebranche
τις διέκρινε προσεκτικά από τις «ελεύθερες» κρίσεις οι οποίες καταυτόν, ήταν
κρίσεις που προέρχονταν από την ελεύθερη βούληση. [4] Η αίσθηση του πόνου στο χέρι κάποιου είναι
φυσική κρίση, αλλά η πεποίθηση ότι κάποιος πονά στο ένα χέρι του επιβεβαιώνει
τη φυσική κρίση με μία πράξη θέλησης.
Ο Rousseau θέτει στον Emile ένα σύστημα διαδοχικής
ανάπτυξης των ικανοτήτων του παιδιού και επιμένει στη διαφορά μεταξύ της
λογικής του εφήβου και του ενήλικα. Στο σημείο αυτό θα μπορούσε απλά να
εστιάσει στη «φυσική» ή αισθητική κρίση της προ-εφηβικής περιόδου και να
εισαγάγει την «ελεύθερη» διανοητική κρίση στην εφηβεία. Η θέση του αυτή θα ενισχυόταν
με τη διάκριση που κάνει μεταξύ της
καθαρά φυσικής ευαισθησίας ενός παιδιού και του «αισθήματος» που κυριαρχεί στην
εφηβεία παράλληλα με την αφύπνιση της συνειδήσεως και της σχέσης με το θείο.
Όμως ο Rousseau
στα βιβλία Ι – ΙΙΙ τον όρο κρίση τον
θεωρεί σαν μία φυσική αίσθηση και στο Profession de foi σαν
ενέργεια του ανθρώπου αντίθετη προς την παθητική αίσθηση και συνδεδεμένη με την
ελεύθερη βούληση. Η τοποθέτησή του αυτή τον έφερε σε αντίθεση με τον Helvétius, ο οποίος αισθάνθηκε ότι
τόσο στον Emile όσο και στη La nouvelle Héloise υπήρχε
έντονη αντίθεση με τη γνώμη που είχε αναφέρει στο βιβλίο του De l’Esprit σχετικά
με τα αποκτηθέντα ή έμφυτα χαρακτηριστικά. Δίνει έμφαση στη σημασία που υπάρχει
να γνωρίζουμε εάν οι αρετές και τα πάθη μας είναι έμφυτα ή αποτελούν μέρος της
αγωγής του ανθρώπου. Το θέμα δηλαδή είναι εάν πρόκειται για τη φύση ή το
περιβάλλον που δημιουργούν το χαρακτήρα του ανθρώπου. Ο Rousseau αντέταξε
στη θέση του Helvétius περί αποκτηθέντων
χαρακτηριστικών του ανθρώπου τη θέση του περί έμφυτων χαρακτηριστικών. Στη Nouvelle Héloise δέχεται
ότι υπάρχουν διαφορές στο ανθρώπινο ταμπεραμέντο και στην πνευματική ικανότητα
έμφυτες και αναλλοίωτες : εάν ένας άνθρωπος είναι διανοητικά καθυστερημένος δε
θα γίνει ποτέ ένα ταλέντο. Η εκπαίδευση πρέπει να είναι ατομική και όχι
καθολική. Ο εκπαιδευτικός μπορεί να αλλάξει κάποια κακά χαρακτηριστικά, αλλά δε
μπορεί να δημιουργήσει νέα. Η εκπαίδευση
στον άνθρωπο δε μπορεί να γίνει με βάσει ένα κοινό πρότυπο. Στον Emile ο
παιδαγωγός θα μελετήσει και θα γνωρίσει τις ιδιαίτερες δυνατότητες του παιδιού « le génie particulier
de l’enfant » πριν ξεκινήσει την εκπαίδευσή του προς τη
μία ή την άλλη κατεύθυνση. Από την πλευρά του ο Helvétius δέχεται ότι όλα ταλέντα,
αρετές, πάθη και χαρακτήρας εξαρτώνται από τη φυσική μας οργάνωση. Δε δέχεται
την ιδέα των ατομικών έμφυτων χαρακτηριστικών, συμπεριλαμβανομένης και αυτής
της πνευματικής ικανότητας. Για τον Helvétius το καθετί στον άνθρωπο
αποκτάται και είναι δυνατό να αλλάξει με την εκπαίδευση.
Στην αντιπαράθεσή του ο Helvétius στο De l’ Homme
συζητά τα εξής θέματα : πρώτον: την ανισότητα στη διάνοια κάθε ανθρώπου,
δεύτερον: εάν η αρετή και η φαυλότητα είναι έμφυτες και κατά συνέπεια εάν ο
άνθρωπος έχει έμφυτη την αίσθηση της ηθικής, τρίτον: τη σχέση μεταξύ ιδιωτικού
και δημόσιου αγαθού και προσωπικού ανθρώπινου συμφέροντος, τέταρτον: την
προσοχή σαν παρακινούσα αρχή στον άνθρωπο, πέμπτον: τη φυσική αγαθότητα και τη συμπόνια
και τη σχέση τους με το πρόβλημα της σκληρότητας. Έκτον: την αξία της
εκπαίδευσης και το βαθμό κρίσης στον οποίο είναι ικανό ένα παιδί, και έβδομον: την
αξία της άγνοιας. Πολλά από τα θέματα αυτά είναι συναφή μεταξύ τους. Πράγματι ο
Helvétius εστιάζει κατ’αρχάς στη
σημασία που έχουν τα αισθητήρια όργανα στην ανισότητα της διάνοιας και στη
διαφορά του χαρακτήρα και της αρετής του ανθρώπου[5]
και θεωρεί ότι αυτή είναι η βασική διαφορά της δικής του φιλοσοφίας από αυτήν
του Rousseau.
Με
την ερώτηση εάν η αρετή και η φαυλότητα είναι έμφυτες ξεκινά η συζήτηση εάν
υπάρχει στον άνθρωπο έμφυτη η αίσθηση της ηθικής ή η συνείδηση. Ο Helvétius κατηγορεί το Rousseau ότι οι θέσεις του είναι
αντιφατικές, αφού σε ορισμένα σημεία δέχεται τη συνείδηση σαν έμφυτη, ενώ σε
άλλα έχει σαφώς διαφορετική άποψη, όπως για παράδειγμα με τον φτωχό. Ο Rousseau σύμφωνα με τον Helvétius, αρνείται ότι ο φτωχός έχει
συνείδηση και δέχεται ότι το μόνο για το οποίο σκέφτεται είναι πώς θα
εξασφαλίσει την τροφή του και δε μπορεί να ακούσει τη «φωνή της αρετής». Τι σημαίνει
«συνείδηση» ; Στο βιβλίο Profession de foi du vicaire savoyard ο προτεστάντης
εφημέριος ταυτίζει τη συνείδηση με το θείο, αιώνιο και αλάνθαστο κριτή του
σωστού και του λάθους και ταιριάζει με την ψυχολογία του Rousseau. Στον Emile η
«συνείδηση» ή voix
intérieure είναι
ο συνδυασμός με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης (amour de soi). Ο άνθρωπος δεν είναι από
τη φύση του κακός, στο παιδί όλα τα ένστικτα είναι καλά. Η συνείδηση ξυπνά με
τα αισθήματα κατά την περίοδο της εφηβείας.
Οι
κατώτερες κοινωνικές τάξεις είναι άλλο ένα σημείο διαφωνίας των δύο ανδρών. Ο Rousseau πιστεύει
ότι δεν ξέρουν τι σημαίνει « honnête », ενώ ο Helvétius δέχεται
ότι « Le peuple a peu d’idées, de ce qui est beau et honnête » (De l’Homme II, 4 ; Emile, 767) .
Χωρίζει τους ανθρώπους σε δύο τάξεις : αυτούς που σκέφτονται και αυτούς που δε
σκέφτονται και αποδίδει τη διαφορά όχι στην έμφυτη ανισότητα όπως δέχεται ο Rousseau, αλλά στην ανισότητα στην
εκπαίδευση.
Μετά την ανάγνωση που έκανε ο Helvétius του Emile κατανόησε
ότι ο Rousseau
πιστεύει ότι η ανισότητα της διάνοιας είναι αποτέλεσμα της μεγαλύτερης ή
μικρότερης τελειότητας των αισθητηρίων οργάνων. Επιμένει ότι η άσκηση των
αισθήσεων είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της διάνοιας. Επηρεασμένος
από τις προκείμενες της αισθησιοκρατίας, ο Rousseau δέχεται ότι εφόσον οι ιδέες
προέρχονται από τις αισθήσεις, όσο καλύτερη είναι η άσκηση των οργάνων τα οποία
παράγουν τις αισθήσεις τόσο καλύτερες θα είναι και οι ιδέες. Για τους λόγους
αυτούς ο νεαρός Emile
ακολουθεί ένα εντατικό πρόγραμμα άσκησης των αισθήσεων. Ο Rousseau υποθέτει ότι από τη γέννηση
μέχρι την ηλικία των δέκα πέντε ετών το παιδί είναι άφυλο, ανήθικο, ακοινώνητο.
Πριν από την ηλικία της λογικής, την οποία ορίζει στα δέκα πέντε, το παιδί δεν
έχει ιδέα περί ηθικής και περί κοινωνικών σχέσεων. Εάν λοιπόν, το παιδί δε
γνωρίζει την έννοια της ηθικής δεν γνωρίζει και τις έννοιες σωστού και λάθους.
Το μόνο που μπορεί να έχει είναι η επιθυμία για το ατομικό του καλό. Με την
εφηβεία αναπτύσσονται τα έντονα συναισθήματα και η διάνοια η οποία του
επιτρέπει να διακρίνει μεταξύ του καλού και του κακού. Η ελεύθερη βούληση,
οδηγούμενη από τη λογική το βοηθά να διαλέξει το καλό. Ο άνθρωπος δεν διαθέτει
έμφυτη γνώση του καλού και του κακού. Ο Rousseau συμφωνεί με το Locke ότι
υπάρχουν έμφυτες ιδέες. Από την πλευρά του ο Helvétius δέχεται
ότι ο άνθρωπος έχει μια έμφυτη ικανότητα να επιθυμεί το σωστό μόλις η γνώση του
δώσει αυτή την ικανότητα. Η συνείδηση εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την ανάπτυξη
της λογικής και από τη βαθειά γνώση του καλού και του κακού. Ο άνθρωπος δε
γεννιέται ούτε καλός ούτε κακός. Ο νέος μπορεί να δεχθεί μια ηθική κατήχηση η
οποία θα τον οδηγήσει στην αρετή. Ο Helvétius παραμένει απόλυτος στη θέση
του ότι η ηθική διδάσκεται. Θεωρεί ότι η ρώμη είναι το αποτέλεσμα της αδικίας
τόσο στον ενήλικα όσο και στο παιδί (De
l’Homme II,16). Το παιδί δεν έχει
έμφυτο το αίσθημα της συμπόνιας, θέση που υπερασπίζεται με το παράδειγμα της
σκληρότητας των παιδιών προς τα έντομα. Γι’αυτόν τόσο η καλοσύνη όσο και η
ανθρωπιά, σαν ιδέες, είναι το αποτέλεσμα της εκπαίδευσης.
Ο Helvétius πιστεύει ότι «αίσθηση» και
«διάνοια» είναι ένα και το αυτό, γιατί κάθε ανθρώπινο ον έχει επαρκείς
αισθήσεις ώστε να σχηματίσει όλες τις δυνατές ιδέες. Τη θέση του αυτή
συναντούμε τόσο στο De
l’Esprit όσο
και στο De
l’
Homme.
Η ανισότητα της διάνοιας του ατόμου προκύπτει από την
άνιση ικανότητα προσοχής, προσοχής η οποία παρακινείται από την ένταση των
παθών. Η διέγερση αυτή οδηγεί στο ενδιαφέρον
και αυτό με τη σειρά του κάνει τον άνθρωπο εξίσου ικανό για τον ίδιο βαθμό προσοχής. Οποιαδήποτε διαφορά
μεταξύ των ανθρώπων δεν είναι αποτέλεσμα ψυχολογικών διαφορών, αλλά αποτέλεσμα
της εκπαίδευσης που ο καθένας από αυτούς έχει λάβει.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Helvétius ασκεί την κριτική του στο Rousseau έχοντας υπόψη του τα βιβλία
Ι έως ΙΙΙ του Emile.
Σε αυτά δεν αναφέρεται ότι η εξυπνάδα εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την
ανάπτυξη των αισθήσεων. Ο Jean Bloch γράφει ότι αν και υποκρύπτεται
στα βιβλία αυτά η θέση αυτή του Rousseau, η δεύτερη αρχή, το συναίσθημα το οποίο κατευθύνει τον
ενήλικα να διακρίνει μεταξύ των ιδεών, δεν εμφανίζεται ακόμη. Η εκπαιδευτική
μέθοδος του Emile βασίζεται στις αισθήσεις
και με συγκεκριμένα παραδείγματα, αποδέχεται ότι ο μαθητής του μπορεί να
επωφεληθεί από μία εντατική εκπαίδευση των αισθητηρίων οργάνων και του σώματος.[6]
Στο τέταρτο βιβλίο με τίτλο La Profession de foi du vicaire savoyard ο Rousseau δέχθηκε
ότι υπάρχει στη διάνοια μία ευαίσθητη αρχή λήψεως των αισθήσεων και ότι αυτή η
αίσθηση θα μπορούσε να ερμηνευθεί αναφορικά με την ύλη. Δέχθηκε όμως ότι η
διάνοια εμπεριέχει επίσης μια ενεργή ουσία η οποία είναι υπεύθυνη για τις
συγκρίσεις και τις απαραίτητες κρίσεις της σκέψης. Διέκρινε μεταξύ αντίληψης που σημαίνει συλλαμβάνω με
τη σκέψη τα αντικείμενα και κρίσης που σημαίνει αντιλαμβάνομαι τις συνάφειες.
Διέκρινε επίσης μεταξύ τις εικόνες που λαμβάνονται παθητικά από τα αισθητήρια
όργανα και τις ιδέες οι οποίες προέκυπταν από τη σύγκριση των αισθήσεων. Η
σύγκριση αυτή προϋπέθετε ενέργεια, ενώ η αίσθηση όχι. Γράφει :
Apercevoir, c’est sentir ; comparer, c’est
juger ; juger et sentir ne sont pas la même chose. Par la sensation, les
objets s’offrent à moi séparés, isolés, tels qu’ils sont dans la nature ;
par la comparaison, je les remue, je les transporte pour ainsi dire, je les
pose l’un sur l’autre pour prononcer sur leur différence ou leur similitude, et
généralement sur tous leurs rapports.[7]
Ο
Rousseau επιμένει ότι υπάρχει στη
διάνοια κάποια συνεργαζόμενη ενεργή αρχή, η οποία μετατρέπει την πολλαπλότητα
των αισθήσεων σε συνεκτική σκέψη και
δίνει κάποιες ενδείξεις ύπαρξης οι οποίες διαφορετικά θα οδηγούσαν στο χάος :
Je cherche en vain dans l’être purement sensitif cette
force intelligente qui superpose et puis qui prononce ; je ne la saurais
voir dans la nature … Je ne suis donc pas simplement un être sensitif et
passif, mais un être actif et intelligent.[8]
Βέβαια
οι απαντήσεις που μπορεί να δοθούν στους προβληματισμούς αυτούς του Rousseau βρίσκονται τόσο στο Traité des sensations όσο
και στην Encyclopédie. Κατ’
αρχάς ο Rousseau
αναρωτήθηκε εάν η διάνοια μπορεί να διακρίνει ανάμεσα σε δύο πανομοιότυπες
αισθήσεις.[9] Την
απάντηση την έδωσε στο άρθρο « Evidence» δεχόμενος ότι δύο
αισθήσεις πρέπει να διαχωριστούν σε χρόνο και χώρο, έτσι ώστε η διάνοια να μη
μπορεί να τις μπερδέψει. Σε περίπτωση που η αίσθηση και η κρίση είναι
ταυτόσημες, πώς είναι δυνατόν λάθος αισθήσεις να διορθωθούν με σωστή κρίση ;[10] O Condillac θα απαντούσε ότι ένας
άνθρωπος θα το κρίνει από τη στιγμή που το είδε, με την εμπειρία όμως και τη
σύγκριση των διαφόρων αισθήσεων θα μάθει σύντομα να διορθώνει τις εσφαλμένες
κρίσεις. Ο τρίτος προβληματισμός του Rousseau ήταν πώς η διάνοια συντονίζει τις πέντε
αισθήσεις, εάν είναι παθητική ; [11]
Πώς μπορούμε να γνωρίζουμε εάν το αντικείμενο που αγγίζουμε είναι το ίδιο με το
αντικείμενο το οποίο κοιτάμε ή όχι ;
Πράγματι ο Condillac
είχε
ήδη αποδείξει ότι η διαδικασία ταύτισης
των διαφόρων αισθήσεων – εντυπώσεων δεν είναι αυθόρμητη αλλά το αποτέλεσμα της
εμπειρίας που αποκτήθηκε αργά.
Στις σημειώσεις του ο Rousseau αποπειράθηκε
να αποκαταστήσει την ικανότητα της μνήμης. Ισχυρίσθηκε ότι η αίσθηση και η
μνήμη είναι εντελώς διαφορετικές λειτουργίες, η πρώτη είναι μια παθητική
λειτουργία και η δεύτερη μια ενεργή λειτουργία της διάνοιας. Ο Helvétius όρισε
τη διάνοια ως «une sensation continuée mais affaiblie »[12]
και
εξήγησε τη λειτουργία της :
« Lorsque par une suite de mes idées … je me
rappelle l’image d’un chêne, alors mes organes intérieurs doivent
nécessairement se trouver à peu près dans la même situation où ils étaient à la vue
de ce chêne. »[13]
Ο Rousseau αμφισβήτησε τη θέση του Helvétius και αναρωτήθηκε πώς και
γιατί η εικόνα που επανέρχεται με τη μνήμη είναι πάντα λιγότερο καθαρή από
αυτήν της ενεργούς αίσθησης. Γράφει :
« Il n’est pas vrai que la situation de l’organe
intérieur soit la même dans la mémoire et dans la sensation. Autrement il
serait impossible de distinguer le souvenir de la sensation d’avec la
sensation. Aussi l’auteur se sauve-t-il par un à
peu près. »[14]
Στο έργο του La Profession de foi du vicaire savoyard επικεντρώνεται στο παράδοξο της πρότασης του Helvétius « juger,
c’est sentir ». Οπαδός της αισθησιαρχίας του Locke, ο Rousseau στήριξε επάνω σε αυτήν την
παλαιά επιστημολογία τις αντιρρήσεις του για το όλο σύστημα του Helvétius και επικεντρώθηκε σε
τέσσερα σημεία : 1) ντετερμινισμό, 2) matière
pensante,
3) ηθική 4)
ισότητα διάνοιας.
Ο ντετερμινισμός του Helvétius εστιάζεται στη θεωρία του
περί ευχαρίστησης και πόνου. Εάν οι άνθρωποι αναζητούσαν σε κάθε έκφραση της
ζωής τους την ευχαρίστηση και προσπαθούσαν να αποφύγουν τον πόνο, θα ήταν
ψυχολογικά αδύνατο γι’ αυτούς να επιλέξουν τον πόνο αντί για την ευχαρίστηση. Ο
Rousseau ήταν πιστός και γι’αυτό
εχθρικά διακείμενος σε αυτή τη θέση. Πίστευε στην ελεύθερη βούληση και στη θεία
πρόνοια. Πριν το 1758 είχε αποπειραθεί να υπερασπισθεί την ελεύθερη βούληση.
Στο έργο του La
Nouvelle
Héloise επανέφερε
το « sentiment intérieur » και την πεποίθησή του ότι
οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι. Στο Discours
sur
l’inégalité ανέφερε
για πρώτη φορά αυτόν τον ισχυρισμό του και τον ίδιο επανέλαβε στο La Profession
de
foi
– η διάνοια περιλαμβάνει μια ενεργή, πνευματική ουσία που
είναι υπεύθυνη για τη σκέψη και κατέχει
την ελεύθερη βούληση. Η ενεργή σκέψη υποδηλώνει την ελεύθερη βούληση και vice versa.
Και οι δύο διακρίνουν τον άνθρωπο από τα ζώα :
« Ce n’est donc pas tant l’entendement qui fait
parmi les animaux la distinction spécifique de l’homme que sa qualité d’agent
libre. La nature commande à tout animal et la bête obéit. L’homme éprouve la
même impression, mais il se reconnaît libre d’acquiescer ou de résister ;
et c’est surtout dans la conscience de cette liberté que se montre la spiritualité
de son âme ; car la physique explique en quelque manière le mécanisme des
sens et la formation des idées, mais dans la puissance de vouloir ou plutôt de
choisir, et dans le sentiment de cette puissance, on ne trouve que des actes
purement spirituels, dont on n’explique rien par les lois de la
mécanique. »[15]
Για το Rousseau η ελεύθερη βούληση είναι
ιδέα σχεδόν συνώνυμη με τη σκέψη. Από τότε που ο άνθρωπος σκέπτεται τις αισθήσεις τότε κάνει μία επιλογή και αυτή η επιλογή αποδεικνύει την ελευθερία της βούλησής του : « Si l’on comprend bien que l’ homme est actif dans
ses jugements, que son entendement n’est que le pouvoir de comparer et de juger,
on verra que sa liberté n’ est qu’ un pouvoir semblable, ou dérivé de celui-là. »[16]
Όπως προαναφέρθηκε, ο Rousseau με το έργο του La Profession de foi du vicaire savoyard θέλησε να απορρίψει τις θέσεις του Helvétius. Σχετικά με την ελεύθερη βούληση γράφει :
« Sans doute je ne suis pas libre de ne pas vouloir
mon propre bien, je ne suis pas libre de vouloir mon mal ; mais ma liberté
consiste en cela même, que je ne puis vouloir que ce qui n’est convenable, ou
que j’ estime tel, sans que rien d’ étranger à moi me détermine … Le principe
de toute action est dans la volonté d’un être libre, on ne saurait remonter
au-delà. Ce n’est pas le mot de liberté qui ne signifie rien, c’est celui de
nécessité. Supposer quelque acte,
quelque effet qui ne dérive pas d’un principe actif, c’est vraiment supposer
des effets sans cause, c’est tomber dans le cercle vicieux. »[17] ‘Όμως
και ο Helvétius στο De l’Esprit είχε
γράψει κάτι παρόμοιο και χρησιμοποίησε το ίδιο λεξιλόγιο.
Ο Helvétius συμπεραίνει ότι υπάρχει μία
παθητική διανοητική λειτουργία που διαθέτει την ικανότητα αίσθησης, ο Rousseau, από την πλευρά του,
αντιτίθεται ότι υπάρχει επίσης μια ζωτική πνευματική αρχή η οποία ασκεί το
ενεργό στοιχείο της επιλογής. Η δύναμη αυτή της επιλογής μεταξύ διαφόρων
αισθήσεων δεν είναι μηχανική, και παθητική, αλλά ενεργή ικανότητα η οποία
ανήκει μόνο σε έναν ελεύθερο παράγοντα. Η διάνοια που είναι ικανή να δέχεται
μόνο παθητικά τις αισθήσεις δεν κατέχει την ελευθερία της επιλογής. Ο Rousseau στηρίχθηκε στη θεωρία του Locke που δέχθηκε ότι υπάρχει μία
ζωτική διανοητική αρχή, προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη της ελεύθερης
βούλησης.
Ο άνθρωπος ήταν εγωιστής και
κακοπροαίρετος όταν υπάκουσε στο «νόμο του σώματος», ανιδιοτελής και ενάρετος
όταν άκουσε τη «φωνή της ψυχής». Παρέμεινε όμως ένα μυστήριο για το Rousseau τόσο η επικράτηση του
πνεύματος επί της ύλης όσο και ο μηχανισμός των αισθήσεων. Η βούληση και η ψυχή
τον βοήθησαν να αποστασιοποιηθεί από τον άψυχο κόσμο. Η αντίθεση των φιλοσόφων
στην θέση αυτή ήταν η έννοια της matière pensante με
την οποία αρνήθηκαν την ύπαρξη ενός πνευματικού στοιχείου στη διάνοια του
ανθρώπου.
Η πίστη του Rousseau στην ελεύθερη βούληση και
στη διττότητα πνεύματος-σώματος είναι το κλειδί της αντίθεσής του με τον Helvétius. Ο τελευταίος αρνήθηκε την
ελεύθερη βούληση γιατί πίστευε ότι εάν ο άνθρωπος ακολουθήσει αυτόματα το συμφέρον του που θα
είναι αντίθετο προς το κοινό συμφέρον, τότε η πολιτεία θα τον υποχρεώσει να
κάνει πράξεις που θα είναι χρήσιμες για το κοινωνικό σύνολο. Οι θέσεις του Rousseau είναι θέσεις που εκφράζουν
την καθολική πίστη : η ηθική του είναι η διαρκής πάλη του ανθρώπου μεταξύ του
καλού και του κακού εαυτού. Ο κακός, « l’être
sensitif », έχει σαν κύριο σκοπό του
ό,τι έχει σχέση με το προσωπικό του συμφέρον. Ο καλός εαυτός είναι πνευματικός
έχει συνείδηση του σωστού και του λάθους, αισθάνεται οίκτο ο οποίος του
δημιουργεί αποστροφή στο να πράξει το κακό για το συνάνθρωπό του.
«Ο οίκτος» αυτός οδήγησε τον άνθρωπο
στη δημιουργία της κοινωνίας και ήταν αντίθετος προς το προσωπικό συμφέρον το
οποίο οδηγούσε τον άνθρωπο μάλλον προς τη διάλυση της κοινωνίας. Η συνείδηση
δημιουργήθηκε από τον οίκτο όταν ο άνθρωπος ήρθε σε επαφή με τους συνανθρώπους
του και ήταν η φωνή της πνευματικής του φύσης. Η συνείδηση, γράφει ο Rousseau είναι
« instinct divin, immortelle et céleste voix,
guide assuré d’un être
ignorant et borné, mais intelligent et libre »[18]
και
η συνείδηση αυτή έδειξε στον άνθρωπο το μονοπάτι της ζωής. Εάν ασκήσει τη
βούλησή του και ακολουθήσει το δρόμο αυτό, χωρίς να υπολογίζει το συμφέρον του,
ο άνθρωπος θα αισθανθεί ευχαρίστηση. Εάν πάλι βαδίσει ενάντια στη συνείδησή
του, τότε θα αισθανθεί τύψεις. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να διαλέξει μεταξύ
του καλού και του κακού. Η συνείδησή του το οδηγεί σε πράξεις που δεν αφορούν
στο προσωπικό του συμφέρον και οι τύψεις είναι ένδειξη του ενάρετου ανθρώπου. Η
αρετή δεν αποβλέπει σε υλικά αγαθά, αλλά στην ικανοποίηση που αισθάνεται όταν
πράττει το καλό. Η κλίση προς την αρετή και η αποστροφή του κακού είναι
ενδείξεις της επιθυμίας του ανθρώπου για την ευτυχία της ανθρωπότητας.
Μία από τις βασικές όψεις της
ψυχολογίας του Helvétius και ένα από τα βασικά
σημεία διαφοράς του με το Rousseau
είναι το «συμφέρον». Συναντήσαμε τη λέξη όταν αναλύθηκαν οι έννοιες συνείδηση και φυσική καλοσύνη. Επανέρχεται όταν αναφέρεται το δημόσιο και το
ιδιωτικό καλό, διαφωνώντας με το Rousseau
ο οποίος δέχεται ότι μία απόδειξη της ύπαρξης της συνείδησης είναι ότι το άτομο
δε θα μπορούσε να θυσιάσει το προσωπικό του συμφέρον για το δημόσιο εάν δεν
υπήρχε η συνείδηση. Ο Helvétius αρνείται τη θέση αυτή
λέγοντας ότι όταν το άτομο κάνει κάτι υπέρ του δημόσιου καλού ικανοποιεί το δικό του συμφέρον εφόσον
δέχεται την τιμή και τη δημόσια εκτίμηση. Όλες οι ανθρώπινες πράξεις
διακατέχονται από το προσωπικό συμφέρον και εάν κάποια καταλήξει στο κοινό καλό
είναι το αποτέλεσμα ενός συμπτωματικού γεγονότος.
Για τον Helvétius ο όρος intérêt σημαίνει
κατ’αρχάς μία αίσθηση για το σχηματισμό της ιδέας και κατόπιν το προσωπικό
συμφέρον το οποίο κατευθύνει το νου προς αυτά τα αντικείμενα που ενδιαφέρουν το
άτομο και στηρίζονται στην αίσθηση του πόνου ή της ευχαρίστησης. Εφόσον το συμφέρον παρέχει το μόνο βασικό
κίνητρο στον άνθρωπο, τότε ο άνθρωπος ενεργεί προς όφελός του άσχετα προς τους
άλλους ή με απώτερο σκοπό τη δημόσια εκτίμηση και καταξίωση.
Ο Rousseau δέχεται ότι ο Helvétius υποβίβασε τον άνθρωπο στο
επίπεδο του ζώου. Ο άνθρωπος όμως δε διαφέρει από τα ζώα μόνο από τις φυσικές
διαφορές, αλλά και από το ότι διαθέτει ελεύθερη βούληση και ικανότητα ενεργούς
σκέψης. Τα δύο αυτά στοιχεία του δίνουν τη γνώση του καλού και του κακού και τη
δυνατότητα επιλογής του δρόμου της αρετής.
Στο
έργο του La
Nouvelle
Héloise ο Rousseau επιτέθηκε
ευθέως στο De l’Esprit του Helvétius.
Ο τελευταίος πίστευε ότι εφόσον με τη γέννηση κάθε ανθρώπου το μυαλό έχει τις
ίδιες δυνατότητες και είναι κενό, όλες οι διαφορές στην εξυπνάδα, το χαρακτήρα
και το ταμπεραμέντο είναι αποτέλεσμα της εκπαίδευσης. Η κληρονομικότητα δεν
έχει καμία σημασία, ενώ αντίθετα το περιβάλλον είναι το παν. Οι διανοητικές
ικανότητες ή διαφορές δεν μπορούν επ’ουδενί να αποδοθούν στη φυσική σωματική
κατάσταση του ατόμου, στη μνήμη του ή στην ικανότητα προσοχής. Κάθε άνθρωπος
πρέπει να δρα αποφασιστικά ώστε να γίνει μια ιδιοφυία ! Ο Rousseau δέχθηκε ότι η εμπειρία δεν
είναι ανατρεπτική της θεωρίας του Helvétius εφόσον κανείς δεν έζησε
ποτέ στο ίδιο και το αυτό περιβάλλον. Όσον αφορά στις έμφυτες ιδέες δε δέχθηκε
την ύπαρξή τους στη διάνοια, αλλά αντίθετα δέχθηκε την έμφυτη προδιάθεση η
οποία ελέγχει την ανάπτυξη του χαρακτήρα και της εξυπνάδας. Η εκπαίδευση μπορεί
να βελτιώσει τις φυσικές ικανότητες του ανθρώπου, αλλά δε μπορεί να τις
μεταβάλλει.
Η
θεωρία του Helvétius για την εκπαίδευση είναι
ότι το παιδί χωρίς τη μακρόχρονη εξάσκησή του δε θα μπορέσει να αποκτήσει τον
προσήκοντα βαθμό προσοχής που θα του είναι απαραίτητος για την υπόλοιπη ζωή
του. Δε μπορεί , ως εκ τούτου να δεχθεί το σύστημα του Rousseau ότι το παιδί αφήνεται να αναπτυχθεί φυσικά
μέχρις ότου η άσκηση των αισθήσεών του να το παρακινήσει στην πνευματική
δραστηριότητα και ότι οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την εκπαίδευσή
του μορφοποιούνται και αλλάζουν σύμφωνα
με τις φυσικές και διανοητικές ικανότητές του. Εφόσον ο Helvétius εξομοιώνει την αίσθηση και
την κρίση, πιστεύει ότι το παιδί μπορεί να κρίνει από ενωρίς. Ενισχύει τον
ισχυρισμό του αυτό λέγοντας ότι το παιδί μπορεί να συγκρίνει αποστάσεις, μεγέθη
κλπ, να μαθαίνει τη μητρική του γλώσσα και να εκφράζεται ήδη από την ηλικία των
δώδεκα ετών.(De
l’Homme, II, 27-28). Η παρατήρηση
αποδεικνύει τις ικανότητες του παιδιού πριν από την ηλικία των δώδεκα ετών και
ο νους ασκείται παράλληλα με την ανάπτυξη του σώματος. Η θέση του αυτή είναι
αντίθετη με αυτήν του Rousseau,
ο οποίος δεχόταν ότι το σώμα αναπτύσσεται πρώτα και κατόπιν αρχίζει να
εργάζεται το πνεύμα. Ο Helvétius τονίζει τη σημασία της
αίσθησης στην ανάπτυξη του νου και πιστεύει, όπως και ο Rousseau, ότι η φυσική άσκηση θα
βοηθήσει στην πνευματική ανάπτυξη. Δέχεται ότι η κρίση είναι μια κανονική
αίσθηση πνευματικής δραστηριότητας και καθώς ο νέος μαθαίνει πιο γρήγορα από
τον ενήλικα, θα επωφεληθεί της ηλικίας του για καλύτερα και γρηγορότερα
αποτελέσματα. Η διαφορά στις πνευματικές ικανότητες είναι αποτέλεσμα του
περιβάλλοντος και πρέπει να ελέγχεται. Όλοι οι άνθρωποι είναι ικανοί στο ίδιο διανοητικό αποτέλεσμα,
παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει ομοιογενής εκπαίδευση. Στο βιβλίο του De l’Esprit γράφει
ότι δεν είναι δυνατό να δοθεί η ίδια εκπαίδευση σε τρεις νέους, ο ένας από τους
οποίους θα γίνει ένας μικρός δημόσιος υπάλληλος και οι άλλοι δύο θα είναι
υψηλόβαθμοι στο στρατό και στην κυβέρνηση της χώρας.[19] Η
θέση του ότι τα παιδιά δε μπορούν να αποκτήσουν γνώσεις με τη μελέτη των
βιβλίων[20]
δε μπορεί να θεωρηθεί αρνητική της μελέτης, αλλά ότι η μελέτη αυτή δε μπορεί να
μείνει μακριά από την παρατήρηση
Σύμφωνα
με τον Dutens
oι θέσεις του Rousseau εναντίον του Helvétius δεν είναι δυνατό να
απαντηθούν, γιατί ο Helvétius είναι ανώτερος του Rousseau ως προς τον καθαρό
φιλοσοφικό διαλογισμό του. Καμία θέση του Rousseau όπως εκφράσθηκε εναντίον
της αισθησιαρχίας του έργου του Helvétius De l’Esprit δε
μπόρεσε να αμφισβητήσει τη σοβαρότητα της σκέψης του Γάλλου φιλοσόφου. Πράγματι
ο Rousseau
αντέκρουσε τη θεωρία του Helvétius στηριζόμενος στις θέσεις
του Locke,
θέσεις που ο Helvétius θεώρησε ξεπερασμένες. Στο De l’Homme, αλλά
και στις επιστολές του προς το Dutens, απαντά στο Rousseau χρησιμοποιώντας τις ιδέες
που είχαν γίνει αποδεκτές το 1750. Δεν
είναι απολογητικός και παρά το γεγονός ότι θεωρεί τις ιδέες του συγγραφέα του Emile εκφυλισμένες
τις κρίνει συγκαταβατικά.
Ο
Rousseau από την πλευρά του προχωρεί
στο βάθος του συστήματος του Helvétius και αποδοκιμάζει τον
αισθησιαρχικό συλλογισμό του. Αν και ο τελευταίος χρησιμοποίησε την
αισθησιαρχία στην ακραία της μορφή και τα υλιστικά συμπεράσματά του ήταν
λογικά, ο Rousseau
από την πλευρά του ενστικτωδώς τα θεώρησε λανθασμένα και προσπάθησε μέσω της
εμπειρίας να αποδείξει ότι η δική του επιστημολογική θεωρία είχε καλύτερες
βάσεις και αποτελέσματα. Εν ολίγοις αρνήθηκε τη θεωρία της αισθησιαρχίας την
οποία ο ίδιος είχε αρχικά ασπασθεί, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
O Helvétius,
στηρίχτηκε σύμφωνα με τον Jean
H. Bloch[21]
σε ασταθείς βάσεις.
Πολλά από τα στοιχεία που αναφέρει ίσως να είχαν ταυτισθεί εάν είχαν κριθεί
μέσα από το όλο κείμενο. Ο Γάλλος φιλόσοφος με το να αρνηθεί σημαντικές διαφορές
μεταξύ των ανθρώπων, στήριξε φιλοσοφικές τοποθετήσεις και συνετέλεσε στις
μεταγενέστερες κοινωνικές, πολιτικές και εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Και οι
δύο, Helvétius και Rousseau εξέφρασαν την ανάγκη αυτών
των μεταρρυθμίσεων για τη γαλλική κοινωνία του 18ου αιώνα.
[2] Jean H.Bloch, Rousseau and Helvetius on innate and acquired traits : the final stages
of the Rousseau-Helvetius controversy
[3] Rousseau, Œuvres complètes, Editions de la Pléiade, Gallimard, Paris, I, 237
[5] « Nos talents, nos vices, nos vertus
et par conséquent nos caractères ne dépendent-ils pas entièrement de notre
organisation ? » De l’Homme, II,3
[6] Jean Bloch, Rousseau and Helvetius on Innate and Acquired Traits : The
Final Stages of the Rousseau-Helvetius Controversy, Journal of the History of
Ideas, 1979, p.p 21-41
[8] Ibid, p.p. 241, 242
[9] Ibid, p. 241
[10] Ibid, p.241
[11] Ibid, p.242
[13] Ibid, p.7
[14] D.W.Smith, Helvétius
A Study in Persecution, Clarendon Press, Oxford, 1965, p.178
[15] Rousseau, Œuvres complètes, p. 90. Για το Rousseau η ψυχή έχει καθαρή πνευματική υπόσταση, ενώ για τον Helvétius η ψυχή είναι αίσθηση.
[16] Ibid, p.251
[17] Ibid, p.p.251-252 / De l’Esprit, p.p.36-38
[20] « Ce n’est point des livres que les enfants doivent tirer leurs
connoissances ; les connoissances ne s’y trouvent pas » De l’Homme, II, 34 ; La Nouvelle Héloise, 582, Emile, 454
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου