Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΑ ΔΟΚΙΜΙΑ ΤΟΥ MONTAIGNE

O Βολταίρος έγραψε για τον Μονταίν ότι ζωγράφισε την ανθρώπινη φύση και μέσα από τα Δοκίμιά του παρουσίασε απλά τον εαυτό του : τον ευγενή της εποχής του Ερρίκου του τρίτου, τον σοφό στους χρόνους της άγνοιας, τον φιλόσοφο ανάμεσα στους φανατικούς, που υπογράφει «… τις αδυναμίες μου και τις τρέλες μου».

            Ο Μισέλ ντε Μονταίν, ο ευγενής της Γκασκώνης που γεννήθηκε το 1533 και πέθανε το 1592 στον πύργο του, ο φιλόσοφος και πολιτικός, ο συγγραφέας των Δοκιμίων και ο «άνθρωπος που θα τον αγαπούν πάντα» σύμφωνα με τον Βολταίρο, ή όπως έγραψε ο Όρσον Γουέλς «ο τελειότερος συγγραφέας που δημιούργησε ο κόσμος» ξεκίνησε τη συγγραφή του «μοναδικού στο είδος του βιβλίο» που παρουσιάζει στον αναγνώστη όχι απλά έναν άνδρα που περιγράφει τον εαυτό του, αλλά την εξέλιξη μιας ζωής.
            Η μελέτη του συγγραφέα εστιάζει στη βασική ερώτηση : «τι είναι ο άνθρωπος ;» ή πιο συγκεκριμένα «ποιος είμαι εγώ, ο Μισέλ Εϋκέμ ντε Μονταίν ;» Για να περιγράψει τον άνθρωπο, ο Μονταίν παρουσιάζει τόσο τις δύσκολες καταστάσεις της ζωής του όσο και τις ευτυχισμένες στιγμές του. Αναζητεί την πραγματικότητα της ανθρώπινης κατάστασης μέσα από την παρατήρηση της καθημερινότητας τόσο της δικής του όσο και των άλλων. Ακόμη και τα πιο ασήμαντα γεγονότα είναι άξια περιγραφής για εκείνον που παρουσιάζει τη γυμνή και σκληρή πραγματικότητα εξετάζοντάς την μέσα από τον πλούτο του εσωτερικού κόσμου του. Φυσικά ένα τέτοιο έργο δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Για τους μεν ήταν οι στοχασμοί ενός σοφού και φιλελεύθερου άρχοντα, για τους δε ένα έργο αιρετικό, η θεματική του ορίσθηκε σαφέστατα από τον Στέφαν Τζβάϊχ : «αυτός που στοχάζεται ελεύθερα για τον εαυτό του τιμά την ελευθερία σε όλη τη γη».
            Το έργο φέρει τρεις τίτλους : η μετάφραση του έργου του Ρεϋμόντ Σεμπόντ «η Θεολογία της φύσης», μετάφραση που ο Μονταίν έκανε για τον πατέρα του, το «Ημερολόγιο του ταξιδιού στην Ιταλία» και τέλος τα «Δοκίμια». Η πρώτη έκδοση των Δοκιμίων έγινε τον Μάρτιο 1580, εκδότης Σιμόν Μιλλάνζ στο Μπορντώ, σε δύο τόμους in-octavo. Περιλαμβάνει τους δύο πρώτους τίτλους. Το 1582 ο ίδιος εκδότης προβαίνει στη δεύτερη έκδοση, η οποία λίγο διαφέρει από την πρώτη αφού ο συγγραφέας προσθέτει κάποιες αναφορές στο ταξίδι του και σε ιταλούς ποιητές. Το 1587 εκδίδεται στο Παρίσι η τρίτη έκδοση σε ένα τόμο, in-duodecimo και εκδότη τον Ζαν Ρισέρ και τον αμέσως επόμενο χρόνο, το 1588, μία άλλη έκδοση σε ένα τόμο in-quatro από τον εκδοτικό οίκο μου Αμπέλ Λανζελιέ. Αυτή η έκδοση είναι η τελευταία που δημοσιεύεται ενώ ο Μονταίν είναι ακόμη εν ζωή και όπως ο συγγραφέας ανακοινώνει περιέχει ένα τρίτο τίτλο και 600 πρόσθετα στοιχεία από τις προηγούμενες εκδόσεις.
            Ενώ η ηθική του Μεσαίωνα στηριζόταν στην αυθεντία του θείου λόγου, ο 16ος  ανακαλύπτει ξανά τους φιλοσόφους της αρχαιότητας και οι ουμανιστές στηρίζουν την ηθική της στην ιδέα της ατομικής συνείδησης που αναδιπλώνεται στις υποχρεώσεις που της επιβάλλουν η ασταθής και ανθρώπινη λογική. Οι ουμανιστές φιλόσοφοι προσπάθησαν να συνταιριάξουν την κληρονομιά της αρχαιότητας με τη χριστιανική σκέψη. Το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, οι ιδέες του Εράσμου επιβάλλονται. Καθολικοί και διαμαρτυρόμενοι αποφάσισαν να επωφεληθούν την αρχαία ηθική, άδολη και κατευναστική για όλους, και να την εντάξουν στην ηθική της Βίβλου. Αρχαία ρητά, ανέκδοτα, στοχασμοί αποτελούν ενδείξεις σοφίας. Ο Μονταίν ξεκινά τη σύνταξη των Δοκιμίων ακριβώς τη στιγμή που η σκέψη των αρχαίων κερδίζει έδαφος. Δεν πρόκειται για εκλαϊκευμένη λογοτεχνία του 16ου αιώνα, αλλά για μια ενδοσκόπηση και προσωπική κριτική. Επιβεβαιώνοντας την υποκειμενικότητα του έργου του παρέδωσε στην ανθρωπότητα ένα αυθεντικό έργο και όχι μια απλή σύνοψη. Έτσι τα Δοκίμια γίνονται το πιο προσωπικό βιβλίο που είχε γραφεί έως τότε : «Δεν έχω γράψει εγώ το βιβλίο μου, αλλά το βιβλίο  μου δημιούργησε εμένα, βιβλίο ομοούσιο του συγγραφέα του, με καθαρή υπόθεση, μέλος της ζωής μου, όχι με υπόθεση και τέλος κάποιου ξένου όπως σε άλλα βιβλία»[1] Έχοντας συνειδητοποιήσει τις δυσκολίες αυτής της ενδοσκόπησης γνωρίζει ότι η αναζήτηση του Εγώ είναι μια μάχη της κάθε στιγμής. Άρα το διακύβευμα δεν είναι άλλο από την αναγνώριση της αυθεντικής ατομικότητάς μας.
            Η θέση αυτή του συγγραφέα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις θέσεις της χριστιανικής πίστης ότι κάθε αναφορά στο «εγώ» ήταν ένδειξη ματαιοδοξίας και απείχε πολύ από τις θέσεις της θεολογίας του 16ου αιώνα που δεχόταν ότι η χρήση του πρώτου προσώπου ήταν αποδεκτή μόνον όταν δήλωνε μετάνοια. Το εμπόδιο αυτό ξεπέρασε ο Μονταίν με την ειλικρίνεια και την ακρίβεια με τις οποίες παρουσίασε τον εαυτό του. Το πορτραίτο του τελειώνει με πολλές αναφορές στον θάνατο που αποτελεί ένα από τα ενδιαφέροντα κεφάλαια των Δοκιμίων.
            Η σκέψη του θανάτου εμφανίζεται στο πρώτο βιβλίο των Δοκιμίων με τον τίτλο «Φιλοσοφώ σημαίνει μαθαίνω να πεθαίνω». Ο Μονταίν είναι ήδη τριάντα εννέα ετών και συνειδητοποιεί ότι ξεπέρασε τα συνηθισμένα για την εποχή του όρια ζωής. Ο θάνατος τον απασχολεί και προσπαθεί να τον κατανοήσει μετά μάλιστα τον θάνατο του  αγαπημένου φίλου του Ετιέν ντε λα Μποεσί. Το πρώτο αυτό δοκίμιο ξεκινά με τη θέση του Κικέρωνα ότι φιλοσοφώ δεν είναι τίποτε περισσότερο από το να προετοιμάζομαι για τον θάνατο και συνεχίζει με τον Σωκράτη, ο οποίος τη στιγμή που επρόκειτο να πιεί το κώνειο «μίλησε όχι σαν ένας ετοιμοθάνατος, αλλά σαν κάποιος που ετοιμαζόταν να ανέβει στον ουρανό.»[2]  Ο θάνατος είναι η φυσική και ηθική ταλαιπωρία του ανθρώπου τη στιγμή του θανάτου. Σε όλο αυτό το πρώτο Δοκίμιο, ο Μονταίν υπερασπίζεται την ιδέα ότι ο άνθρωπος πρέπει να προετοιμάζεται για τον θάνατο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και προκειμένου να επιτευχθεί αυτό πρέπει να τον σκέπτεται συνεχώς. Η παράθεση του Κικέρωνα που έδωσε και τον τίτλο στο δοκίμιο αυτό υπονοεί ότι ο θάνατος είναι το πέρας της ζωής και όχι ο σκοπός της. Και φυσικά για να ξέρει ο άνθρωπος να πεθάνει, πρέπει να ξέρει να ζήσει.
            Κατά το τέλος της ζωής του ο Μονταίν αλλάζει τον λόγο του. Στο κεφάλαιο XII των Δοκιμίων ΙΙΙ με τον τίτλο «Περί φυσιονομίας» δέχεται ότι «για τους περισσότερους η προετοιμασία του θανάτου δημιούργησε περισσότερη αναστάτωση απ’ ότι ο πόνος. Η φιλοσοφία μας διδάσκει να έχουμε τον θάνατο πάντα μπροστά μας, να τον προβλέπουμε και να τον αναλογιζόμαστε. Γράφει : «Δεν είδα ποτέ χωρικό από αυτούς που μένουν κοντά μου, να σκέφτεται ποια θα είναι η όψη του αυτήν την τελευταία ώρα του. Η φύση του μαθαίνει να μη σκέφτεται τον θάνατο παρά μόνο την ώρα του θανάτου του.»[3] Εάν μάθουμε να ζούμε ήρεμα, θα μάθουμε και να πεθάνουμε. Ο Μονταίν αναφέρει μάλιστα και τη ρήση του Καίσαρα ότι ο απροσδόκητος θάνατος, είναι ο καλύτερος. Ο Σενέκας μάλιστα έλεγε : «υποφέρει περισσότερο απ’όσο πρέπει, αυτός που υποφέρει, όταν αυτό δεν είναι απαραίτητο.» Το να γνωρίζει ο άνθρωπος να πεθάνει είναι κάτι που έρχεται αυθόρμητα τη δεδομένη στιγμή, όπως έρχεται κάθε άλλη γνώση.
            Στο ίδιο κεφάλαιο που κλείνει τα Δοκίμια ο Μονταίν εξομολογείται : «αγαπώ τη ζωή και την καλλιεργώ όπως αρέσει στον Θεό που μας την παραχώρησε.»[4] Στα πενήντα πέντε χρόνια του αφού διαμόρφωσε τη σκέψη του μέσα από τα έργα των φιλοσόφων, επανέρχεται στη φύση : «δέχομαι ευχαρίστως και με ευγνωμοσύνη, ό,τι η φύση έχει κάνει για μένα και την δοξάζω» και εκτιμά ότι «η καλύτερη ζωή είναι αυτή που συμβαδίζει με το κοινό και ανθρώπινο πρότυπο, με τάξη, χωρίς θαύματα και υπερβολές.»[5] Αντί να στηρίζεται σε ένα χριστιανικό δόγμα ή μια φιλοσοφική θεωρία όπως αυτή των Στωικών, των Σκεπτικών ή του Επίκουρου, ο Μονταίν προτιμά να «εξημερώσει τον θάνατο», που γίνεται ένα λαιτμοτίφ των Δοκιμίων μέσα από τα ταξίδια, τα έθιμα, τις απόψεις του για την ασθένεια ή την ιστορία, σε παραγράφους που περιλαμβάνουν ευθέως την ιδέα του θανάτου ή αντίθετα είναι πολύ απομακρυσμένες από αυτόν. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο συγγραφέας των Δοκιμίων ήταν περίεργος για τον θάνατο, περιέργεια που τροφοδοτήθηκε από αμέτρητες μελέτες. Εκείνο που τον κάνει να ξεχωρίζει είναι ότι κοιτάζει τον θάνατο σαν μια ενδόμυχη εμπειρία, την οποία θα δοκιμάσει εκείνος πρώτος. Χαρακτηριστικό είναι η προσωπική του εμπειρία μετά από ένα σοβαρό ατύχημα με άλογο. Σε αυτήν ο Μονταίν ανακαλύπτει ότι ο θάνατος είναι μια μετάβαση «χωρίς κανένα πόνο» κατά τρόπο «πολύ γλυκό και ήρεμο». Αυτή η συμφιλίωση με τον θάνατο δεν αναιρεί την αρνητική και καταστροφική του πλευρά, μόνο που ο συγγραφέας συνειδητοποιεί ότι πρόκειται για μια τελευταία προσωπική εσωτερική εμπειρία.
                Τα Δοκίμια περιορίζουν την χριστιανική πίστη για τον θάνατο και παρουσιάζουν την ψυχή απελευθερωμένη από το σώμα να επιστρέφει στην πρώτη κατοικία της που είναι το βασίλειο των ουρανών. Ο Μονταίν θεωρεί ότι η αθανασία της ψυχής είναι χίμαιρα και ότι ο θάνατος δεν είναι αγωνία, όπως θα παραδεχθεί αργότερα ο Πασκάλ, αλλά «ένα πήδημα από το κακώς ον στο μη ον»[6], είναι τελικά η εξάλειψη του εγώ. Άρα δεν υπάρχει λόγος, σύμφωνα με τον συγγραφέα, να ανατρέξει στην σωτηρία ή στην πίστη. Για τον εαυτό του προτιμά έναν ανώνυμο θάνατο όπως αρμόζει στην όλη πορεία του στη γη. Γράφει : «είμαι ευχαριστημένος με έναν θάνατο ήρεμο και ήσυχο, αντίστοιχο με την ζωή μου, μέσα στο οικογενειακό μου περιβάλλον.»[7] Ορίζοντας κατ’αυτόν τον τρόπο το τέλος του, κερδίζει τη γαλήνη, γιατί η ζωή είναι αυθεντική όταν έχει ένα τέλος. Η φυσική εξέλιξη της ζωής προς τον θάνατο οδηγεί τον χριστιανό να σκέφτεται την ζωή «μετά θάνατον», ενώ ο Μονταίν εξετάζει αυτήν την ίδια τη ζωή, που είναι πολύτιμη παρά τα προβλήματά της. Εκείνο που είναι σημαντικό και αποδεικνύει μέσα από τα Δοκίμιά του ο ευγενής της Γκασκώνης είναι να μάθει ο άνθρωπος να ζει. Τίποτε δεν είναι δυσκολότερο από το να ξεκινήσει να ζει «καλά και φυσικά τη ζωή του» γιατί η ζωή είναι παρούσα σε κάθε στιγμή. Δεν είναι μια ζωή παθητική, αλλά μια ζωή σε κίνηση και αυτή η κίνηση οδηγεί προς τον θάνατο.

                                                                                                                Σοφία Μωραΐτη



[1] Essais, liv.2, chap. XVIII, Paris, Gallimard, 1965
[2] Idem
[3] Essais III, chap.XII, Paris, Gallimard, 1965.
[4] Idem.
[5] Idem.
[6] Essais I, chap. XX, Paris, Gallimard, 1965.
[7] Idem

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου