Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΛΗΜΜΑΤΑ ΤΗΣ «ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑΣ» ΤΩΝ ΝΤ’ΑΛΕΜΠΕΡ ΚΑΙ ΝΤΙΝΤΕΡΟ


            Το Νοέμβριο του 1750 παρουσιάζεται στο κοινό το Φυλλάδιο της Εγκυκλοπαίδειας , ένα οκτασέλιδο σε οκτώ χιλιάδες αντίτυπα, το οποίο σύμφωνα με όσα ανέφερε περήφανα ο Ντιντερό, θα αποτελούσε το λεξικό των επιστημών και των τεχνών, θα προσέθετε τις νέες ανακαλύψεις στις επιστήμες και θα παρακολουθούσε την ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος από τα πρώτα χρόνια μέχρι το 18ο αιώνα.
Και όχι μόνο, γιατί στο άρθρο με τον τίτλο «Τέχνη» ο Ντιντερό γράφει ότι σκοπός της «Εγκυκλοπαίδειας» δεν είναι μόνο να αρκεστεί στον homo sapiens, αλλά και στον homo faber αποδίδοντας δηλαδή, τη δίκαιη παρουσίαση και των μορφών της τέχνης της καθημερινής ζωής με τους εκπροσώπους της, τους τεχνίτες «αυτούς που περιφρονούσαν γιατί ήθελαν να τους περιφρονήσουν, αυτούς που παράγουν αξιόλογο έργο». Καταυτό τον τρόπο η «Εγκυκλοπαίδεια» γίνεται το πρώτο και μοναδικό έργο που περιγράφει όλες τις τέχνες που είναι χρήσιμες στον άνθρωπο. Στη σύνταξη των άρθρων συνεργάζονται σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων και των επιστημών της εποχής :  Γκριμ, Ναιζόν, Ζωκούρ, Τυργκό, Νεκέρ, ο βαρόνος ντ’Ολμπάκ, ο Βολταίρος, ο Ρουσσώ κ.α. Η αναζήτηση νέων λύσεων, οι προβληματισμοί σε θέματα οικονομικά και οι νέες ανακαλύψεις στο τομέα των επιστημών όπως αναφέρονται στα λήμματα της «Εγκυκλοπαίδειας» γεμίζουν υπερηφάνεια τόσο το ντ’Αλεμπέρ όσο και το Ντιντερό.
            Κατά τα έτη 1754-1755 παρουσιάζεται στη Γαλλία  ένα έντονο ενδιαφέρον για τις οικονομικές επιστήμες. Ο Ζ.Κ. Περρό αναφέρει ότι οι περισσότερες δημοσιεύσεις σχετικές με θέματα οικονομίας εμφανίζονται μεταξύ των ετών 1750 και 1789, συγκεκριμένα 2263 δημοσιεύσεις επί συνόλου 2869 [1]. Παράλληλα ανανεώνεται το πνεύμα του «μερκαντιλισμού» με σκοπό να δημιουργηθεί μια πραγματική «επιστήμη του εμπορίου». Αρχικά ο μερκαντιλισμός ορίζεται ως μία πολιτική και όχι  ως μία θεωρία . Η πολιτική αυτή ταυτίζεται με την πολιτική του Κολμπέρ. Κατά το 18ο αιώνα μεταξύ των οπαδών της θεωρίας αυτής είναι ο Μελόν ο οποίος δημοσιεύει ένα έργο με τίτλο : Δοκίμιο πολιτικής εμπορίου (1734), ο Καντιγιόν με το έργο του: Δοκίμιο περί της φύσεως του εμπορίου γενικά (1734), και ο Γκουρνέ με το : Περί εμπορίου. Αυτό όμως που απασχολεί τους ειδικούς είναι αν ο μερκαντιλισμός αποτελεί μια πραγματική οικονομική θεωρία ή αν είναι η θεωρία της πολιτικής του Κράτους. Όλοι μιλούν για την οικονομία και προτείνουν λύσεις σε αντίστοιχα οικονομικά θέματα στα οποία αντιτίθενται για διάφορους λόγους ο Ρουσσώ και οι φυσιοκράτες. Πρόθεση όμως, όλων είναι να θέσουν τις βάσεις μιας αληθινής «επιστήμης του εμπορίου».
            Ό όρος «εμπόριο» ορίζει το σύνολο των οικονομικών εργασιών μέχρι το έτος 1755, όπως μαρτυρούν τα δημοσιευμένα έργα της ομάδας του Γκουρνέ και του Φορμπονέ. Έτσι ο ορισμός που ο Φορμπονέ δίνει στο αντίστοιχο άρθρο της «Εγκυκλοπαίδειας»  [2] είναι σχετικός με αυτόν της πολιτικής οικονομίας. Γράφει : « η εσωτερική διακίνηση  των προϊόντων μιας χώρας ή των αποικιών της, η εξαγωγή του πλεονάσματός τους και η εισαγωγή ξένων προϊόντων, είτε προς κατανάλωση, είτε προς επανεξαγωγή … Αυτή η εσωτερική διακίνηση αποτελεί και στηρίζει κατά κύριο λόγο την κατανάλωση που οι πολίτες κάνουν των προϊόντων της γης τους και της βιομηχανίας τους ».
            Η πληθώρα των άρθρων και των εντύπων των σχετικών με το εμπόριο δίνει αφορμή για συζητήσεις, διαφωνίες και λογομαχίες στο κέντρο των οποίων βρίσκεται η «Εγκυκλοπαίδεια», αφού από εκεί ξεκίνησε η ιδέα ορισμού μιας καινούριας επιστήμης της οικονομίας, η φυσιοκρατία. Στους τόμους  VI  και VII της «Εγκυκλοπαίδειας» (1756-1757) παρουσιάζονται γραμμένα από τον Καινέ τα άρθρα ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΣΙΤΗΡΑ και ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΕΣ καθώς και ένας άλλος αριθμός άρθρων όπως ΠΡΟΝΟΜΙΟ, ΧΡΗΜΑΤΙΚΟ  ΟΦΕΛΟΣ ή ακόμη ΦΟΡΟΙ και ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ γραμμένα από τον Ζωκούρ, ενώ ο Ντιντερό γράφει το λήμμα ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η ιδέα σύνταξης των άρθρων αυτών και δημοσίευσής τους στην «Εγκυκλοπαίδεια» ανήκει εξ ολοκλήρου στον Ντιντερό. Από την πλευρά του ο Καινέ είναι ο κύριος εκπρόσωπος του φυσιοκρατικού κινήματος. Στο κίνημα αυτό ανήκουν επίσης ο Ντυπόν ντε Νεμούρ, ο Μερσιέ ντε λα Ριβιέρ και ο Τυργκό. Από αυτούς ο Καινέ εξέθεσε κατά τρόπο συστηματικό τις αρχές του φυσιοκρατικού κινήματος στα έργα του Πίνακας οικονομίας (1758), Γενικές αρχές της οικονομικής διακυβέρνησης ενός αγροτικού βασιλείου (1760) και Φυσιοκρατία ή Σύνταγμα που απορρέει από την  κυβέρνηση την περισσότερο ευνοϊκή για το ανθρώπινο γένος (1768).  Εξίσου σημαντικά για την εποχή τους ήταν και τα έργα των τριών άλλων οπαδών του φυσιοκρατικού κινήματος όπως το έργο του Ντυπόν ντε Νεμούρ Περί της εισαγωγής και εξαγωγής των σιτηρών (1764), του Μερσιέ ντε λα Ριβιέρ Η φυσική και ουσιαστική Τάξη των πολιτικών κοινωνιών (1767) και του Τυργκό Σκέψεις σχετικές με τη δημιουργία και τη διανομή του πλούτου (1766). Ο τελευταίος μάλιστα είναι και ο συντάκτης του λήμματος ΑΓΟΡΑ της «Εγκυκλοπαίδειας».
            Ο Φορμπονέ, από τους οπαδούς του «μερκαντιλισμού» γράφει πολλά λήμματα στην «Εγκυκλοπαίδεια» όπως ΑΣΦΑΛΕΙΑ, ΕΜΠΟΡΙΟ, ΑΠΟΙΚΙΑ, ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑ, ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ, ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ, ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ με το γενικό τίτλο Εμπόριο και Πολιτική. Αυτά τα λήμματα τα συγκέντρωσε στο βιβλίο του με τίτλο Στοιχεία του εμπορίου που δημοσίευσε το 1754. Φυσιοκράτες και φιλόσοφοι όπως ο Ρουσσώ στον οποίο ανατέθηκε η σύνταξη του λήμματος ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ και το οποίο δημοσιεύεται στον 5ο τόμο της «Εγκυκλοπαίδειας» το 1755, μάχονται με τη δημοσιευμένη εργασία τους υπέρ των μεγάλων θεμάτων της εποχής όπως η κατανομή του πλούτου, η ελεύθερη διακίνηση των σιτηρών, η θέση της γεωργίας, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις ή η σχέση οικονομίας και πολιτικής εξουσίας. Το λήμμα του Ρουσσώ περί πολιτικής οικονομίας εκφράζει καθαρά την αντίθεσή του στην επιστημονική θεώρηση των νέων οικονομιών και στην επιστήμη του εμπορίου των μερκαντιλιστών και γρήγορα θα φανεί η αντίθεσή του στην επιστήμη των φυσιοκρατών. Ο ίδιος θεωρεί ότι η οικονομία ανήκει στην τέχνη της διακυβέρνησης και ως εκ τούτου θα πρέπει να αποτελεί μια ξεχωριστή αυτόνομη επιστήμη.
            Ο προβληματισμός γύρω από την οικονομία στους κόλπους της «Εγκυκλοπαίδειας» δεν είναι ομόφωνος. Οι αντιθέσεις υπάρχουν τόσο στον τομέα της οικονομίας όσο και στον ιδεολογικό και πολιτικό. Ο Σ. Λαρέρ σημειώνει ότι η οικονομία, την οποία υπερηφανεύεται ότι εφεύρε ο 18ος αιώνας, είναι μια οικονομία ακόμη πολιτική και ότι θα ήταν άδικο να θεωρηθούν όλες οι σχετικές συζητήσεις ως ένδειξη μιας πραγματικής αυτονομίας της οικονομικής επιστήμης. Ο όρος οικονομία είναι θέμα πολιτικό, αλλά τα οικονομικά προβλήματα θα αποτελούν εφεξής αντικείμενο οικονομικής συζητήσεως και όχι μόνο πολιτικής. Η πολιτική οικονομία δεν είναι δυνατόν πλέον να αγνοήσει τα οικονομικά θέματα, αλλά ούτε και να αποφύγει μια διεύρυνση του δικού της επιστημονικού πεδίου.
            Άρα ο προβληματισμός δεν στηρίζεται μόνο στην ανάλυση των διαφορετικών αντιλήψεων της πολιτικής οικονομίας, αλλά στον ορισμό της οικονομίας και της πολιτικής. Ο ισχυρισμός και ο ορισμός  της πολιτικής οικονομίας ως της υπέρτατης επιστήμης στην οποία υπόκειται η πολιτική και κατ’επέκταση η καθιέρωσή της ως η γενική επιστήμη της κοινωνίας και της κυβέρνησής της αποτελεί τη βάση των συζητήσεων των φιλοσόφων και ειδικών της εποχής. Κατ’αυτόν τον τρόπο η νέα επιστήμη της οικονομίας τείνει να μεταμορφώσει ριζικά την ηθική και πολιτική επιστήμη ορίζοντάς την ως ένα απλό τμήμα αυτής απορροφώντας ολόκληρο το πεδίο, θεωρώντας μάλιστα ότι αυτή αποτελεί και τα θεμέλιά του. Αυτό λοιπόν, το ανάβλυσμα μέσα από τους κόλπους της «Εγκυκλοπαίδειας» της νέας επιστήμης δίνει το έναυσμα μιας νέας κατανομής των γνώσεων και των επιστημών, αναταράσσει το πεδίο της ηθικής και πολιτικής επιστήμης και προτείνει μία νέα θεώρηση της οικονομίας και της πολιτικής.
            Οι συζητήσεις δεν εστιάσθηκαν  στο εάν η γέννηση της επιστήμης της οικονομίας εντάσσεται στο φυσιοκρατικό κίνημα ή στον Σμίθ, αλλά είναι γενικά αποδεκτό ότι στα έργα του Καινέ υπάρχει μια νέα προσέγγιση του οικονομικού θέματος. Ως εκ τούτου, ο κύκλος της «Εγκυκλοπαίδειας»  δέχεται τη γέννηση της νέας επιστήμης της οικονομίας, δεν την αναγνωρίζει όμως ως επιστήμη.
            Ο Ντ’Αλεμπέρ αναφέρει ότι ο σκοπός της «Εγκυκλοπαίδειας» είναι : «σαν εγκυκλοπαίδεια να εκθέτει όσο αυτό είναι δυνατό, την τάξη και την αλληλουχία των ανθρώπινων γνώσεων. Σα «Λεξικό επιστημών, τεχνών και επαγγελμάτων» πρέπει να περιέχει για κάθε επιστήμη, για κάθε τέχνη είτε ελεύθερη, είτε μηχανική τις γενικές αρχές που αποτελούν τη βάση και τις ουσιαστικώτερες λεπτομέρειες που αποτελούν το σώμα και την ουσία »[3]. Ως εκ τούτου η οικονομία δεν παρουσιάζεται στο σύστημα των επιστημών. Ο αριθμός των λημμάτων που αναφέρονται στις επιστήμες και που ο ντ’Αλεμπέρ αναφέρει στην εισαγωγή της «Εγκυκλοπαίδειας» είναι: ΤΕΧΝΗ, ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ (Φιλοσοφία), ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ, ΗΘΙΚΗ (Επιστήμη των ηθών), ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΦΥΣΙΚΟ-ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ (Επιστήμες), ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΕΠΙΣΤΗΜΗ (Λογική και μεταφυσική), ΣΥΣΤΗΜΑ (Μεταφυσική).
            Από την άλλη, το αντικείμενο και το πεδίο της οικονομίας δεν έχουν προσδιοριστεί επαρκώς. Έτσι ο Ντιντερό, στο λήμμα Λεπτομερής εξήγηση του συστήματος των ανθρώπινων γνώσεων που γράφει για την «Εγκυκλοπαίδεια», ο όρος «οικονομικός» σημαίνει «την επιστήμη των υποχρεώσεων  των ανδρών προς την οικογένεια» και αποτελεί με τη φυσική νομολογία (επιστήμη των υποχρεώσεων του ανθρώπου ως άνθρωπος) και την πολιτική (επιστήμη των υποχρεώσεων του ανθρώπου στην κοινωνία) μία υποδιαίρεση της ηθικής.[4] Η οικονομία είναι πρώτα απ’ όλα οικιακή και όχι πολιτική είναι μια ηθική επιστήμη που αποτελεί μέρος των επιστημών του ανθρώπου και συμπληρώνει την πολιτική ή νομική επιστήμη.
            Το λήμμα του Ρουσσώ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ τοποθετείται στη στήλη «ηθική και πολιτική» και συμπεριλαμβάνεται στις ηθικές και πολιτικές επιστήμες. Όπως ο ίδιος προσδιορίζει η λέξη «οικονομία» προέρχεται από την ελληνική ετυμολογία οίκος και νόμος. Για τη μελέτη της οικιακής οικονομίας παραπέμπει στο λήμμα ΑΡΧΗΓΟΣ-ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ της «Εγκυκλοπαίδειας», όσο για τις αρχές της οικιακής οικονομίας αναφέρεται μόνο στα έργα του «Νουβέλ Ελοΐζ» και «Αιμίλιος» και ποτέ σε πολιτικά κείμενά του. Από την πλευρά τους τα λήμματα ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ  ή ΣΙΤΗΡΑ του Καινέ τοποθετούνται στην στήλη «πολιτική  οικονομία» και το λήμμα ΑΓΟΡΑ του Τυργκό στη στήλη «εμπόριο και πολιτική». Τα τελευταία λήμματα έχουν διαφορετική κατάταξη από αυτήν του Ρουσσώ και μια άλλη κατανομή των επιστημών.
            Η πολιτική οικονομία στην «Εγκυκλοπαίδεια» δεν αποτελεί προφανώς αντικείμενο μιας συστηματικής και επιστημονικής ανάπτυξης του θέματος, αλλά πολλές αντικρουόμενες συζητήσεις μέσω άρθρων με έντονη πολεμική διάθεση με σκοπό τον ορισμό του γνωστικού αντικειμένου.
            Θα πρέπει να σημειωθεί  το ειδικό αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας και η σαφής διάκρισή του από την οικιακή οικονομία. Οικονομική επιστήμη, σύμφωνα με το Λινέ και τους οπαδούς του, είναι «η συνετή διαχείριση» και οι κανόνες της διαχείρισης των αγαθών στον οικογενειακό τομέα, καθώς επίσης και η συμπεριφορά του πατέρα στην οικογένεια και κατ’επέκταση του γαιοκτήμονα ή του Ηγεμόνα. Ο Ρουσσώ στο λήμμα ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ αποκλείει εκ πρώτης μια τέτοια σύγχυση διακρίνοντας την οικιακή οικονομία ως «τη συνετή και νόμιμη διαχείριση της οικίας για το κοινό καλό όλης της οικογένειας» από την πολιτική οικονομία που ορίζει την οικονομία μέσα «στη μεγάλη οικογένεια που είναι το Κράτος» και που ασχολείται με το κοινό καλό της Πόλης ή ακόμη και με το γενικό συμφέρον, πράγμα που δηλώνει την οικονομία σαν τέχνη της κυβέρνησης, τέχνη του καλώς διαχειρίζεσθαι τα δημόσια αγαθά και του συντελείν στο κοινό καλό. Εάν ο Ρουσσώ χρησιμοποιεί την εικόνα της «μεγάλης οικογένειας» για να ορίσει το Κράτος η σύγκριση είναι εσφαλμένη αφού δηλώνει αμέσως ότι οι δύο οικογένειες δεν έχουν κοινό μέτρο και ότι η τέχνη της πολιτικής διακυβέρνησης δε μπορεί σε τίποτε να συγκριθεί με αυτή της οικιακής διαχείρισης. Άρα η πολιτική οικονομία δε μπορεί να θεωρηθεί σα μια απλή επιστήμη διαχείρισης που εκτείνεται και στο πολιτικό πεδίο γιατί η διεύρυνση της οικονομίας από την οικογένεια στην Πόλη προϋποθέτει όχι μόνο αλλαγή αντικειμένου αλλά και μεθόδου.
            Ο Χιουμ στο έργο του Πολιτικοί λόγοι (1752) εκθειάζει το πέρασμα από την οικονομία – διαχείριση της οικίας στην αληθινή πολιτική οικονομία που επιβάλλει αλλαγή μεθόδου και προσέγγιση του αντικειμένου : πρέπει να περάσουμε από την «ειδική περίπτωση» στο «γενικό θέμα» και από την «ειδική σκέψη» στο «γενικό συλλογισμό».[5]
            Κατά το 18ο αιώνα η οικονομία είναι ακόμη μια πολιτική οικονομία. Η ιδέα όμως ότι  μπορεί να γίνει ο παράγων που θα επιτρέπει την ενότητα των πολιτικών και ηθικών επιστημών ξεσήκωσε τις διαμαρτυρίες των φιλοσόφων της εποχής του Διαφωτισμού και η Εγκυκλοπαίδεια αποτελεί την αδιάσειστη μαρτυρία. Η κριτική της καθαρά οικονομικής θέσης που η φυσιοκρατία θέλει να δώσει στις ηθικές επιστήμες και στην πολιτική επιστήμη θα συναντήσει έντονες αντιρρήσεις και τελικά το φυσιοκρατικό κίνημα σχεδόν θα εγκαταλειφθεί κατά το 1770. Το γεγονός ότι ανατέθηκε στο Ρουσσώ η σύνταξη του λήμματος ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ δείχνει το διφορούμενο, σε ό,τι αφορά στα θέματα αυτά, του Διαφωτισμού.

            Oι οπαδοί της «επιστήμης του εμπορίου» είχαν ήδη εκδηλώσει το ενδιαφέρον να κάνουν την «οικονομία» μια επιστήμη η οποία δε θα ήταν απλά μια καταγραφή κανόνων  που δε θα ξεπερνούσε το επίπεδο μιας εμπειρικής γενίκευσης και να μετατρέψουν τις οικονομικές συμβουλές που οι ειδικοί δίνουν στον Ηγεμόνα σε μια φιλοσοφική ή επιστημονική διάλεξη. Ο Φορμπονέ είναι αυτός που δίνει την ιδέα και τις αρχές μιας «επιστήμης του εμπορίου»[6]. Μια τέτοια επιστήμη δίνει γενικούς κανόνες χωρίς να χάνεται στις άπειρες λεπτομέρειες  των ειδικότερων μορφών εμπορίου.
            Ο ορισμός της επιστήμης που δίνει ο Ντ’Αλεμπέρ στην Εγκυκλοπαίδεια επαναλαμβάνει κατά ένα μεγάλο μέρος αυτόν του Φουρετιέρ στο Παγκόσμιο Λεξικό, όπου ο όρος επιστήμη δηλώνει  υπό τη στενή έννοια μια «απλή γνώση που έχουμε για κάτι» και υπό την ευρεία «μία βέβαιη και φανερή γνώση που στηρίζεται σε μια απόδειξη». Η γεωμετρία είναι το πρότυπο, δηλαδή η μόνη επιστήμη. Η «οικονομική επιστήμη» του Λινέ καθώς και «η επιστήμη του εμπορίου» των μερκαντιλιστών συμπεριλαμβάνουν τον όρο επιστήμη κατά μία γενική έννοια, ενώ ο Καινέ θα στηρίξει το σχέδιό του για μια οικονομική επιστήμη επάνω στο πρότυπο μιας αποδεικτικής επιστήμης.
            Ο Καινέ προτείνει ένα σύνολο δεδομένων ταξινομημένων γύρω από ένα γνωστικό αντικείμενο και αποδεικνύει τη συνοχή του εκθέτοντας την εσωτερική του δομή και μια μέθοδο έρευνας και παρουσίασης του αντικειμένου, τις βάσεις του οποίου έθεσε ήδη με τη δημοσίευση των λημμάτων στην Εγκυκλοπαίδεια και το οποίο θεωρεί επιστημονικό. Στο έργο του Οικονομικός Πίνακας δημοσιευμένο το 1758, ο Καινέ δίνει τον πιο ολοκληρωμένο ορισμό της οικονομικής επιστήμης παρουσιάζοντας τα οικονομικά φαινόμενα σε ένα πίνακα στον οποίο διακρίνονται οι κατηγορίες, τα στοιχεία γνώσης, η δομή του συνόλου και ένα πρότυπο που επιτρέπει μέσα από υποθέσεις τα αποτελέσματα ορισμένων μέτρων της πολιτικής οικονομίας όπως η ελευθερία του εμπορίου και της διακίνησης των αγροτικών προϊόντων ή η κατάργηση κάθε έμμεσης φορολογίας προς όφελος των άμεσων εξοφλήσεων.[7] Αργότερα ο Μαρξ, πριν από τους σύγχρονους οικονομολόγους, θα αναγνωρίσει   σαν «ιδέα εξαιρετικά μεγαλοφυή» την προσπάθεια παρουσίασης σε ένα «Πίνακα» «όλη[ς] τη[ς] διαδικασία[ς] παραγωγής του κεφαλαίου ως διαδικασία[ς] αναπαραγωγής και τη διακίνηση απλά  σαν τη μορφή αυτής της διαδικασίας»[8]. Ο Καινέ στηρίζει τη θεωρία του (την ανάλυσή του)  σε θεωρητικές αρχές και σε υπολογισμούς που αποδεικνύουν την ανωτερότητα της νέας αυτής επιστήμης. Η εισαγωγή των μαθηματικών υπολογισμών που δεν αποτελούν μια απλή εμπειρική διαδικασία αλλά μια κωδικοποιημένη και αφηρημένη λογική, που μειώνει τις οικονομικές σχέσεις σε μεγέθη, επιτρέπει μια απλοποιημένη παρουσίαση των οικονομικών προβλημάτων η οποία ξεπερνά την προοπτικής της πολιτικής αριθμητικής των μερκαντιλιστών. Το έργο του Πετύ, Πέντε δοκίμια πολιτικής αριθμητικής (1686) ήταν γνωστό στους Εγκυκλοπαιδιστές. Ο Ρουσσώ αναφέρεται έμμεσα σε αυτό στο Τελευταία απάντηση στο Μπόρντ (1752) όταν αναφέρει για να το κρίνει το  Πολιτικό δοκίμιο για το εμπόριο του Μελόν (1734), ο οποίος πρότεινε μια λεπτομερή μέθοδο υπολογισμού της αξίας της γης, των ανθρώπων και των εμπορευμάτων αναφερόμενος στην αριθμητική του Πετύ. Επίσης ο Ρουσσώ αναφέρεται στον Πετυ στον Πρώτο Διάλογο (1750), όταν παίρνει το παράδειγμα της συγκριτικής αξίας ενός σκλάβου από το Αλγέρι. Σύμφωνα με το παράδειγμα του Πετύ το οποίο συνοψίζει ο Ρουσσώ : «ένας άνθρωπος κοστίζει στο κράτος τόσο όσο η κατανάλωση που κάνει», δηλαδή οι άνθρωποι αξιολογούνται «όπως τα κοπάδια των ζώων»[9] και συνεχίζει λέγοντας ότι υπάρχουν χώρες στις οποίες «ένας άνθρωπος δεν αξίζει τίποτε και σε άλλες αξίζει λιγώτερο από τίποτε».[10] Ο Ρουσσώ γνώρισε το έργο του Πετύ από το Ντιντερό ο οποίος το αναφέρει στο λήμμα ΑΓΑΜΙΑ  του δευτέρου τόμου της Εγκυκλοπαίδειας , η αναφορά όμως του Ρουσσώ είναι λεπτομερέστερη. Όπως και να είναι, ο Ρουσσώ γνωρίζει αρκετά καλά τις ιδέες των μερκαντιλιστών Πετύ και Μελόν ώστε να ασκήσει κριτική σε αυτές.
            Αντίθετα από μία πρόσφατη θεώρηση, ο Ρουσσώ αντέδρασε στην ιδέα δημιουργίας μιας νέας οικονομικής επιστήμης και πήρε αμέσως μέρος στις σχετικές συζητήσεις. Αν συγκρίνουμε τα πολιτικά έργα του με τη θεωρία της πολιτικής οικονομίας του 18ου αιώνα θα τα θεωρήσουμε σαν απάντηση στον ισχυρισμό  της νέας επιστήμης της οικονομίας να αναγορευθεί (καθιερωθεί) σε αρχιτεκτονική επιστήμη υποκαθιστώντας την πολιτική. Το Κοινωνικό Συμβόλαιο αποτελεί μια έντονη κριτική των νέων θεωριών του φυσικού δικαίου. Η ανάδειξη μιας επιστήμης της πολιτικής οικονομίας είναι η υπεροχή της σφαίρας της πολιτικής στον οικονομικό τομέα και η ικανότητά της να συμπεριλάβει μια πολιτική οικονομία. Ορίζοντας την οικονομία ως μια επιστήμη ξεχωριστή της πολιτικής, τίθεται αυτόματα σε αμφισβήτηση η ικανότητα της πολιτικής φιλοσοφίας να αντιμετωπίσει οικονομικά θέματα. Κατ’αυτόν τον τρόπο, η νέα οικονομική επιστήμη τείνει να αντιστρέψει την αρχιτεκτονική πολιτική βεβαιώνοντας την υπαγωγή του πολιτικού στην οικονομική τάξη (στον οικονομικό τομέα) τον οποίο ισχυρίζεται ότι ανακαλύπτει. Ο Ρουσσώ εξέτασε όλα τα διακηβεύματα και τα νέα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει η πολιτική φιλοσοφία. Ανάλογα  διακηβεύματα είναι άγνωστα στους Χομπς και Λόκ γιατί γι’αυτούς η πολιτική οικονομία αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας τους και δεν επηρεάζει εκ των έξω (εξωτερικά ) τη θέση τους. Έτσι η παρουσία ενός κεφαλαίου για την οικονομία στο Λεβιάθαν του Χομπς (κεφ.XXIV, «Περί της διατροφής και της φυσικής αναπαραγωγής μιας πολιτικής κοινότητας», εκδ. ΓΝΩΣΗ) δεν αποτελεί ένδειξη ότι οι συγγραφείς αυτοί είχαν προχωρήσει περισσότερο από το Ρουσσώ σε οικονομικά θέματα, αλλά ότι αυτά τα οικονομικά θέματα αποτελούν για το Χομπς και το Λόκ αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής φιλοσοφίας, πράγμα που επαναφέρει το θέμα μιας οικονομικής επιστήμης.
            Η αναφορά στην οικονομία είναι για τη φιλοσοφία προβληματική όσο εμφανίζονται δύο τρόποι ορθολογισμού που μπορεί να είναι ανταγωνιστικοί. Η ιδέα ότι η οικονομία πρέπει να υποταγεί στον ορθολογισμό για τον οποίο εγγυάται η φιλοσοφία είναι του Αριστοτέλη. Εάν ο Αριστοτέλης προσδιορίζει την οικονομία σα μια οικογενειακή δραστηριότητα που πρέπει να μείνει μακρυά από το δημόσιο βίο και να κρατηθεί μέσα στα στενά όρια της οικογένειας, είναι γιατί αντιλαμβανόταν σαν απειλή την παρείσφρησή της στη σφαίρα της πολιτικής.
            Η σύγχρονη όμως οικονομία απελευθερώθηκε από τις ρίζες της στο οικογενειακό περιβάλλον και εισχώρησε τουλάχιστον κατά ένα μέρος στο δημόσιο βίο. Ο Ρουσσώ σημειώνει αυτές τις αλλαγές διακρίνοντας την οικιακή οικονομία που αντιστοιχεί σε μια ιδιωτική ή οικιακή σφαίρα και τη δημόσια οικονομία που ανήκει στη σφαίρα της πολιτικής. Ο Ρουσσώ έχει συνειδητοποιήσει ότι το οικονομικό δε μπορεί μέσα στη σύγχρονη κοινωνία να διατηρηθεί μέσα στα στενά όρια της οικογενειακής σφαίρας και το απελευθερώνει δινοντάς του ένα χώρο μέσα στη σφαίρα της πολιτικής ή του δημοσίου φροντίζοντας να μην αφεθεί να χαθεί στο άπειρο των αναγκών ή την απροσδιόριστη συσσώρευση πλούτου. Δεν αρνείται στην οικονομία κάαθε ορθολογισμό αλλά θεωρεί απαραίτητη την εκδήλωση μέσα στην πολιτική ενός ανώτερου ορθολογισμού. 
            Ταυτίζοντας τη διακυβέρνηση (κυβέρνηση) με τη δημόσια οικονομία, ο Ρουσσώ δίνει το προβάσισμα στους ισχυρισμούς που προβάλλονται από την οικονομία για διασφάλιση της τάξης μέσω μιας οικονομικής κυβέρνησης. Ο Ρουσσώ κάνει την οικονομία μια πολιτική υπόθεση και απομακρύνεται από την ελληνική αντίληψη που απέκλειε την οικονομική θεωρία από τη σφαίρα της πολιτικής και την ταύτιζε με τη σφαίρα των αναγκών μιας κοινωνίας που ακόμη δεν ήταν πολιτική. Δεν την συγχέει όμως, με τον πολιτικό φροντίζοντας να διακρίνει τον Ηγεμόνα – την πολιτική αρχή δηλαδή τη νομοθετική εξουσία που πηγάζει (απορρέει) από το λαό -  και την κυβέρνηση (την εκτελεστική δύναμη), η οποία εφαρμόζει το νόμο και διοικεί και είναι από τη φύση της υφιστάμενη στην πολιτική εξουσία ακόμη και αν ασκεί ουσιαστικές λειτουργίες (ουσιαστικό έργο).
            Ο Ρουσσώ θεωρεί (θέλει) την κυβέρνηση υπό αυστηρή εξάρτηση από το νόμο, «δημόσια εταιρεία» («δημόσιος οίκος»). Προβάλλοντας την δημόσια οικονομία ως ουσιαστικό θέμα (αντικείμενο) της κυβέρνησης, διευρύνει τον πολιτικό τομέα και τον εντάσσει  στην οικονομία. Δεν πρόκειται όμως, όπως με τους μερκαντιλιστές, για επιβεβαίωση της υπεροχής του Κράτους με την υιοθέτηση μια οικονομικής πολιτικής της οποίας ο σκοπός θα ήταν η αποδοχή της ισχύος της από τα άλλα Κράτη, αλλά για το ορισμό της οικονομίας ως το μέσον μιας πολιτικής που αποβλέπει στη διατήρηση ή στην εγκαθίδρυση της ελευθερίας των μελών της. Η  οικονομία δεν είναι μόνο πολιτική αλλά και δημόσια, είναι υπόθεση των πολιτών, έχει ως αντικείμενο τη διαβίωση των μελών της και σαν σκοπό το δημόσιο καλό και το γενικό συμφέρον.
            Εάν ο νόμος είναι ο μόνος οδηγός της κυβέρνησης, αυτός πρέπει να είναι ικανός να δημιουργήσει πολίτες που να τον σέβονται, και να επιβάλλει ο ίδιος ο νόμος την αρετή. Στο έργο του Πολιτική Οικονομία [11]  o Ρουσσώ θεωρεί την αρετή σα δεύτερη αρχή της πολιτικής οικονομίας και την ορίζει ως «τη μόνη σύμπτωση της ατομικής θέλησης στη γενική», γιατί η πολιτική εξουσία στηρίζει και στηρίζεται στην αγάπη των νόμων και της πατρίδας. Ο Ρουσσώ ξεκινά από το ατομικό συμφέρον και καταλήγει στο γενικό την ανάγκη του οποίου έχει ολόκληρη η κοινωνία. Ο ίδιος αναπτύσσει μια στρατηγική αντίστασης στην πολιτική οικονομία. Μάχεται τους οικονομολόγους της εποχής του προκειμένου να υποστηρίξει τις ιδέες του. Έτσι στη σύγχρονή του κοινωνία, όπως αυτή σχηματίστηκε ιστορικά, αναπτύχθηκε μια ακραία κοινωνική ανισότητα. Αναμφισβήτητα οι πλούσιοι είναι χρήσιμοι για τους φτωχούς, όμως μια τέτοια διαφοροποίηση πλούσιων και φτωχών, πέρα από το γεγονός ότι είναι φυσική, είναι το αποτέλεσμα της κοινωνικής εξέλιξης που δημιούργησε αυτές τις διαφοροποιήσεις : «ο πλούτος είναι ίσως απαραίτητος για να δίνει ψωμί στους φτωχούς, εάν όμως δεν υπήρχε πλούτος δε θα υπήρχαν και φτωχοί»[12]. Ο Ρουσσώ αντιτίθεται σσε κάθε προσπάθεια κοινωνικής εναρμόνησης των ανισοτήτων τις οποίες θεωρεί σαν ένα ιστορικό ατύχημα αφ’ενός με την καθιέρωση της ιδιοκτησίας και αφετέρου με τα διάφορα τεχνάσματα των πλουσίων. Εναντίον της ιδέας ότι το συμφέρον θα μπορούσε να αποτελέσει ένα κοινωνικό σύνδεσμο, ο Ρουσσώ θα ισχυριστεί ότι οι ανάγκες δεν ενώνουν τους ανθρώπους σε κοινωνία τη στιγμή που τα πάθη τους χωρίζουν και ότι το ατομικό συμφέρον είναι από τη φύση του σαφώς διαχωρισμένο από το γενικό, άλλωστε θα αποφύγει επιμελώς κάθε πολιτική λύση προσέγγισης των κερδών. Κατακρίνει επίσης το σχέδιο του Διαφωτισμού να αποτελέσει το εμπόριο την έκφραση κοινωνικότητας που με τη σειρά της θα εξέφραζε το φυσικό δίκαιο (δικαίωμα), πράγμα που μπορεί να εξηγήσει τη ρήξη του με τους Εγκυκλοπαιδιστές. Ο Ρουσσώ αρνείται ότι μπορεί να υπάρξει σχέση μεταξύ ατομικού και κοινού κέρδους και αποδεικνύει ότι εναπόκειται στον πολιτικό να ρυθμίσει το πρόβλημα από το οποίο δε μπορεί να διαφύγει η οικονομία.
            Η κριτική της κοινωνικής ανισότητας στο έργο του Ρουσσώ δίνει μια πολιτική, οικονομική και όχι μόνο ηθική εξήγηση. Η κοινωνική όμως τάξη προστατεύει «την τεράστια περιουσία των πλουσίων», προνόμιο που ταυτίζεται με το δίκαιο του ισχυροτέρου. Ο πλούτος προσφέρει σε αυτόν που τον κατέχει την εξουσία να παραβλέπει το κοινό δίκαιο και μετατρέπει το νόμο ο οποίος αποτελεί προυπόθεση της κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας σε απάτη και το δικαίωμα της ελευθερίας σε χείμαιρα. Οι ευρωπαϊκές μοναρχίες στηρίζονται σε αυτήν την κοινωνική και οικονομική ανισότητα που προσπαθούν να ενισχύσουν, χωρίς να έχουν την έγκριση των υπηκόων τους και γι’αυτό καταφεύγουν στην καταπίεση προκειμένουν να την σταθεροποιήσουν.
            Ο Ρουσσώ είναι πεπεισμένος ότι η ανισότητα θα αυξάνεται με την αύξηση του πλούτου όπως πρεσβεύουν οι μερκαντιλλιστές και οι φυσιοκράτες. Αναλύοντας την κυκλοφορία του χρήματος αποδεικνύει τους μηχανισμούς της οικονομικής εξασθένησης της επαρχίας, η οποία με την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας συντελεί στη συγκέντρωση στην πόλη όλου του πλούτου. Η κατάσταση της επαρχίας χειροτερεύει από το γεγονός ότι το χρήμα που συγκεντρώνεται στην πόλη υποτιμάται, ενώ στην επαρχία ή λείπει ή υπερεκτιμάται. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ένας αντίθετος μηχανισμός αλλάζει το παιχνίδι και δυσχεραίνει την κατάσταση του αγρότη, ο οποίος δεν έχει κέρδος από τη χρηματική συναλλαγή και πληρώνει μόνο ακριβούς φόρους που τον οδηγούν στη μιζέρια. Έτσι πλήττεται η υγεία του κοινωνικού σώματος και  μετρώνται οι επιπτώσεις μιας οικονομικής πολιτικής στη συγκρότηση (δομή) της κοινωνίας και ιδιαίτερα στην κοινωνική ανισότητα, στην κατανομή των ανθρώπινων δραστηριοτήτων είτε πρόκειται για αγροτικές είτε για χειροτεχνικές, στο επίπεδο του πληθυσμού στην κατανομή του στο έδαφος της επικράτειας. Όλα αυτά δείχνουν το πόσο σημαντική είναι η οικονομία στην πολιτική.
            Παρά κάποια κοινά θέματα όπως η αντίθεση στο μερκαντιλισμό, η κριτική στην άνιση κατανομή μεταξύ πόλεως και επαρχίας και η υπεροχή της αγροτικής οικονομίας, ο Ρουσσώ δε συμμερίζεται τις οικονομικές αντιλήψεις των φυσιοκρατών και είναι αντίθετος στην ιδέα μιας πολιτικής κυριαρχίας στο κοινωνικό σώμα, μέσω της γνώσης των στοιχείων και των φυσικών χαρακτηριστικών του. Ο Ρουσσώ, παρά τις προσπάθειες του Μιραμπώ, αρνήθηκε έντονα να εισχωρήσει στους φυσιοκράτες και διατήρησε την έννοια του κοινωνικού συμβολαίου καθώς και μια τεχνοκρατική αντίληψη του πολιτικού. Στους φυσιοκράτες αντιπαραθέτει την ιδέα ότι η κυβέρνηση είναι όργανο του Ηγεμόνα και όχι μιας φυσικής οικονομικής τάξης διαχωρίζοντας έτσι την οικονομική τάξη από τη φυσική. Η κατανομή των δραστηριοτήτων και του πλούτου, τα έσοδα από τους φόρους, η κοινωνική οργάνωση δεν εξαρτώνται ούτε από ένα φυσικό νόμο (ιδέα των φυσιοκρατών) ούτε από μια φυσική ρύθμιση (ομαλοποίηση) (το ήπιο εμπόριο), αλλά είναι το αποτέλεσμα μιας πολιτικής απόφασης. Εάν υπάρχει μια φυσική τάξη, αυτή γίνεται αντιληπτή μόνο μέσω της πολιτικής τάξης για παράδειγμα στο δημοκρατικό πολίτευμα αντιστοιχεί ένα πολίτευμα διαβίωσης, στη μοναρχία μια εμπορική οικονομία, η τάξη όμως δεν είναι ένας φυσικός νόμος. Η οργάνωση του κοινωνικού σώματος είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής που ακολουθείται : το κοινωνικό όπως και το οικονομικό δεν εξαρτώνται από το πολιτικό.
            Τονίζοντας την ιδέα ότι ο στόχος μιας καλής διοίκησης της δημόσιας οικονομίας δεν είναι η αύξηση των εσόδων του Κράτους ή η συσσώρευση πλούτου, αλλά η εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και η σωστή κατανομή των πόρων, ο Ρουσσώ ασχολείται περισσότερο απ’όσο φαίνεται με τα οικονομικά θέματα. Διακρίνει τη δημιουργία των αξιών (χρήμα) και την παραγωγή του πλούτου, και τα δύο σκοπό έχουν το κοινό καλό. Στη νέα επιστήμη της οικονομίας αντιπαραθέτει μια πολιτική οικονομία με κοινωνικό πρόσωπο που του επιτρέπει να θέτει τις βάσεις μιας οικονομικής δημοκρατίας. Σύμφωνα με το συγγραφέα η οικονομία είναι δημόσια υπόθεση που αφορά στους πολίτες και στο κοινό καλό. Είναι η διαχείριση και η κατανομή του πλούτου. Η διοργάνωση της οικονομίας είναι η πρωταρχική δημοκρατική επιλογή της κοινωνίας  και ως εκ τούτου η είσοδος στην αγορά δεν πρέπει να είναι υποχρέωση, αλλά επιλογή.
            Κατά το 18ο αιώνα η οικονομία είναι ακόμη μια πολιτική οικονομία. Η ιδέα όμως ότι  μπορεί να γίνει ο παράγων που θα επιτρέπει την ενότητα των πολιτικών και ηθικών επιστημών ξεσήκωσε τις διαμαρτυρίες των φιλοσόφων της εποχής του Διαφωτισμού και η Εγκυκλοπαίδεια αποτελεί την αδιάσειστη μαρτυρία. Η κριτική της καθαρά οικονομικής θέσης που η φυσιοκρατία θέλει να δώσει στις ηθικές επιστήμες και στην πολιτική επιστήμη θα συναντήσει έντονες αντιρρήσεις και τελικά το φυσιοκρατικό κίνημα σχεδόν θα εγκαταληφθεί κατά το 1770. Το γεγονός ότι ανατέθηκε στο Ρουσσώ η σύνταξη του λήμματος ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ δείχνει το διφορούμενο, σε ό,τι αφορά στα θέματα αυτά, του Διαφωτισμού.



[1] Ζ.Κ Περρό, Ιστορία της πολιτικής οικονομίας, 17ος – 18ος αιώνας, εκδ. ΕΗΕSS, 1992
[2] Encyclopédie, textes choisis et présentés par A. Pons , éditions GF, 1986, t.1, p. 309
[3] Encyclopédie,  t. 1, p.76, GF, Paris
[4] Idem, p. 194
[5] D.Deleule, Du domestique au politique :Hume, les physiocrates et la naissance du libéralisme économique
[6] Ο Καντιγιόν στον έργο του Δοκίμιο περί της φύσεως του εμπορίου γενικά και ο Μελόν στο έργο του Πολιτικό Δοκίμιο για το εμπόριο πρότειναν μια οικονομική ανάλυση των αρχών αλλά ο Φορμπονέ είναι εκείνος που θέτει τις βάσεις.
[7] Physiocratie, GF, Paris, 1991
  Dupont de Nemours, De l’origine et des progrès d’une science nouvelle, éd. E. Daire, Paris, p.339
[8] Marx, Théorie de la plus-value,t .1, éd. Sociales, 1974, p. 399
[9] Jean-Jacques Rousseau, Œuvres complètes, Pléiade, Gallimard, III, p. 19-20
[10] Idem
 [11] Jean-Jacques Rousseau , Œuvres complètes, Economie politique,III, p.252
[12] Jean-Jacques Rousseau, Œuvres complètes,Dernière réponse à Bordes,III, p.79

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου