Η γαλλική
σκέψη έπαιζε πάντα καθοριστικό παράγοντα στην εξέλιξη της ελληνικής κουλτούρας.
Ειδικότερα στη σύγχρονη λογοτεχνία μπορούμε να εντοπίσουμε ένα μεγάλο αριθμό
συγγραφέων και ποιητών που αντλούν τις πηγές τους και γνωρίζουν τις τάσεις της
ευρωπαϊκής διανόησης μέσα από τη γαλλική σκέψη.
Ανάμεσα σε αυτούς θα κατατάξουμε τον Οδυσσέα Ελύτη. Τα κείμενα της γαλλικής
λογοτεχνίας τον βοηθούν να βρει διέξοδο στις λογοτεχνικές ανησυχίες του. Ήταν η
πυξίδα που κατηύθυνε στον σωστό προορισμό την πνευματική του δημιουργία, με
αποτέλεσμα την ύψιστη διάκριση, αυτή του βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας.
Υπάρχει
μια στενή σχέση ανάμεσα στον Ελύτη και τη Γαλλία, τη Γαλλία και τον Ελύτη που
ξεκινά από το 1929, όταν πριν τελειώσει το γυμνάσιο, βρέθηκε στο «σκοτεινό
μαγαζάκι»[1]
του Κάουφμαν να ξεφυλλίζει κάθε λογής περιοδικά και βιβλία εκτός από τα
ποιητικά – η ποίηση εκείνη την εποχή ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την ορμή και
τις αντιδράσεις της ηλικίας του. Τότε ήταν που γοητεύθηκε από την πολυτελή
έκδοση και τα έντονα χρώματα, κόκκινο και μαύρο, κάποιων γαλλικών βιβλίων : Capitale de la Douleur, Défense de Savoir, Les Noces.
Αυτή ήταν η αφορμή για να αρχίσει το φυλλομέτρημα, για να έρθει η σαγήνη μετά
το διάβασμα των πρώτων στίχων και η πρώτη επαφή με αυτόν τον μαγικό κόσμο, τον
διαφορετικό, που ζητούσε τον τρόπο για να εκδηλωθεί. Η γαλλική υπερρεαλιστική
ποίηση έδειξε τη στιγμή εκείνη το κενό και τη διαφορά του δικού της κόσμου από
τον κόσμο όλων αυτών των ικανοποιημένων με την καθημερινότητά τους αστών.
Έδειξε ότι οι λέξεις μπορούν να φωτίζουν και να εμπνέουν διαρκώς.
Si tu t’en vas la porte
s’ouvre sur le jour
Si tu t’en vas la porte s’ouvre sur
moi-même
Έδειξε ότι η πρώτη αυτή κίνηση του ποιητή έσπρωξε την
πόρτα της ποίησης και από τη μικρή χαραμάδα που άνοιξε μπήκαν τα πρώτα
αισθήματα ενός κόσμου αληθινού, αλλά άγνωστου, απόμακρου και μοναχικού. Τα αισθήματα του ποιητή που εμπνέει και εμπνέεται. Ή όπως έλεγε ο Eluard : «Le poète doit être beaucoup
plus celui qui inspire que celui qui est inspiré ». Το
φως των λέξεων οδηγεί στην αιώνια πηγή της ποίησης.
Η γαλλική ποίηση συνεχίζει την
επίδρασή της. Ο Ελύτης μελετά και μυείται σε αυτήν. Ο Paul Valéry, ο Stephane Mallarmé, o abbé
Bremon της κλασσικής ποίησης από τη μια και οι André Breton, Paul Eluard, Louis Aragon, Tristan Tzara και
Arthur Rimbaud του υπερρεαλισμού από την άλλη, ήταν οι πηγές έμπνευσης και προβληματισμού.
Το 1935 είναι για τον Έλληνα ποιητή μια ιδιαίτερη χρονιά στην πνευματική του
πορεία. Τον Ιανουάριο κυκλοφόρησαν τα «Νέα Γράμματα». Τον Φεβρουάριο γνώρισε
τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον «μεγάλης αντοχής αθλητή της φαντασίας, με γήπεδο την
οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα…»[2], ο
οποίος τον μυεί στις σουρρεαλιστικές ιδέες. Ο Ελύτης από την πρώτη κιόλας
συνάντηση γοητεύεται από την προσωπικότητα του ανθρώπου αυτού καθώς και από την
πλούσια σε υπερρεαλιστικά κείμενα βιβλιοθήκη του, η οποία τίθεται στη διάθεσή
του. Τα βιβλία του Breton και του Tzara μεταξύ άλλων τον προκαλούν να εξερευνήσει την αυτόματη γραφή, τις νέες
αντιλήψεις για το όνειρο, την κριτική του ορθολογικού πνεύματος, την ομορφιά
του θαυμαστού, τη μέθοδο της παρανοητικής κριτικής. Τα συλλογικά παιχνίδια
ερωτήσεων και απαντήσεων στα οποία ο ερωτώμενος καλείται να απαντήσει σε μία
ερώτηση την οποία αγνοεί και που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό « La révolution surréaliste » επίσημο όργανο του κινήματος το
1928, πλουτίζουν τις εμπειρίες του Έλληνα ποιητή, απελευθερώνουν τη φαντασία
του και τον μυούν στη συλλογική δημιουργία.
Τα πρώτα αυτοματικά κείμενα του
Ελύτη είναι της περιόδου αυτής και έχουν ως πρότυπό τους τα γαλλικά αυτοματικά
κείμενα που ζητούσαν να απελευθερώσουν την πέννα του ποιητή από τις δεσμεύσεις
της ομοιοκαταληξίας και της στίξης και απαιτούσαν ταχύτητα και άρνηση των
κανόνων της λυρικής ποίησης. Ο στόχος της αυτόματης γραφής δεν αφορούσε την
αισθητική διάσταση της ποίησης, αλλά την απελευθέρωση και έκφραση του υποσυνείδητου
του ποιητή.
Αυτήν την περίοδο, ο Ελύτης επηρεασμένος
πάντα από τον André Breton και τον Paul Eluard ανακαλύπτει τη γοητεία του collage. Αρχίζει να δημιουργεί τις δικές του συνθέσεις τις οποίες παρουσίασε
στην Α΄ Υπερρεαλιστική Έκθεση των Αθηνών που οργανώνεται στο σπίτι του Ανδρέα
Εμπειρίκου το 1936. Δημοσιεύει στα «Νέα Γράμματα» μεταφράσεις ποιημάτων του Paul Eluard, τον οποίο παρουσιάζει ως
τον ποιητή που «ό,τι γράφει φτάνει αμέσως στην καρδιά μας, μας χτυπάει
κατάστηθα σαν κύμα ζωής άλλης βγαλμένης από το άθροισμα των πιο μαγικών ονείρων
μας.»[3]
και «… από τους προδρόμους τον Ρεμπώ και τον Λωτρεαμόν, από τους σύγχρονους,
εκτός από τον υπερρεαλιστή Ελυάρ τον ανεξάρτητο Πιερ-Ζαν Ζούβ. O Eλύτης εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτές : «΄Ηθελα, όταν
πρωτάρχισα τις μεταφράσεις, δηλαδή σε μιαν εποχή που η λεγόμενη «μοντέρνα»
ποίηση δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή της στην Ελλάδα, να δώσω ανεξάρτητα
από τις προτιμήσεις μου, χαρακτηριστικά δείγματα από τα έργα εκείνων που πρωτοστατήσανε στην ποιητική μεταπολίτευση
των καιρών μας. Αργότερα σκέφθηκα ότι θα ήταν καλό να δοθούν αποσπασματικά και
μερικά κείμενα από τους προδρόμους, τους «πατέρες», του νεώτερου λυρισμού. Το
σχέδιο δεν ολοκληρώθηκε. Αλλά κι έτσι, σε μικρότερες διαστάσεις, δείχνει τι
γύρευα και τι – παρόλες τις τυχόν ελλείψεις ή ατέλειες – μπορεί να
αντιπροσωπεύει σήμερα μια εργασία σαν αυτή που η σημασία της είναι ιστορική
περισσότερο παρά ουσιαστικά ποιητική…» Και συνεχίζει : « Έτσι βέβαια, έδωσα
μεγαλύτερη θέση στη Γαλλική ποίηση, αλλά δεν το έκανα μόνον επειδή το γλωσσικό
της όργανο μού ήτανε οικείο. Εξακολουθώ
να πιστεύω ότι αν άλλες χώρες αξιώθηκαν να βγάλουν σημαντικότερες ποιητικές
φυσιογνωμίες, μόνον η Γαλλία – μόνον το Παρίσι – στάθηκε το λίκνο των
θεωρητικών αναζητήσεων και των επαναστατικών κινημάτων…»[4]
Το κοινό αποδέχεται ή απορρίπτει ένα
έργο τέχνης ανάλογα με την εντύπωση – καλή ή κακή - που δημιουργεί το κείμενο
στον αποδέκτη. Έτσι η σχέση που δημιουργείται είναι : δημιουργός – έργο –
αποδέκτης. Όταν πρόκειται για ένα ξένο έργο, πρέπει να εκτιμηθούν οι
πολιτισμικές σχέσεις δημιουργού και αποδέκτη. Στην περίπτωση των έργων του
Ελύτη ο έλληνας δημιουργός ανήκει σε διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον από
αυτό του γάλλου αποδέκτη. Η αποδοχή ή όχι του έργου εξαρτάται από την
αλληλεπίδραση των δύο πολιτισμών αλλά και από τη μετάφραση του έργου. Σε αυτήν
την περίπτωση η σχέση δημιουργού – αποδέκτη είναι μικρότερη από αυτήν του δημιουργού –
μεταφραστή – αποδέκτη.
Ποια ήταν η αποδοχή από τον ελληνικό λογοτεχνικό κύκλο
των μεταφράσεων των γάλλων υπερρεαλιστών ποιητών από τον Ελύτη; Ο ελληνικός χώρος δεν είναι το αντικείμενο
της παρουσίασης αυτής. Ενδεικτικά όμως, αναφέρεται ότι οι λογοτέχνες της γενιάς
του 30 Γ. Σεφέρης, Γ. Θεοτοκάς, Άγγ. Τερζάκης, (Οδυσσέας Ελύτης), Κ. Πολίτης,
Άγγ. Σικελιανός κ.α. είναι αυτοί που συνεργάζονται με το περιοδικό «Νέα
Γράμματα», διευθυντής του οποίου είναι ο Ανδρέας Καραντώνης. Το περιοδικό αυτό
έφερε στην Ελλάδα τις σύγχρονες δυτικές καλλιτεχνικές τάσεις και γνώρισε στο
αναγνωστικό κοινό κυρίως τους νεότερους ποιητές με τη μετάφραση
αντιπροσωπευτικών έργων τους ή με άρθρα κατατοπιστικά για την ποίησή τους. ‘Έγινε
το πνευματικό όργανο της γενιάς του 30 που φιλοξένησε στις στήλες του όλα τα
νεωτεριστικά στοιχεία κρίνοντας ευνοϊκά και προβάλλοντας τις δημιουργίες των
νέων ελλήνων ποιητών που είναι οι εκφραστές της αλλαγής, της ρήξης με το
παρελθόν και της δημιουργίας μιας νέας συνείδησης. Άρα, αυτός ο κύκλος των
ελλήνων λογοτεχνών εγκρίνει και επιδοκιμάζει τόσο την ποίηση του Ελύτη όσο και
τις μεταφράσεις του.
Η πρώτη αυτοτελής μετάφραση ποιημάτων του Ελύτη γίνεται
στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1945 φέρει τον τίτλο Poèmes και έχει εκδοθεί από την
Εστία. Είναι δίγλωσση έκδοση 109 σελίδων. Την επιλογή των ποιημάτων και τη μετάφραση
έκανε ο Robert Levesque και το εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο Νίκος Εγγονόπουλος. Ο Γάλλος μεταφραστής
επιλέγει ορισμένα σημαντικά ποιήματα του Ελύτη από τις συλλογές του Προσανατολισμοί, και Ήλιος ο πρώτος.
Τι συμβαίνει στη Γαλλία με τη λογοτεχνική δημιουργία του
Ελύτη ; Υπάρχει η σχέση δημιουργού –
μεταφραστή – αποδέκτη και σε ποιο βαθμό ;
Στη Γαλλία, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα,
υπήρχαν δημοσιεύσεις για τη λογοτεχνική κίνηση της σύγχρονης Ελλάδας. Οι
δημοσιεύσεις αυτές ήταν είτε υπό τη μορφή άρθρων, είτε υπό τη μορφή μελετών που
αφορούσαν σε σχόλια αποσπασμάτων συγγραφέων. Έτσι, ο Mercure de France είναι το αντιπροσωπευτικό
περιοδικό της περιόδου αυτής.
Μεταξύ των ετών 1930 – 1960 τέσσερα ονόματα κριτικών – S. Baud-Bovy, R. Levesque, A. Mirambel, Γ. Σπυριδάκης – ενδιαφέρθηκαν ποιοτικά και ποσοτικά για τα νεοελληνικά
γράμματα. Αφιέρωσαν μελέτες στη νέα ελληνική ποίηση που τους θύμιζε τον αρχαίο πολιτισμό και που άξιζε της
προσοχής τους. Στην Ελλάδα, η δεκαετία 1935 – 1945 ήταν περίοδος μάχης.[5] Στη Γαλλία, στην Αγγλία και στην Ιταλία οι
σπουδές στη νεοελληνική λογοτεχνία ξεπερνούσαν τα όρια των σεμιναρίων
ανατολικών γλωσσών. Ο Ελύτης αναφέρεται ως ο εκφραστής της χαράς της ζωής,
παράλληλα με τη νοσταλγία του παρελθόντος. Ήταν μαζί με τον Σεφέρη, ο εκφραστής
της ποίησης της χώρας του.
Ο Δημήτρης Αστεριώτης ή Philéas Lebesque έστελνε στον Mercure από το 1900 έως το 1930,
κανονικές λογοτεχνικές ενημερώσεις για τη λογοτεχνική κίνηση της πατρίδας του
που δημοσιεύονταν στη στήλη των « Lettres Néo-grecques ». Το πρόβλημα της
νεοελληνικής γλώσσας επαναλαμβάνεται συχνά και σημαντικές προσωπικότητες των
γραμμάτων εκθέτουν την άποψή τους. Αναφέρεται σχετικά : « Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο λογοτεχνίες όπως
υπάρχουν και δύο γλώσσες … υπάρχει η γλώσσα της λογοτεχνίας των σχολαστικών ή
της αρχαΐζουσας, η οποία δεν έχει παρά ελάχιστους έως καθόλου ποιητές ή
συγγραφείς, αλλά αποτελεί την επίσημη γλώσσα του κράτους … και η ζωντανή γλώσσα
με τη λογοτεχνία της που είναι η εξέλιξη της παλαιάς.»[6]
Τα Χρονικά του Mercure ήταν περιλήψεις έργων που
είχαν εκδοθεί είτε στην Ελλάδα είτε στη Γαλλία. Ο Δημήτρης Αστεριώτης
παρουσίαζε τα έργα χωρίς κανένα σχόλιο. Έτσι τίμησε τον καθηγητή των ελληνικών
στην έδρα της φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Montpellier Louis Roussel και μίλησε για συγγένεια
του ελληνικού και του γαλλικού πνεύματος το οποίο εκπροσωπούσε ο καθηγητής.[7] Tα άρθρα αυτά δεν δίνουν μια
λεπτομερή εικόνα της ελληνικής λογοτεχνικής δημιουργίας της εποχής εκείνης,
ενημερώνουν όμως, για τους προβληματισμούς και τη λογοτεχνική δημιουργία.
Αυτόνομες μελέτες για την ελληνική λογοτεχνία είχαν
επίσης εκδοθεί στο Παρίσι, όπως Etudes de Littérature grecque moderne και La Grèce actuelle dans ses poètes του
καθηγητή του πανεπιστημίου των Παρισίων Hubert Pernot το 1918 και 1921 και το Monuments pour servir à l’ étude de la langue néo-hellénique του E. Legrand. Το 1930 δημοσιεύθηκε μία ανθολογία νεοελλήνων ποιητών (1886-1926) του Jean Michel. Μεταξύ αυτών ήταν
αποσπάσματα ποιημάτων των Καρυωτάκη, Καβάφη, Σικελιανού και Βάρναλη.
Ο Louis Roussel, καθηγητής αρχαίων ελληνικών στο πανεπιστήμιο του Montpellier και διάδοχος του H. Pernot δημοσίευσε ένα άρθρο στο περιοδικό Libre του Απριλίου – Μαΐου 1933,
στο οποίο δεχόταν την πρόοδο στην ελληνική δημιουργία των νεοελλήνων ποιητών.
Έξι χρόνια αργότερα, στη
Γενεύη ο Samuel Baud-Bovy «περίεργος παρατηρητής της εξέλιξης των ιδεών
και της γλώσσας στη μεταπολεμική Ελλάδα»[8]
δημοσίευσε μια μελέτη για τη νεότερη ελληνική ποίηση στο περιοδικό Formes et couleurs, μελέτη «γεμάτη από
κατανόηση και ειλικρινή θαυμασμό»[9].
Στη μελέτη αυτή εξηγούσε ότι υπήρχε στον ελλαδικό χώρο ένα «γόνιμο πνεύμα
καθαρά ελληνικό, παρά τις ξένες επιδράσεις». Σε άρθρο του μάλιστα, που
δημοσιεύθηκε το 1940 στο Formes et couleurs και φέρει τον τίτλο « La jeune poésie grecque », μελετά τρεις νέους
ποιητές τον Σεφέρη, τον Αντωνίου και τον Ελύτη, οι οποίοι έχουν αρνηθεί τον
παραδοσιακό στίχο, την ομοιοκαταληξία και τον παραδοσιακό τονισμό. Η επιλογή
του επίσης στηρίζεται στη θεματολογία των ποιητών : είναι ποιητές του έρωτα και
της θάλασσας και δημοσιεύουν σε ένα πρωτοποριακό περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα».[10]
Ο Baud-Bovy επιλέγει συγκεκριμένα
αποσπάσματα και συγκρίνει το ύφος των ποιητών μεταξύ τους. Για παράδειγμα
γράφει για τον Σεφέρη ότι τον γοήτευσε η νοσταλγία και η ομορφιά των ποιημάτων
του και για τον Ελύτη η νεανικότητα του στίχου του.
Μετά το τέλος του πολέμου και συγκεκριμένα το 1948 ο
Ελύτης ταξιδεύει στην Ελβετία και στη συνέχεια εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου
παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόννη. Ο ίδιος ο ποιητής περιγράφει ως
εξής τις εντυπώσεις του και τα συναισθήματά του από την παραμονή του στη Γαλλία
: «Ένα ταξίδι που θα μ’ έφερνε πιο κοντά στις πηγές της μοντέρνας τέχνης,
συλλογιζόμουνα, χωρίς να λογαριάζω ότι θα μ’ έφερνε συνάμα πολύ κοντά και στις
παλιές μου αγάπες, στα κέντρα όπου είχαν δράσει οι πρώτοι υπερρεαλιστές, στα
καφενεία όπου είχαν συζητηθεί τα Μανιφέστα,
στη Rue de l’Odéon, στην Place Blanche στο Montparnasse και στο Saint-Germain-des-Prés. Έτρεχα σαν τρελός στους δρόμους με την
άριστη αίσθηση ότι ψάχνω να βρω μιαν άπιστη ερωμένη. Σε λίγο θα καταλάβαινα ότι
ο προορισμός μου ήταν μάλλον να βρω μια καινούρια, πιο νέα και πιο όμορφη. Αλλά
που θα ‘χε το ίδιο όνομα. Θα’ τανε πάντοτε η Ποίηση.»[11]
Το 1954 δημοσιεύεται το έργο του Georges Spyridakis, La
Grèce et la Poésie Moderne. [12]
Πρόκειται για μια μελέτη των θέσεων του υπερρεαλιστικού
κινήματος. Για τον Σπυριδάκη ο Ελύτης μας οδηγεί σε ένα «εξαγνισμένο κόσμο»
μέσα στον οποίο ο υπερρεαλισμός αφού «χρησίμευσε ως πηγή νεότητας στον λυρισμό
του, ξεπεράσθηκε την κατάλληλη στιγμή προς όφελος μιας περισσότερο ανθρώπινης
έμπνευσης και κυρίως περισσότερο ελληνικής.» Ο Σπυριδάκης θεώρησε τον Σεφέρη και τον Ελύτη
ως τους κύριους έλληνες ποιητές, κάτι που τότε δεν είχε γίνει αποδεκτό.
Ο André Mirambel, διευθυντής τότε του Ινστιτούτου ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας και
καθηγητής της ελληνικής γλώσσας στη Σχολή ανατολικών γλωσσών, έγραψε μια σειρά
ενθουσιωδών άρθρων για τη γενιά του 30 και τοποθέτησε το ποιητικό τους έργο
ανάμεσα στο παγκόσμιο και το εθνικό. Θεώρησε την ποιητική δημιουργία εθνική
ενασχόληση, «χαρακτηριστικό που δεν συναντάται όμοιό του στις ποιητικές
δημιουργίες άλλων λογοτεχνιών της Ευρώπης». Στην μεταφυσική αγωνία του Σεφέρη,
αντιπαρέθεσε τη γαλήνη του στίχου του Οδυσσέα Ελύτη όπου η «πλαστική»
εχρησιμοποιείτο για να φθάσει ένα ηθικό ιδεώδες. Ο Robert Levesque μίλησε για τον ουμανισμό του Σεφέρη και ο Baud-Bovy είδε μέσα στους στίχους και των δύο αυτών ποιητών την προσωποποίηση της
Ελλάδας.[13]
Το 1963, σε άρθρο του με τίτλο «Les enfants d’Homère » στο Les Nouvelles Littéraires ο André Kedros μιλά για την επίδραση που
άσκησε στη σκέψη του Ελύτη ο γαλλικός κύκλος του υπερρεαλισμού.[14]
Την ίδια χρονιά στο αφιέρωμα στην Ελλάδα το μαρξιστικό περιοδικό La Nouvelle Critique παρουσίασε τη γενιά του 30
σαν την αντίδραση εναντίον της παράδοσης και των αξιών του κατεστημένου. Ο
ποιητικός ερμητισμός του Ελύτη ερμηνεύθηκε σαν μια πιθανή διαμαρτυρία εναντίον
του υπάρχοντος καθεστώτος.[15]
Είναι γεγονός ότι το όνομα του Ελύτη δεν εμφανίζεται
συχνά στον γαλλικό τύπο και στα λογοτεχνικά περιοδικά. Για τους Γάλλους, ο
Ελύτης είναι το Αιγαίο, το φως και ο άνεμος μιας αναλλοίωτης Ελλάδας. Έτσι,
δέκα χρόνια πριν από το Βραβείο Νόμπελ του 1979 ο Michel Grodent έγραφε στο Gazette de Lausanne[16] κάτι προφητικό για τον έλληνα ποιητή : «το βραβείο Νόμπελ θα είναι για
τον Ελύτη η επιβράβευση της ποιητικής του ωριμότητας».
Τον Ιούνιο του 1970 το τεύχος 210 της Nouvelle Revue Française παρουσίασε σε μετάφραση του
François-Bernard Mâche «Τρία ποιήματα της Ευρώπης» και ο Ελύτης
είχε επιλεγεί ως ο έλληνας ποιητής. Στο άρθρο αυτό εξηγείται γιατί ο Ελύτης δεν
είναι γνωστός στη Γαλλία : αφενός για την «αντικοινωνικότητα» του έργου του,
δηλαδή για τη μικρή παραγωγικότητα της πέννας του και αφετέρου για τα
προβλήματα της μετάφρασης.
Το 1977 εκδίδεται από τον εκδοτικό οίκο Fata Morgana το βιβλίο Six plus un remords pour le ciel poèmes d’ Odysseus Elytis σε μετάφραση F.-B. Mâche και προμετωπίδα του Jacques Hérold. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια πολύ
προσεγμένη μετάφραση της συλλογής, δεν υπάρχει εισαγωγή που να πληροφορεί τον
Γάλλο αναγνώστη για τον ποιητή, για το περιεχόμενο και για τις συνθήκες
συγγραφής των ποιημάτων. Απουσιάζουν επίσης τα σχόλια του μεταφραστή.
Η απονομή του
βραβείου το 1979, έστρεψε τα βλέμματα στο πρόσωπό του Ελύτη και έγινε αφορμή να
αναζητηθούν μεταφρασμένα ποιήματά του στη γαλλική. Ο μικρός αριθμός άρθρων που
ήταν αφιερωμένα σε αυτόν δηλώνει τη δυσαναλογία μεταξύ ποιητή – έργου –
αποδέκτη. Η έρευνα τότε, έδωσε έναν περιορισμένο αριθμό άρθρων που ήταν
αφιερωμένα στον ποιητή. Τα άρθρα αυτά δεν προσέφεραν καινούρια στοιχεία και οι
ερωτήσεις των δημοσιογράφων εστιάστηκαν στα ίδια θέματα : τη θάλασσα ή το φως.
Στο άρθρο με τίτλο « Elytis et la génération des années 30 » του Courrier du Centre International d’ Etudes Poétiques, ο Michel Grodent επιμένει ότι ο Ελύτης είναι : «ο καθαρά
μεταφυσικός ποιητής, ο ποιητής του φωτός και του Αιγαίου … που αντιδρά στον
πεσιμισμό του Καρυωτάκη». Μιλά επίσης για τη δομή των ποιημάτων και για τα
δοκίμια του ποιητή.[17]
Ένα βιβλίο για τον Ελύτη εκδίδεται στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 1979 από τον Stélios Castanos de Médicis στις εκδόσεις Caractères. Ο τίτλος του βιβλίου
είναι: Note sur Odysseus Elytis και
περιλαμβάνει εισαγωγή που αναφέρεται στη ζωή του Ελύτη και στα μέχρι την εποχή
της έκδοσης του βιβλίου έργα του, αποσπάσματα από τα ποιήματά του : «Μαρία
Νεφέλη», « Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό», «Άξιον Εστί», «Άσμα ηρωικό και
πένθιμο για τον νεκρό υπολοχαγό της Αλβανίας» και «Ήλιος ο πρώτος», αναφορά
στην απονομή του βραβείου Νόμπελ και αποσπάσματα από την ομιλία του ποιητή την
ημέρα της απονομής. Θα ήταν παράλειψη, εάν δεν γινόταν αναφορά στον σχολιασμό
του de Médicis της ποίησης του Ελύτη με
θέματα όπως ο περίπλους της έμπνευσης του ποιητή, η Ελλάδα και η ιστορία ή η
διαλεκτική του Ελύτη.
Το 1980 εκδίδεται από τον εκδοτικό οίκο Fata Morgana το βιβλίο Les Clepsydres de l’Inconnu σε μετάφραση του Jacques Lacarrière, με
προμετωπίδα του Pierre Alechinsky και αυτό χωρίς εισαγωγή και μεταφραστικά σχόλια. Μια μετάφραση στη
γαλλική γλώσσα της συλλογής «Μαρία Νεφέλη» εκδίδεται το 1982 με τον τίτλο Marie des Brumes από τον εκδοτικό οίκο François Maspero. Οι μεταφραστές είναι οι Bordes και Longueville. Η έκδοση αυτή έχει
εισαγωγή και μεταφραστικά σχόλια που ενημερώνουν τον Γάλλο αναγνώστη. Στο σημείο αυτό θα
πρέπει να γίνει αναφορά στο βιβλίο του καθηγητή Χρήστου Σαλταπήδα Οι γαλλικές μεταφράσεις του έργου του Ελύτη στο
οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει αναλυτικά τα μεταφραστικά λάθη ή τις παραλείψεις
των μεταφραστών, καθώς και τα προβλήματα προσέγγισης της γλώσσας πηγής και της
γλώσσας στόχου. Σκοπός της σημερινής μου ανακοίνωσης δεν είναι να μιλήσω για
τις συγκλίσεις ή αποκλίσεις της μετάφρασης στη γαλλική γλώσσα των έργων του
Ελύτη, αλλά να αναφέρω το όλο κλίμα που δημιουργήθηκε στη Γαλλία για τον
ποιητή. Ένα μόνο παράδειγμα θα παραθέσω ενδεικτικό των προβλημάτων που
παρουσιάζονται στον κύκλο αυτό των μεταφράσεων. Οι μεταφραστές Bordes και Longueville αποδίδουν τον τίτλο «Μαρία
Νεφέλη» «Marie des Brumes » . Ο Stélios Castanos de Médicis στο βιβλίο του τον αποδίδει με το « Marie la Nuée » τίτλο
με τον οποίο συμφωνεί και ο Χρ. Σαλταπήδας.
Η δεύτερη μονογραφία για τον Ελύτη γράφεται από τον Jacques Phytillis καθηγητή και Αντιπρόεδρο
του Πανεπιστημίου της Nanterre – Paris X, σε
συνεργασία με τον A. Helmis καθηγητή επίσης της Νομικής σχολής με τίτλο Les Analogies de lumière. Το
βιβλίο αυτό εκδόθηκε το 1983 από τον εκδοτικό οίκο SUD. Είναι μια προσεγμένη μετάφραση
που παρουσιάζει το «μονοπάτι» και περιγράφει «τη διαδρομή» στην αναζήτηση της
«ταυτότητας» του ποιητή. Στα τρία κεφάλαια του βιβλίου ο Jacques Phytillis επιλέγει μερικά από τα
σημαντικά ποιήματα και πεζά του έλληνα
ποιητή, παρουσιάζει τη ζωή, το έργο, τη θεωρία και τις σχέσεις του εκλεγμένου
νομπελίστα με την ποίηση της εποχής του.
Το Magazine littéraire στο τεύχος αρ.213 του Δεκεμβρίου 1984 κάνει ένα αφιέρωμα στα 60 χρόνια
του Υπερρεαλισμού. Στο άρθρο «Dictionnaire très abrégé du surréalisme » ο Gérard de Cortanze εξηγεί ότι αναφέρεται σε
κάποιους συγγραφείς, οι οποίοι έχουν σχέση με τον υπερρεαλισμό, αλλά είναι
σχεδόν ξεχασμένοι. Από την Ελλάδα σημειώνει μόνο τον Νικόλαο Κάλας (Νίκος
Καλαμάρης). Το άρθρο « Le monde surréaliste » που μιλά για την ακαταμάχητη διάδοση του υπερρεαλισμού σε όλο τον
κόσμο σε λιγότερο από τριάντα χρόνια, μεταξύ των 24 χωρών που παρουσιάζονται, η
Ελλάδα βρίσκεται στον αριθμό 15. Συγκεκριμένα γίνεται αναφορά στο έτος 1936 και
στην πρώτη έκθεση για τον υπερρεαλισμό στην Αθήνα που διοργανώθηκε από τον
Ανδρέα Εμπειρίκο στο σπίτι του. Τα ονόματα του Οδυσσέα Ελύτη και του Νίκου
Εγγονόπουλου είναι γραμμένα χωρίς κανένα περαιτέρω σχόλιο.
Το ίδιο έτος, σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στο Quinzaine Littéraire (1-15 Φεβρουαρίου 1983) με
τίτλο Μαρία Νεφέλη (Marie des Brumes)[18]
ο Xavier Bordes, ένας εκ των μεταφραστών, ομολογεί ότι «είναι εξοικειωμένος με την
κλασσική ελληνική γλώσσα», αλλά αγνοεί τη νέα ελληνική. Όταν το 1979 ο Ελύτης
τιμήθηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας, ο μεταφραστής δεν βρήκε μετάφραση κειμένου
του ποιητή και άρχισε να μεταφράζει το έργο του Μαρία Νεφέλη με τη βοήθεια
του Robert Longueville. Το κείμενο
παρουσιάζει συχνά προβλήματα, όταν υπάρχουν λέξεις με την ίδια ρίζα με αυτές
του κλασσικού λεξιλογίου, όταν είναι λέξεις της νεοελληνικής γλώσσας ή όταν
παρουσιάζουν μια εικόνα της σύγχρονης πραγματικότητας όπως η λέξη «Ολυμπιακή»:
ο ποιητής εννοεί την ολυμπιακή αεροπορία και ο μεταφραστής μεταφράζει
χρησιμοποιώντας το επίθετο «olympienne » . (οι βλάστημοι : μεταφρασμένο: les rejetons végétaux au lieu des blasphemateurs
– confusion possible avec «βλάστηση»: végétation
v. le contexte végétal, μαργαρίτες: μεταφρασμένο : perles au lieu de marguerites confusion avec
«μαργαρίτης λίθος», λαβομάνο : l’agonisant au lieur de le lave-main, confusion
avec «λαβωμένος» :
blessé etc)
Το άρθρο αυτό μας πληροφορεί επίσης ότι ο «Ελύτης
διόρθωσε τα κείμενα» και βρισκόταν σε στενή επαφή με τους μεταφραστές. Είναι
γνωστή η απόρριψη από την πλευρά του ποιητή μεταφράσεων των έργων του – αναφέρω
σχετικά ότι δεν ενέκρινε τέσσερα σχέδια
του Άξιον εστί – αλλά και η άριστη γνώση του της γαλλικής γλώσσας. Σε αυτή τη
μετάφραση υπάρχει διαφορά με το πνεύμα του πρωτοτύπου. Το κείμενο παρουσιάζει
δυσκολίες όταν οι λέξεις έχουν παραπλήσια έννοια ή έχουν την ίδια ρίζα ή εάν
πρόκειται για ιδιωματικές εκφράσεις. Αυτά τα προβλήματα οφείλονται σε μια
επιπόλαια ανάγνωση ή σε ελλιπή γνώση της γλώσσας-στόχου ; Ας μην ξεχνάμε ότι
πρόκειται για μία επαναδημιουργία του ποιητικού κειμένου. Άλλωστε για να
«μεταφράσουμε τους ποιητές, πρέπει να ξέρουμε πώς να δείχνουμε ποιητές».[19]
To μουσείο Calvet εξέδωσε το 1987 ένα τόμο αφιέρωμα
στους Jean Trousselle και Οδυσσέα Ελύτη με τίτλο Dialogue avec la Grèce Jean Trousselle Odysseus Elytis. Ο Xavier Bordes, ποιητής και ελληνιστής μεταφραστής του Ελύτη μαζί με τον Robert Longueville παρουσιάζουν τον έλληνα
συγγραφέα και το έργο του Μαρία Νεφέλη, ενώ ο Jean Trousselle εμπνεύστηκε από αυτό και δημιούργησε πίνακες με τους οποίους
παρουσιάζει «τον χώρο που περιέχει το
αντικείμενο» δίνοντας μιαν άλλη διάσταση σε αυτό που ο Ελύτης ονόμασε: «τα δύο
σημεία του κόσμου». Σημεία που ο ποιητής
ορίζει από το πρώτο μέρος του έργου του Μαρία Νεφέλη με την «Παρουσία» της Μαρίας και του παρτεναίρ μπροστά σε μια
επιτύμβια στήλη στον «κήπο του Μουσείου». Η στήλη αυτή δεν φέρει επιγραφή.
Αυτήν την επιγραφή την επαναφέρει η Μαρία : «… είναι σαν να βλέπω ακόμη τα
γράμματα χαραγμένα στο φως…»
Toν
Οκτώβριο του 1996 η Nouvelle Revue Française δημοσιεύει μεταφρασμένα ποιήματα του Ελύτη μαζί με ποιήματα του Octavio Paz και του José Carlos Becerra. Στο πίσω μέρος του
εξωφύλλου μάλιστα, υπάρχει μία στροφή από το Μονόγραμμα. Οι μεταφραστές είναι οι Xavier Bordes και Robert Longueville, οι οποίοι έκαναν την
επιλογή των ποιημάτων που μετέφρασαν.
Στις 19 Νοεμβρίου 1998 εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Fata Morgana και
σε μετάφραση του Georges Spyridaki το «Pierre Reverdy entre la Grèce et Solesmes». Πρόκειται για ένα μικρό
κείμενο 26 σελίδων με σχέδια Αλέκου Φασιανού. Το κείμενο αυτό του Ελύτη μεταφρασμένο
από τον Γ.Σπυριδάκη, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Mercure de France, στο ειδικό αφιέρωμα στη
μνήμη του ποιητή τον Ιανουάριο του 1962 με τον ίδιο τίτλο.
Στις 30 Νοεμβρίου του 2000 εκδόθηκε στο Παρίσι από τον
εκδοτικό οίκο L’Echoppe με τον τίτλο Temps enchaîné et temps délié. Henri Cartier-Bresson Τη μετάφραση στη γαλλική έκανε η Malamati Soufarapis. Πρόκειται για ένα βιβλίο μικρού
σχήματος, 41 σελίδων, το οποίο περιέχει το κεφάλαιο Argumentum που είναι αυτοβιογραφικό. Από
τον ίδιο εκδοτικό οίκο, σε μικρό σχήμα και πάντα σε μετάφραση της Malamati Soufarapis εκδίδονται τα εξής έργα του
Οδυσσέα Ελύτη : το 2003 το Voie privée. Το 2004 το Vingt-quatre heures pour toujours με σχέδια της Mâkhi Xenakis και το 2005 το Les Stèles du Céramique απόσπασμα
από το βιβλίο Εν λευκώ του Ελύτη.
Συνοψίζοντας, τα περιοδικά που συνετέλεσαν στη διάδοση
του έργου του Οδυσσέα Ελύτη στη Γαλλία είναι αυτά που ασχολούνται κατά κύριο
λόγο με ελληνικά θέματα η La Revue des Etudes Grecques, η Nouvelle Revue Française και η la Revue des Deux Mondes. Τα δύο τελευταία
ενδιαφέρονται και για την ξένη λογοτεχνία παράλληλα με τη γαλλική. Μιλώντας για
την «αποδοχή» της ποίησης του Ελύτη από το γαλλικό κοινό καταλήγουμε στο συμπέρασμα
ότι είναι λίγα τα ποιήματα που αποδίδονται στη γαλλική και αυτά με αρκετά
μεταφραστικά προβλήματα λόγω της δυσκολίας κατανόησης της ελληνικής γλώσσας.
Το λογοτεχνικό κείμενο επέχει τη θέση μηνύματος στη
λογοτεχνική επικοινωνία.[20]
Στην περίπτωση της ξένης λογοτεχνίας, το μήνυμα που στέλνει ο συγγραφέας-αποστολέας
πρέπει να αποκωδικοποιηθεί πριν φθάσει στον αναγνώστη-παραλήπτη. Σε αυτό το
σημείο είναι φανερή η σημασία του ρόλου της μετάφρασης του κειμένου. Μέσα από
αυτή τη διαδικασία, γλωσσολογική και πολιτισμική παράλληλα, γίνεται δυνατή η
διαλεκτική διάδραση μεταξύ κειμένου και αναγνώστη. Σύμφωνα μάλιστα με μία
σχετική θεωρία[21],
κάθε εθνική λογοτεχνία φέρει μέσα της την ουσία μιας παγκόσμιας.
Άρα στα κείμενα που επελέγησαν από τους μεταφραστές στη
γαλλική για τον Ελύτη, είναι αυτά που έχουν θέμα τη «σύγχρονη Οδύσσεια». Ο
μύθος και η πραγματικότητα, οι μακρινές και κοντινές λογοτεχνικές αναμνήσεις
συμπλέουν. Κυρίως όμως, είναι αυτά που χαρακτηρίσθηκαν ως «επαναστατικά». Το
«Άξιον εστί», το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο στο νεκρό ανθυπολοχαγό στην Αλβανία»
με την ενορχήστρωση του Μίκη Θεοδωράκη θεωρούνται πολιτικά και λαϊκά.
Εξ άλλου, η ποίηση του Ελύτη θεωρείται ότι απευθύνεται
περισσότερο σε μια ελίτ πνευματική. Οι μεταφραστές αντιμετώπισαν δύσκολα θέματα
στο έργο τους. Ο ίδιος ο ποιητής αναφέρει στα Ανοιχτά χαρτιά ότι τα ποιήματα που αντέχουν στον χρόνο είναι
ακριβώς αυτά τα οποία, κατά τύχη, διατήρησαν το πλάνο του κεντρικού θέματος της
έμπνευσης. Αυτή ακριβώς η παρουσία του κεντρικού θέματος υπήρξε και ο κύριος
στόχος της επιλογής, αλλά και η δυσκολία της μετάφρασης. Τρία είδη λαθών
απαντώνται : αυτά που αναφέρονται στο λεξιλόγιο και που δεν ενοχλούν στην
γενική κατανόηση του ποιήματος, αυτά που έχουν σχέση με το ύφος του κειμένου
και κινδυνεύουν να προδώσουν τον αρχικό τόνο και τέλος αυτά που οδηγούν σε
εντελώς λανθασμένες μεταφράσεις.
Ανικανοποίητος
από τις μεταφράσεις, ο Ελύτης απαγόρευε τη δημοσίευση των ποιημάτων του. Η
μετάφραση του «Άξιον εστί» από τον Σπυριδάκη δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, ό,τι ο ίδιος γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου
του Δεύτερη γραφή: «Είναι άλλο πράγμα
να μεταφράζει κανείς τα ποιήματα που αγαπά και απ’ αυτά πάλι μόνον όσα θεωρεί
πιο πρόσφορα και άλλο πράγμα να περιορίζεται αναγκαστικά σε ορισμένα έργα, είτε
για λόγους ιστορικούς – επειδή αντιπροσωπεύουν μιαν εποχή, ένα συγκεκριμένο
ρεύμα, κάποιαν ιδιάζουσα πλευρά στην εξέλιξη ενός δημιουργού – είτε για λόγους
αισθητικούς – επειδή αφορούν π.χ. σ’ ένα σύνολο που δεν θα ήταν σωστό να
κατατμηθεί. Στην πρώτη περίπτωση, χωρίς αμφιβολία, η κρίση μας πρέπει να είναι
αυστηρή. Ξέρουμε ότι εκεί ο μεταφραστής έχει το ελεύθερο, εάν βρεθεί μπροστά σε
ανυπέρβλητα εμπόδια, να υποχωρήσει και να παραιτηθεί. Απεναντίας, στη δεύτερη
περίπτωση ξέρουμε ότι ο μεταφραστής, έτσι κι αλλιώς, είναι υποχρεωμένος να
φτάσει σ’ ένα αποτέλεσμα: το σ χ ε τ ι κ ά, πάντοτε, καλύτερο.» Και τελειώνει :
«Με τα χρόνια και με την πείρα, έφτασα σιγά-σιγά να πιστεύω στην ελεύθερη
απόδοση μάλλον παρά στην πιστή μεταγλώττιση και σύμφωνα με το πνεύμα αυτό
ξαναδούλεψα τις παλαιές μεταφράσεις. Ωστόσο πρόσεξα να διατηρήσω στον κάθε
ποιητή, όσο γίνεται, τις ιδιοτυπίες του προσωπικού του ύφους : διασκελισμούς,
συμπτύξεις, χάσματα, εκφραστικές ασυδοσίες, κάποτε και ασυνταξίες, με κίνδυνο
να καταλογισθούν, τελικά, σε δική μου αδεξιότητα. Να γιατί είπα στην αρχή, ότι
το έργο είναι αχάριστο. Προ πάντων όταν – και τώρα ο αναγνώστης θα με καταλάβει
καλύτερα – γίνεται κάτω από τις ειδικές συνθήκες που τα επιβάλλανε. Αλλά γι’
αυτό, καθώς και για τα πιθανά λάθη που μπορεί να μου διαφύγανε, ζητώ μαζί με τη
συμπάθεια για τον ρόλο που δέχθηκα να παίξω, και την επιείκεια.»[22]
Από τη μια η στάση του ποιητή, από την άλλη ο ερμητισμός
της τέχνης του αυτές είναι οι αιτίες που το έργο του δεν είχε τη δέουσα
πρόσβαση στο γαλλικό κοινό. Παρόλα αυτά, εκτός από τις εκδόσεις επιλογής
ποιημάτων του Ελύτη πού ήδη αναφέρθηκαν, άρθρα και απλές μεταφράσεις
επιλεγμένων ποιημάτων του υπάρχουν σε πολλά επιστημονικά και λογοτεχνικά έντυπα,
όπως : Hellénisme contemporain, Athènes, (octobre 1938), Formes et couleurs, Lausanne, 1940, L’ Arche, Paris, (octobre 1945), Temps présent, Paris, (26 oct. 1945), Nouvelles Littéraires, Paris, (23 janvier 1947), Mercure de France, (1 novembre 1949), La Revue neuve, Paris,(1951), La Voix des Poètes (1962), La Nouvelle Critique (1963), Les Nouvelles Littéraires (1963), Le Pont de l’Epée (1966), Les Temps Modernes (1969),La Nouvelle Revue Française (1970, 1980, 1996), οι εφημερίδες Le Monde 26 octobre 1979, Le Figaro, 19 octobre 1979,- άρθρα μετά την
απονομή του βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας -, Nouvelle Europe (automne 1979), Express Magazine (27 octobre 1979), Magazine Littéraire (1-15 novembre 1979), Courrier du Centre Internationnal d’ Etudes Poétiques, 137/138, 1980, Sud, (juin 1982), Quinzaine Littéraire (1-15 février 1983), Alidades dire et lire nο 2 (mai, 1983), Lichnos, no 93, oct. 2002, no 21, oct. 1984, et no 104, juillet 2005, Poésies 1985 (juin-juillet 1985).
Παρά τις δυσκολίες κατανόησης της γλώσσας και επομένως
της απόδοσης του κειμένου στη γλώσσα – στόχο, η Γαλλία υποδέχθηκε τον έλληνα
ποιητή, τον τίμησε και συνεχίζει να τον τιμά με πρόσφατες εκδόσεις
μεταφρασμένων έργων του.
[1] Οδυσσέας
Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος, 2009,
σελ.120.
[4] Οδυσσέα
Ελύτη, Δεύτερη γραφή, σελ. 9.
[5] Οδυσσέας
Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, Το χρονικό
μιας δεκαετίας, Ίκαρος, σελ. 379, 393
[6] Stavroula Constantinopoulou, La
réception de l’œuvre de Georges Séféris et de Odusseus Elytis en France, mémoire
de maîtrise, Université Paris IV Sorbonne, juin 1985, p. 18 /// Mercure,
15/12/1926, p. 721.
[7] Mercure, 15/12/1925, p. 776.
[8] L’ Hellénisme contemporain, «Un
poète grec », août 1938, no 3 p. 200.
[11] Οδυσσέας
Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος, Αθήνα 2009, σελ. 436-437.
[12] Belles Lettres, collection de l’Institut d’études Byzantines et
Néo-helléniques de Paris, fascicule 15.
[15] No spécial 148, Grèce 1963.
[16] Gazette de Lausanne, 2/8/69, « Poésie grecque »
[17] Courrier du Centre International d’Etudes Poétiques, 137/138, 1980, pp.
10-26.
[19] Ed. Cary, Traduction et poésie, Babel,
vol. III, 1957, no 1, p.25
[20] Joroslav Frycer, La communication
littéraire et le problème de la réception de l’œuvre littéraire, Romanica
Wratislaviensia, Wrocaw, 1983, no 635, p. 65.
[22] Οδυσσέα
Ελύτη, Δεύτερη Γραφή, Ίκαρος, Αθήνα,
2007, σελ. 9 και 11.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου