Ο ΝΙΚΑΝΔΡΟΣ ΝΟΥΚΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΕΦΕΡΙΚΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ
Ο Ρόντρικ Μπήτον, όταν έγραφε την
βιογραφία του Σεφέρη σημείωνε σχετικά : «… Μία από τις μεγαλύτερες χαρές της
συγγραφής … ήταν όταν προσπάθησα …να ακολουθήσω τα βήματα του πολυταξιδεμένου
αυτού ξενιτεμένου…»[1] Την ίδια
περίπου ικανοποίηση αισθάνεται και κάθε μελετητής ή ερευνητής που μελετά την
προσωπικότητα του διπλωμάτη, ποιητή, δοκιμιογράφου, συγγραφέα ημερολογίων,
πεζογράφου Γιώργου Σεφέρη. Του Έλληνα που επέλεξε και χρησιμοποίησε ως μέσον
έκφρασης την μητρική του γλώσσα, την ελληνική, γλώσσα 3000
χρόνων, την οποία χρησιμοποίησαν μεγάλοι
φιλόσοφοι και ιστορικοί για να ορίσουν οι μεν τις φιλοσοφικές ιδέες, οι δε να
περιγράψουν σημαντικά ιστορικά γεγονότα της αρχαιότητος.
Ο Σεφέρης
της λογοτεχνίας και του βραβείου Νόμπελ και ο Σεφεριάδης της διπλωματίας είναι
«πάντα διπλός : εκείνος που πράττει, κι εκείνος που βλέπει τον εαυτό του να
υποφέρει, εκείνος που αισθάνεται, κι εκείνος που παρατηρεί τον εαυτό του να
αισθάνεται…» γράφει στο Ημερολόγιο. Μέσα από τις δύο αυτές ιδιότητες του Σεφέρη, του λογοτέχνη και του διπλωμάτη, θα γίνει μία προσπάθεια παρουσίασης των κοινών
σημείων που μπορεί να υπάρχουν με δύο άλλους Έλληνες, ο ένας Αθηναίος και
ποιητής του 20ου αιώνα, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, και ο άλλος Επτανήσιος,
του 16ου αιώνα ο Νίκανδρος Νούκιος. Παρά την μεγάλη χρονική διάρκεια που τους χωρίζει
(16ος αιώνας ο Νούκιος – 20ος αιώνας ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος
και ο Σεφέρης), ο Σεφέρης παρουσίασε το έργο τους, στο Παρίσι, ως φοιτητής, για τον Jean Moréas, και ως Σύμβουλος στην Ελληνική
Πρεσβεία του Λονδίνου το 1951, σε εκπομπή του BBC για τον δεύτερο. Το ερώτημα που
προκύπτει είναι : «Τι το κοινό μπορεί να υπάρχει στους τρεις αυτούς Έλληνες
διανοούμενους ;»
Παρά το γεγονός ότι ο Σεφέρης από τον Σεπτέμβριο του 1918 μετά από
σύσταση του πατέρα του Στέλιου Σεφεριάδη, είχε αποφασίσει «να θάψει την ποίησή
του» και να αφοσιωθεί στις σπουδές του, τον Ιούνιο του 1920 ανακαλεί την
απόφαση του αυτή οριστικά. Η ποίηση παίρνει
την θέση της παράλληλα με την διπλωματία. Στην πόλη του φωτός διδάσκεται από το
παράδειγμα του Jules Laforgues τον γαλλικό λογοτεχνικό μοντερνισμό. Τον ίδιο χρόνο μελετά
μεγάλους λογοτέχνες κλασικούς και σύγχρονους Racine, Valérie, Rimbaud, Claudel, Gide , Bremon, Proust. Ως φοιτητής καταπιάνεται και μελετά το έργο του Jean Moréas, του « Έλληνα που κέρδισε μία θέση στο Πάνθεον της γαλλικής ποίησης» και το παρουσιάζει στην
Association des Etudiants Hellènes.
Στις 18 Μαρτίου του 1921 δίνει με επιτυχία την διάλεξη για τον Jean Moréas[2] στον
Σύλλογο Ελλήνων σπουδαστών του Παρισιού. Το χειρόγραφο καλύπτει 87 σελίδες
είναι η πρώτη και η εκτενέστερη εργασία του Σεφέρη με θέμα την λογοτεχνία και
τον πνευματικό πολιτισμό. Σε αυτήν δίνει λεπτομέρειες για την σταδιοδρομία του
Ιωάννη Παπαδιαμαντοπούλου - Jean Moréas το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο-, λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να αφορούν και τον
ίδιο. Ο πατέρας του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου
ήταν δικαστικός, ποιητής και διακεκριμένος στον δημόσιο βίο. Το ίδιο και ο
Στέλιος Σεφεριάδης, διακεκριμένος δικηγόρος, αλλά και ποιητής. Και οι δύο
στέλνουν τους γιους τους να σπουδάσουν νομικά στο εξωτερικό, ο πρώτος
στην Χαϊδελβέργη και ο δεύτερος στο Παρίσι. Η διαφορά έγκειται στο ότι ο
Παπαδιαμαντόπουλος εγκαταλείπει την Χαϊδελβέργη και πηγαίνει στο Παρίσι
αρνούμενος να υπακούσει στην πατρική εντολή, ενώ ο Σεφέρης στο Παρίσι δεν
τόλμησε να στραφεί εναντίον του πατέρα του και υπακούει στις πατρικές εντολές
παρά την αντίθετη κλήση του. Ο Jean Moréas είναι κομψός και υπερόπτης. Ο
Σεφέρης είναι κομψός και απόμακρος. Και οι δύο Jean Moréas και Γιώργος Σεφέρης είναι
ποιητές, η διαφορά τους σημαντική: ο πρώτος μπόρεσε να απαρνηθεί ολόκληρο το
παρελθόν του και να συνεχίσει να δημιουργεί σε ένα ξένο περιβάλλον και με διαφορετική γλώσσα.
Ο δεύτερος δήλωσε την ημέρα της ομιλίας
του για τον Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο στο Παρίσι : «τοὐλάχιστον ἐγώ δέν
προτίθεμαι νά παίξω τό ρόλο τοῦ Οἰδίποδα μπροστά στή νέα αὐτή σφίγγα»[3].
O Jean Mauréas θα φτάσει στο αληθινό ποιητικό
μεγαλείο με την ποιητική του συλλογή Stances. Για
τον Σεφέρη η ποιητική αυτή συλλογή συνταιριάζει τις απαιτήσεις δύο πολιτισμών,
του ελληνικού και του γαλλικού. Δέκα χρόνια αργότερα ο Σεφέρης δίνει στην πρώτη
του συλλογή ποιημάτων τον τίτλο Στροφή.
Ακολουθούν Στέρνα, Μυθιστόρημα, Τετράδιο γυμνασμάτων 1928-1937, η
μετάφραση της Έρημης χώρας του Έλιοτ κ.ά.
Ένα τρίτο κοινό σημείο, αλλά και διαφορά μεταξύ των δύο ποιητών
είναι το γλωσσικό ζήτημα. Στην Ελλάδα την εποχή εκείνη η κοινωνία έκανε αυστηρή
διάκριση ανάμεσα στην δημοτική, την ζωντανή μορφή της γλώσσας και στην
καθαρεύουσα, την επίσημη γεμάτη αρχαϊσμούς και άψυχη ρητορεία γλώσσα. Πριν
αναχωρήσει για το εξωτερικό ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος δημοσίευσε την
μοναδική ελληνόφωνη ποιητική του συλλογή Τρυγόνες και Έχιδναι, η οποία
αποτελούσε, κατά τον Παλαμά, τον αποχαιρετισμό σε «κάτι πού ἔσβηνε». Συνειδητοποιημένος
για την παραμονή του στην πόλη του φωτός επέλεξε ως μέσον έκφρασης την γαλλική
γλώσσα, την οποία θεωρούσε ως την μόνη τέλεια γλώσσα. Ο Σεφέρης, παρά τον
προβληματισμό του για το ποια γλώσσα θα είναι η γλώσσα της ποιητικής του
έκφρασης – γαλλική ή ελληνική, κατέληξε στην ελληνική, την δημιουργική φλόγα
της οποίας κληροδότησαν οι μακρινοί πρόγονοί του σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Και
όπως είπε στην ομιλία του στην Στοκχόλμη κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ
«η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχθηκε τις αλλοιώσεις που
δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα».
Πολύ αργότερα από την πρώτη του αυτή ομιλία στο Παρίσι, ο Σεφέρης
γνωστός ήδη ως ποιητής τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, και συγκεκριμένα το έτος 1951, υπηρετεί στην
Ελληνική Πρεσβεία του Λονδίνου ως Σύμβουλος. Ποιήματά του έχουν ήδη μεταφραστεί
στην γαλλική, σουηδική και ιταλική γλώσσα. Το 1950 ο Kenneth Young δημοσιεύει στο Life and Letters ένα
άρθρο στο οποίο περιγράφει την επίδραση του Γ. Σεφέρη στους Άγγλους ποιητές Lawrence Durrell, και Bernard Spencer. Εκτός από τις διάφορες δημοσιεύσεις μεταφράσεών του, στους
λογοτεχνικούς κύκλους του Λονδίνου, ο Σεφέρης είναι γνωστός και από την
δημοσίευση του βιβλίου του The King of Asine and other Poems. Μάλιστα ο Έλληνας Νάνος Βαλαωρίτης, τότε δημοσιογράφος του BBC, ποιητής και μεταφραστής ποιημάτων του Σεφέρη, πραγματοποίησε
σχετική ομιλία για την μεγάλη επιτυχία που είχε στο εξωτερικό το βιβλίο του
Έλληνα διπλωμάτη Ο Βασιλιάς της Ασίνης.
Κατά
την διάρκεια της δεύτερης αυτής παραμονής του Γιώργου Σεφέρη στην Βρετανική
πρωτεύουσα, (η πρώτη ήταν το 1931, όταν ήταν Υποπρόξενος του Ελληνικού
Προξενείου), μέσω της Ελληνικής Υπηρεσίας του Ραδιοφώνου του BBC, ο ποιητής μιλά για τα
αγαπημένα του θέματα : την ποίηση, τις σχέσεις της ποίησης και του
κινηματογράφου, για τον Καβάφη και τον Άγγελο Σικελιανό, δύο ποιητές που
εκτιμούσε ιδιαίτερα. Η ομιλία του μάλιστα για τον Σικελιανό είναι ένας
συγκινητικός φόρος τιμής που αποτίει ο Γιώργος Σεφέρης στον παλαίμαχο ποιητή
που μόλις είχε πεθάνει. Όλα αυτά τα κείμενα περιλήφθηκαν και δημοσιεύθηκαν στον
δεύτερο και τρίτο τόμο των Δοκιμών του.
Στην ίδια ραδιοφωνική εκπομπή του αγγλικού ραδιοσταθμού και
συγκεκριμένα στις 29 Απριλίου 1952, ο Σεφέρης παρουσιάζει τον πρώτο Έλληνα που
έγραψε τις εντυπώσεις του από την Αγγλία, τον Κερκυραίο Νίκανδρο Νούκιο. Γράφει
στις Δοκιμές : «ὁ Νίκανδρος εἶναι ὁ πρῶτος Ἕλληνας πού ἔγραψε τίς ἐντυπώσεις
του ἀπό τήν Ἀγγλία, ὁ πρῶτος, ἀσφαλῶς, πού
εἶδε καί περιεργάστηκε τό Λονδῖνο καί πού μᾶς ἄφησε μιά περιγραφή του. Εἶναι
μιά μορφή πού ἔχει τό δικαίωμα νά πάρει χρονολογικά τήν πρώτη θέση στή μακριά
σειρά τῶν πορτραίτων πού εἰκονογραφοῦν τίς σχέσεις τῆς πατρίδας μας μέ τή
Μεγάλη Βρετανία.»[4] Καταγόταν
από μια ευκατάστατη αστική κερκυραϊκή οικογένεια εμπόρων ευγενών του 16ου
αιώνα, η οποία ανελίχθηκε κοινωνικά περνώντας στην Χρυσή Βίβλο των ευγενών.
Μέλη της είχαν φιλολογικές ανησυχίες. Σύμφωνα με την Μαρία Π. Παναγιωτοπούλου
«ένας Μένανδρος Νούκιος εμφανίζεται το 1528 συνεκδότης με τον Δημήτριο Ζήνο
στην έκδοση της Λειτουργίας του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου από του Sabbio».[5]
Ο ίδιος ο Νούκιος ίσως απέκτησε μια αρκετά καλή μόρφωση, αν και δεν γνωρίζουμε
αν ήταν συστηματική ή ήταν αυτοδίδακτος. Οι γνώσεις που έχουμε για την
εκπαίδευση και γενικά για την πολιτιστική ζωή στο νησί την εποχή εκείνη δεν
είναι επαρκείς για την διεξαγωγή συμπερασμάτων.[6] Το γεγονός όμως, ότι
αργότερα εργάσθηκε ως κωδικογράφος και επιμελητής εκδόσεων στην Βενετία
υποδηλώνει την ευρύτερη μόρφωσή του. Στην Κέρκυρα ο Νίκανδρος ήταν παντρεμένος
με την Νουκία και είχαν ένα γιο τον Θεόφιλο. Οι ευτυχισμένες οικογενειακές
στιγμές τελείωσαν όταν οι Οθωμανοί με επικεφαλής τον Barbarossa και
τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν επιτέθηκαν στην Κέρκυρα την σημαντικότατη βενετική
κτήση, την λεηλάτησαν και την κατέστρεψαν. Η προσωπική οδύνη του Νούκιου για
την καταστροφή του νησιού του και τον θάνατο της γυναίκας του αποτυπώνεται στο τρίτομο
έργο του Αποδημίαι[7]. Στο ίδιο έργο κατηγορεί τις βενετικές αρχές, αλλά και τους Ιταλούς
μισθοφόρους για την απάνθρωπη συμπεριφορά τους προς τους Έλληνες κατοίκους του
κάστρου και της γύρω περιοχής.
Μετά την πολιορκία, την λεηλασία και τις καταστροφές, οι Νούκιοι μετακόμισαν στην Βενετία όπου παρέμειναν τρία
χρόνια και στην συνέχεια επέστρεψαν στην Κέρκυρα. Ο Νίκανδρος προτίμησε να
παραμείνει για ένα ακόμη διάστημα ελπίζοντας σε μια μονιμότερη εγκατάσταση.
΄Ετσι παραμένει στην Βενετία από το 1547 μέχρι το 1550 ασκώντας διάφορα
επαγγέλματα. Αντιγραφέας ελληνικών χειρογράφων, κωδικογράφος για λογαριασμό του
Ισπανού πρεσβευτή Hurtado de Mendoza. διορθωτής ή και επιμελητής
λειτουργικών, θεολογικών και λογοτεχνικών βιβλίων σε τυπογραφεία. Ενδεικτικά
αναφέρεται η ενασχόλησή του με την έκδοση των λειτουργικών βιβλίων Απόστολος,
το 1542, Τυπικόν το 1545, και ιδιαίτερα με την μετάφραση και έκδοση
των Αισώπειων Μύθων . Ο Νούκιος παραμένει πιστός στην Ορθοδοξία και
στην ανάγκη αφύπνισης του νέου ελληνισμού, ο οποίος θα χρησιμοποιεί για την διαπαιδαγώγησή του την
γλώσσα της εποχής.
Ενώ οι σύγχρονοί του επιλέγουν την Ανατολή ή τον Νέο Κόσμο για τα
ταξίδια τους, ο ουμανιστής Νίκανδρος πορεύεται στην Ευρώπη της Αναγέννησης. Η
περιγραφή της περιήγησής του ξεκινά το 1545, όταν ακολουθεί τον ουμανιστή Gerard van Veltwick, πρεσβευτή του Καρόλου Ε΄ στην Κωνσταντινούπολη και επιστρέφει μαζί
του στην Ευρώπη, και συγκεκριμένα στις Βρυξέλλες όπου ο πρεσβευτής, σύμφωνα
πάντα με τον Νούκιο, συνάντησε τον αυτοκράτορα. Μέχρι τότε ο Κερκυραίος Νίκανδρος
δεν είχε αλλάξει το αρχικό του όνομα που ήταν Ανδρόνικος. Μιμούμενος τους
παλαιότερους συγγραφείς της Αναγέννησης το Ανδρόνικος γίνεται με αναγραμματισμό
Νίκανδρος. Ποιος ήταν ο ρόλος του σε
αυτήν την διπλωματική αποστολή ; Ίσως διερμηνέας ή γραμματεύς, άγνωστο. Σκοπός του ταξιδιού ήταν η προσπάθεια
συμφιλίωσης του αυτοκράτορα Καρόλου με τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν. Κατά την διάρκειά
του ο Νίκανδρος αποφασίζει να γράψει τις περιπέτειές του και να περιγράψει
εντυπωσιασμένος τις πόλεις που διασχίζουν, τους κατοίκους, την φύση, τα ήθη για
να τα διαβάσουν και να μάθουν οι Έλληνες. Παδούα, Φεράρα, Βερόνα, Βρυξέλλες,
Βέλγιο και Ολλανδία. Όμως, δεν κάνει κάποια περιγραφή του ταξιδιού προς και από
την Κωνσταντινούπολη, ισχυριζόμενος ότι είναι περιοχές γνωστές στους Έλληνες
αναγνώστες του. Η δεύτερη διπλωματική αποστολή του Veltwick είναι για την Αγγλία προκειμένου να συναντήσει τον βασιλιά Ερρίκο
Η΄.
Ο Σεφέρης παρουσιάζει στην εκπομπή του BBC στις 29 Απριλίου 1952, τον πρώτο Έλληνα «ὕστερ’ ἀπό τόν σχεδόν
μυθικό Μασσαλιώτη, τόν Πυθέα ἐκεῖνον τοῦ 4ου αἰῶνα π.Χ.», που
επισκέφθηκε την Αγγλία προς το τέλος της βασιλείας του Ερρίκου Η΄ από το
καλοκαίρι του 1545 έως την άνοιξη του 1546, και που έγραψε τις εντυπώσεις του.
Σημειωτέον ο πρώτος Άγγλος ταξιδιώτης, ο Θωμάς Ντάλλαμ, που επισκέπτεται την
Ζάκυνθο είναι το Πάσχα του 1599. Και συνεχίζει ο Σεφέρης, ο πρώτος που «ἔγραψε τίς ἐντυπώσεις
του ἀπό τήν Ἀγγλία, ὁ πρῶτος ἀσφαλῶς, πού εἶδε καί περιεργάστηκε τό Λονδῖνο καί
πού μᾶς ἄφησε μιά περιγραφή του». Το μικρό αυτό βιβλίο του 1841 έφθασε στα
χέρια του, σύμφωνα με όσα γράφει ο Έλληνας διπλωμάτης και ποιητής στις Δοκιμές, χάρη στην τύχη
και την φιλία. Το κείμενο του Σεφέρη ήταν «σημειώσεις γιά μιά
πολύ πιό σύντομη ραδιοφωνική ὁμιλία»[8], ενώ αργότερα δημοσιεύθηκε
στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση με την «ελπίδα πως θα μπορούσε να κινήσει
κάποιο αρμοδιότερο ενδιαφέρον»[9]
Το βιβλίο ξεκινά με τον Νίκανδρο να περιμένει στο Καλαί το πλοίο
για την Αγγλία. Είναι ήδη ενταγμένος στην ακολουθία τού Gerard van Veltwick και ξεκινούν την καινούρια αποστολή τους για την Αγγλία. Οι
λεπτομέρειες με τις οποίες περιέγραψε την προηγούμενη περιπλάνησή του στις
χώρες της Ευρώπης συνεχίζονται και στο
ταξίδι προς την Αγγλία. Είναι ο Έλληνας της εποχής της Αναγέννησης, ο
γεωγράφος, ο ανθρωπολόγος που σκιαγραφεί τους ανθρώπους που συναντά και δίνει
με λεπτομέρειες τις εντυπώσεις του από το πέρασμα της Μάγχης και την άφιξή τους
τελικά στο Λονδίνο, όπου φιλοξενούνται κοντά στα βασιλικά παλάτια. Για να μη
χάνει τον καιρό του, ο Νίκανδρος αποφασίζει να επισκεφθεί το νησί και να
περιγράψει τις εντυπώσεις του. «…ἔδοξεν ἡμῖν τά κατά τήν νῆσον ἐξετᾶσαι, καί τά
έν αὐτῆ ὡς οἷον τ’ ἡμῖν ἐφικτόν, ἱστορῆσαι…».
Αναφέρει ότι «…ἡ νῆσος αὕτη μεγίστη τῶν κατά τήν οἰκουμένην …τρίγωνος μέντοι οὗσα
τῳ σχήματι…». Παρατηρεί προσεχτικά προσπαθώντας να καταλάβει για να δώσει στους
αναγνώστες του την περιγραφή της πληρέστερης εικόνας.
Στην συνέχεια ο Σεφέρης εστιάζει στην περιγραφή που ο συγγραφέας
της Αναγέννησης κάνει για τους Άγγλους : «ἀνθρώπων γένος λευκόχροον, ὑπόξανθον,
εὔμηκες και ὄρθιον το τοῦ σώματος σχῆμα, τάς δε πώγωνος και κεφαλῆς τρίχας
χρυσιζούσας, γλαυκοί τούς ὀφθαλμούς ὡς ἐπί το πλεῖστον, φοινίσσοντες τάς
παρειάς…»[10]
Για την θέση της γυναίκας στην αγγλική κοινωνία της εποχής», τόσο
διαφορετικής από την γυναίκα της Ανατολής, γράφει ο Νούκιος και αναφέρει ο
Σεφέρης : «Καί ἦν ἐν ταῖς ἀγοραῖς καί ρύμαις τῆς πόλεως ὁρᾶν γυναῖκας ὑπάνδρους
καί κόρας, τέχνας τε καί συναλλαγμούς καί πράξεις ἐμπορικάς ἐργαζομένας
ἀνυποστόλως. Ἁπλοϊκώτερον δέ τά πρός τάς γυναῖκας σφίσιν εἴθισται καί
ζηλοτυπίας ἄνευ. Φιλοῦσι γάρ ταύτας ἐν τοῖς στόμασιν, ἀσπασμοῖς καί
ἀγκαλισμοῖς, οὐχ οἱ συνήθεις καί οἰκεῖοι μόνον ἀλλ’ἤδη καί οἱ μηδέπω ἑωρακότες.
Καί οὐδαμῶς σφίσιν αἰσχρόν τοῦτο δοκεί».[11] Η διαφορά Ανατολής -Δύσης
είναι ολοφάνερη, ό,τι απαγορεύεται στους μεν επιτρέπεται στους δε.
Χωρίς να γνωρίζει την αγγλική
γλώσσα δεν την απορρίπτει και απλά αναφέρει: «Καί γάρ εἰ καί βαρβαρῶδες
φθέγγονται, ἀλλ’οὗν ἔχει τι θέλγητρον ἡ τούτων γλῶττα …». Εντυπωσιάζεται από
τον Τάμεση, «ποταμός μέγας τε καί ναυσίπορος … πλοῖα ἐμπορικά τά ἐξ ἁπάσης
ἀφικνούμενα ἐν Λονδίνη διά τοῦ ποταμοῦ ἐς τήν πόλιν ἀνέρχονται, οἶνον τε καί ἔλαιον καί ἕτερα τῶν
σιτίων εἰσκομίζουσι… φόρτον εἰδῶν παντοίων ἐσφἐρουσαι, οἴνου γάρ τοῦ ἀνθοσμίου
ἐκ Κρήτης, ἐλαίου τε ἐκ Πελοποννήσου…». Όσο για την γέφυρα του Λονδίνου η
περιγραφή του Νίκανδρου είναι εντυπωσιακή και όπως γράφει ο Σεφέρης «ὁ ἀναγνώστης
πού ἔχει κάποια οἰκειότητα μέ τό Λονδῖνο … δέ θά δυσκολευτεῖ ν’ ἀναγνωρίσει… τή
χαρακτηριστική ἐκείνη ἀτμόσφαιρα τοῦ ἀλλοτινοῦ, πού διατηρεῖται ἀκόμη τόσο ἐπίμονα σέ κάποιες γωνιές τῆς μεγάλης
μητρόπολης». Ο Νούκιος περιγράφει ως εξής : «Γέφυρα δέ τις μεγίστη
μετοχετεύουσα τούς ἐν τῇ πόλει προς το ἀντίπεραν οίκούμενον ἔκτισται, ὑφ’ ἁψίδων μαρμαροδέτων
ἐσφηνωμένη ἐπάνωθεν, οἴκους τε καί πύργους ἐπέχουσα…». Με το εμπόριο
ασχολούνται άνδρες και γυναίκες, συνήθεια διαφορετική από αυτήν της Ανατολής :
«Ἅπαντες σχεδόν τι, πλήν ἡγεμόνων καί τῶν ἔγγιστα βασιλεῖ τυγχανόντων,
ἐμπορικάς μετιᾶσι πράξεις. Καί οὐ μόνον ἀνδράσι τοῦτο περίεστι, ἀλλά καί
γυναιξίν, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, ἐπιγίνεται…».[12] Συνεχίζει να περιγράφει
την πόλη με το περίεργο μάτι του ταξιδιώτη που έρχεται από έναν άλλο κόσμο,
διαφορετικό και μιλάει για όλα. Κοιτάζει την φυσική διαμόρφωση της χώρας : το
κλίμα, την στεριά, την θάλασσα και τον ωκεανό. Ενδιαφέρεται για την συμπεριφορά
των κατοίκων, ακούει τις ιστορίες τους, σημειώνει τα κουτσομπολιά που μαθαίνει
για τις συζύγους του βασιλιά Ερρίκου Η΄.
Ο Νούκιος ανήκει στους μη κληρικούς λόγιους των μέσων του 16ου
αιώνα που πρωτοστάτησαν στο συνταίριασμα του αρχαιότροπου και αρχαιόγλωσσου
ουμανισμού με την καλλιέργεια της δημώδους ελληνικής μέσω μεταφράσεων και
εκδόσεων με πρακτικό ή παιδευτικό χαρακτήρα.[13] Σε σχόλιό του ο Σεφέρης γράφει ότι ο Νίκανδρος
«σάν καλός Βυζαντινός ὀρθόδοξος πού εἶναι δέ χάνει τήν εὐκαιρία, ὅταν τυχαίνει ἀφορμή,
νά μιλήσει γιά τίς θρησκευτικές διαμάχες τῆς Δύσης ἤ γιά τά καμώματα τῶν παπικῶν
καλογέρων». Παραμένει φαινομενικά σταθερός στην ορθοδοξία, γνωρίζει
αρκετά καλά τις αντικειμενικές ιστορικές συνθήκες της εποχής του και
παρουσιάζει «μέ τό ψυχρό μάτι ἑνός ἀντικειμενικοῦ παρατηρητῆ» τις θρησκευτικές
διαμάχες. Ας μη ξεχνάμε επίσης, ότι η
συμπεριφορά των Βενετών και των Ιταλών μισθοφόρων κατά την διάρκεια της
πολιορκίας της Κέρκυρας από τον Μπαρμπαρόσα και τον Σουλεϊμάν τού δημιούργησε
αλγεινή εντύπωση και έπαιξε καθοριστικό ρόλο ώστε να υιοθετήσει αυτός
αντικαθολική στάση και να εδραιωθεί μέσα του η συνείδηση της ορθοδοξίας του.
Η σκέψη του δεν είναι αμέτοχη της συγκίνησης που αισθάνεται όταν
μιλά για την ξενιτιά ή όταν συνειδητοποιεί ότι υπάρχουν Έλληνες που ζουν
ελεύθεροι. Η τύχη του τον οδηγεί να
συναντήσει τον Πελοποννήσιο στρατηγό Θωμά τον Αργίτη του σώματος των stradioti, Ελλήνων ιππέων μισθοφόρων του Ερρίκου Η΄, όταν μετά από άδεια
του πρέσβη του, ταξιδεύει προς τα βόρεια του Λονδίνου και τους ακολουθεί σε μια
πολεμική επιχείρησή τους στην Σκωτία, στην συνέχεια στην Γαλλία όπου
παρακολούθησε την τελευταία φάση της πολιορκίας της Boulogne. Μετά την λήξη της πολιορκίας αποφάσισε να επιστρέψει στην
Ιταλία. Διέσχισε την Γαλλία και μέσω των Άλπεων έφθασε στην Βενετία. Ο
Νίκανδρος παραθέτει τα παραινετικά λόγια που λέει στους άνδρες του ο Θωμάς
Αργίτης την παραμονή μιας μάχης : «Ἄνδρες συστρατιῶται, ἡμεῖς μέν, ὡς ὁρᾶτε, ἐν
ἐσχάτοις τῆς οἰκουμένης τανῦν οἰκοῦμεν μέρεσι…Ἑλλήνων γάρ ἐσμέν παῖδες καί
βαρβάρων σμῆνος οὐ πτοούμεθα. Τοίνυν τήν πρεποῦσαν ἡμῖν καρτερίαν ἐπιδείξομεν
ἵν’ ἅπαντες λέγειν ἔχοιεν ὡς οἱ ἐξ Ἑλλάδος ἐν τοῖς Εὐρώπης ἐσχάτοις μέρεσιν
εὑρεθέντες ἔργα χειρός ἀρίστης ἐπέδειξαν… Καί την πάλαι θρυλλουμένην Ἑλλήνων
ἀνδρείαν ἔργοις αὐτοῖς φανεράν ποιήσωμεν.»[14]
Η διήγηση τού ενάμιση χρόνου της περιήγησής του κάνει τον Νίκανδρο
Νούκιο να παραμείνει γνωστός στους χρόνους που ακολούθησαν. Το υλικό αυτό
αποτελεί την προσπάθειά του να κατανοήσει τα ιστορικά γεγονότα της εποχής που περιγράφει,
της δικής του εποχής του 16ου αιώνα. Η αξία αυτού του περιηγητικού
και ιστορικού έργου του έγκειται στην προσωπική του μαρτυρία, στην ειλικρινή
έκφραση των αισθημάτων του και στην δυνατότητα που μας δίνει να κατανοήσουμε το
προσωπικό και κοινωνικό περιβάλλον του ανθρώπου της Αναγέννησης. Ο Νίκανδρος
έχει τα χαρακτηριστικά του σοφού και εξόριστου Έλληνα το ταξίδι του οποίου δεν
είναι μια απλή φυσική αλλαγή περιβάλλοντος, αλλά μια εσωτερική πνευματική
αλλαγή. Στο έργο του προβάλλονται εμμέσως πλην σαφώς οι αρετές του Έλληνα :
φιλόπατρις, παρατηρητικός, πιστός, αλλά με ορθολογική σκέψη, ανδρείος,
υπομονετικός.
Ο Κερκυραίος Νίκανδρος Νούκιος
είναι ο Έλληνας του 16ου αιώνα, ο οποίος στο περιηγητικού και
ιστορικού χαρακτήρα βιβλίο του Αποδημίαι περιγράφει τις χώρες και τις
πόλεις που γνώρισε, καταγράφει τα περίεργα περιστατικά και ανασυνθέτει την
ιστορική εικόνα της εποχής του. Είναι ένας άνθρωπος με ιστορική γνώση και
συνείδηση, ο οποίος αντιλαμβάνεται και κρίνει τα γεγονότα. Αντιλαμβάνεται ότι
οι ανταγωνισμοί μεταξύ των ισχυρών της εποχής του και οι εύθραυστες ισορροπίες
επηρεάζουν όλη την Ευρώπη και την Μεσόγειο. Πιστεύει ότι οι ελληνικές συμφορές
οφείλονται σε αυτούς τους ανταγωνισμούς. Πολλῷ μάλλον η καταστροφή της ιδιαίτερης πατρίδος του, την οποία θεωρεί
ως επακόλουθο της αναταραχής στην Ευρώπη του πρώτου μισού του 16ου
αιώνα.
Μήπως η ίδια αυτή ιστορική συνείδηση δε συναντάται και στον
διπλωμάτη Γιώργο Σεφεριάδη, ο οποίος ζει εκ του σύνεγγυς τα ιστορικο-πολιτικά
γεγονότα του καιρού του ; Και οι δύο πίστεψαν ότι η ελληνική γλώσσα και
παράδοση αποτελούν την συνέχεια του ελληνισμού δια μέσου των αιώνων. Και οι δύο
άφησαν συγγραφικό έργο με στόχο τα κείμενά τους, τιμή στην ελληνική γλώσσα, να
καλύψουν τις πνευματικές ανάγκες του Ελληνισμού. Ο Νούκιος αποτελεί μέρος της
ελληνικής γραμματολογίας του 16ου αιώνα, γραμματολογία την οποία ο
Σεφέρης θεωρεί σημαντική. Πίστευε ότι η γλώσσα αυτός ο μοχλός της σκέψης,
διαμορφώθηκε μόνο στην εποχή της περιορισμένης ελληνικής αναγέννησης και
συγκεκριμένα στην γλώσσα του Κορνάρου και του Χορτάτση.
Για τον Σεφέρη η γλώσσα του Ερωτόκριτου είναι η ιδεώδης και
οι στίχοι του Κορνάρου «δείχνουν πῶς βλέπει ἕναν ὁρίζοντα πού προσδιορίζεται ἀπό
τήν βυζαντινή λαϊκή παράδοση καί ἀπό τήν λογοτεχνία τῆς ἰταλικῆς Ἀναγέννησης».
Ο Νούκιος από την πλευρά του, χρησιμοποιεί, σύμφωνα με τους ξένους φιλολόγους,
την γλώσσα του Στράβωνα και του Πλουτάρχου που του δίνει το εργαλείο έκφρασής
του. Όμως ο Σεφέρης δεν αποδέχεται την άποψη αυτή και δέχεται ότι «ἡ ἔκφραση τοῦ
Νούκιου προαναγγέλλει τόν φαναριωτισμό … Ἡ γλῶσσα τοῦ Νίκανδρου δέν εἶναι ἄλλη ἀπό
τήν ὑπερκαθαρεύουσα τῶν τελευταίων χρόνων τοῦ Βυζαντίου, πού πάει νά γίνει ἥ
φαναριώτικη ἐκκλησιαστική ἤ κοσμική καθαρεύουσα…»[15] Ο Νίκανδρος είναι ο
μεταβυζαντινός Έλληνας των καιρών της Αναγέννησης. Η γλώσσα του είναι η γλώσσα
των τελευταίων χρόνων του Βυζαντίου που τείνει να γίνει η κοσμική καθαρεύουσα.
Όταν ο Σεφέρης έφυγε από τον τόπο του για σπουδές στην Ευρώπη
πίστευε ότι η δική του δυτική εμπειρία θα είναι ανάλογη με την δημιουργική
πορεία του Θεοτοκόπουλου για παράδειγμα, ο οποίος πέρασε από την κρητική στην
δυτική τέχνη. Ο δυτικός πολιτισμός ήταν για τον Σεφέρη πνευματικό παιδί του
ελληνικού Μεσσαίωνα και της δυτικής Αναγέννησης. Για τον λόγο αυτό βρισκόταν
περισσότερο κοντά στον Θεοτοκόπουλο, από τον Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο, ο οποίος
απορροφήθηκε από τον δυτικό πολιτισμό και παρέμεινε γνωστός μόνο ως Jean Moréas.
Σύμφωνα με τον Σεφέρη ο κάθε Έλληνας λόγιος, έπρεπε να αναμετρηθεί
με τον δυτικό πολιτισμό, να αφομοιώσει τα στοιχεία εκείνα που του προσέφερε και
που ήθελε να κρατήσει και να ανασυνθέσει την σχέση του Ελληνισμού με την Δύση.
Ο ίδιος πίστευε ότι ο νέος Ελληνισμός έπρεπε να αντικρίσει « χωρίς προκατάληψη καί
μέ ἐνιαῖο τρόπο ὅλες του τίς παραδόσεις, ἀρχαία, μεσσαιωνική καί νέα». Ο
Νίκανδρος είναι ο Έλληνας της Αναγέννησης που πηγαίνει στην Δύση με την οδύνη
της μεγάλης καταστροφής από την πολιορκία και λεηλασία του νησιού του από τους
Τούρκους και την επιθυμία να σταθεί στους κύκλους των λογίων της Αναγέννησης
θεωρούμενος ως ισότιμο μέλος τους.
Ο Σεφέρης όταν έφθασε στην Δύση είχε δει την καταστροφή της
παραδοσιακής κοιτίδας του ελληνικού πολιτισμού την Μικρά Ασία. Ο Νούκιος είχε
ζήσει την καταστροφή της δικής του πατρίδας της Κέρκυρας. Για τον πρώτο ήταν
καταποντισμός, για τον δεύτερο καταστροφή : ο Σεφέρης έχασε τα πάντα και δεν
επέστρεψε ποτέ, ο Νούκιος έχασε μεν, αλλά μπόρεσε να επιστρέψει στο νησί του.
Και οι δύο Νούκιος και Σεφέρης, προέρχονται από γνωστές στην εποχή τους
πλούσιες αστικές οικογένειες, γνωρίζουν και συναναστρέφονται διακεκριμένους ανθρώπους.
Ο Νούκιος, γράφει ο Σεφέρης, μπαίνει «χωρίς να ξιπάζεται» σε μια νέα πνευματική
πατρίδα ως «ίσος προς ίσον». Ο Νίκανδρος είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος του
Έλληνα της εποχής της Αναγέννησης. Ο Σεφέρης είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος
του σύγχρονου Έλληνα που διαπρέπει στην Δύση και κάνει ό,τι και ο Νούκιος :
μπαίνει στην Δύση «χωρίς να ξιπάζεται»
ως «ίσος προς ίσον». Ως εξόριστος
Έλληνας, όπως και ο Νούκιος, κερδίζει την Δύση, γιατί στέκεται όρθιος
πνευματικά, δημιουργεί και αποκτά νέες πνευματικές δυνάμεις.
Ο
Νούκιος παρατηρεί, κρατά σημειώσεις και
περιγράφει για να γίνουν κοινωνοί οι συμπατριώτες του των εντυπώσεών του και
της κριτικής του από την επίσκεψή του σε έναν ξένο και μακρινό τόπο. Ο Σεφέρης σχολιάζει ότι η παρατήρηση του Νίκανδρου
είναι καλοπροαίρετη και προσεκτική «με το μάτι του ανθρώπου που έχει διαφυλάξει
την παράδοση της πνευματικής ακεραιότητας με την απάθεια της διάνοιας που θέλει πριν απ’όλα να
καταλάβει.» Μήπως ο Σεφέρης δεν έκανε το ίδιο ;
Παρατηρεί, κρατά ημερολόγιο, γράφει και δημοσιεύει. Και οι δύο έχουν για
μέλημά τους να αφήσουν την πνευματική τους κληρονομιά στους μεταγενέστερους.
Ο
Σεφέρης τελειώνει το κείμενό του εστιάζοντας σε δύο σημεία, τα οποία θεωρεί
σημαντικά στις Αποδημίες του Νικάνδρου. Το πρώτο στην απροσδόκητη
ελληνική φωνή σε ένα πόλεμο ανάμεσα στον Ερρίκο Η΄ της Αγγλίας και τον
Φραγκίσκο Α΄ της Γαλλίας και το δεύτερο στην μορφή του «Μοραΐτη καπετάνιου»,
«που εκφράζεται με την πένα ενός λογιότατου Κερκυραίου στην υπηρεσία του
Καρόλου Ε΄ της Ισπανίας». Για τον Σεφέρη ο Νούκιος είναι ο Έλληνας που
αναγκάζεται να εξορισθεί, να περιπλανηθεί στην Δύση, να αντιμετωπίσει με
στωικότητα τις δυσκολίες -ανυπέρβλητες ορισμένες φορές – της ζωής και να
διαπρέψει. Είναι ο λόγιος της διασποράς. Από την πλευρά του ο Θωμάς είναι η
άλλη μορφή του Έλληνα: ενσαρκώνει τις αρετές του, την ανδρεία, την γενναιότητα
και την καρτερία, αρετές που κληρονόμησε από τους προγόνους του. Το σώμα των
Ελλήνων μισθοφόρων από την Πελοπόννησο πολεμούσαν όπως οι άλλοι πρόγονοι στα περασμένα
ένδοξα χρόνια, ήταν οι απόγονοί τους και εκείνοι που έπρεπε να φανούν αντάξιοί
τους.
Στις λίγες
σελίδες που ο Σεφέρης έχει αφιερώσει τον Νίκανδρο Νούκιο ταυτίζεται ψυχολογικά
μαζί του. Και οι δύο μπαίνουν σε μια νέα πνευματική πατρίδα και διαπρέπουν. Ο
κόσμος της δυτικής παιδείας είναι ορατός μέσα από το πρίσμα του εξόριστου
Έλληνα που προσπαθεί να κερδίσει μια μεγάλη νίκη : «αυτήν της θετικής οικειότητας που στηρίζεται
στην δίχως ψυχώσεις επαφή με το έτερο και το νέο και που έχει ως όπλο την δύναμη
να κρατηθεί όρθιος πνευματικά χωρίς να θαμπώνεται ή να μιμείται δουλικά,
αποκτώντας έτσι νέες πνευματικές δυνάμεις».[16]
[1] Ρόντρικ
Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον Άγγελο, ΩΚΕΑΝΙΔΑ, Αθήνα 2003, σελ.20.
[2] Georges Séfériades, Jean Moréas,
conférence faite à Paris pour l’ Asssociation des Etudiants Hellénes, le 18
mars 1921. Texte présenté et annoté par Polyxène Goula-Mitakou, Αθήνα, 1990, σελ.54.
[3] Georges Séfériades , ibid p.55
[4] Γιώργος
Σεφέρης, Δοκιμές, Δεύτερος τόμος (1948-1971), ΙΚΑΡΟΣ, Αθήνα, 2003, 2013,
σ.101.
[5] Μαρία Π.
Παναγιωτοπούλου, Η μετάφραση του έργου «Tragedia del re libero arbitrio» του Fr.Negri, Πρακτικά Ε΄Διεθνούς Πανιονίου
Συνεδρίου, τ.4, σ.46.
[6] Πηγές
αναφοράς τα κείμενα του Σ. Μ. Θεοτόκη και της Ε.Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου.
[7]
Εκτός από τα πολύ ενδιαφέροντα κείμενα των Αποδημιών και των Μύθων
του Αισώπου, ο Νούκιος άφησε και δύο πολύ σημαντικές μεταφράσεις. Η πρώτη
των Μύθων του Αισώπου και η δεύτερη η μεταφορά στην ελληνική του έργου Tragedia del re libero του
Ιταλού Francesco Negri.
[8] Δοκιμές,
Δεύτερος τόμος (1948-1971), Ίκαρος, 2003, σελ.358.
[9] Η έκδοση των τριών βιβλίων των Αποδημιών : Nicandre de Corcyre, Voyages, texte édité par J. -A. de Foucault, Les
Belles Lettres, Paris 1962.
[10] Γιώργος
Σεφέρης, Δοκιμές, σ.104
[11] Ibid, σ. 104
[12] Ibid. ; σ. 104-106.
[13]
Ο Κώδικας Vat.Gr.1563 θεωρείται αυτόγραφο
της νεανικής ηλικίας του Νικάνδρου Νούκιου στην Κέρκυρα. Ο Κώδικας περιέχει δύο
έργα ερωτικού περιεχομένου.
[14] Ibid, σ. 110.
[15] Γ.Σ. Δοκιμές,
σ. 109.
[16] Μιχάλης
Πιερής, Σεφερικές περιηγήσεις στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Ο Γιώργος
Σεφέρης ως αναγνώστης της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, σ.19.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου